Ὁ ἀπόστολος Παῦλος εὐεργέτης τοῦ Ἑλληνισμοῦ

  paul cΜορφή πρώτου μεγέθους, κορυφαία καί μοναδική γιά τήν ἱστορία τῆς Ἐκκλησίας! Ἄρχισε τή δράση του ὡς φανατικός διώκτης τῶν χριστιανῶν καί στή συνέχεια ἔγινε ὁ πιό φλογερός καί ἀκάματος ἀπόστολος τῆς νέ­ας πίστεως, τῆς «καινῆς κτίσεως» (βλ. Β´ Κο 5,17). «Πάντων τῶν ἀνθρώπων ἀμείνων», κατά τόν Χρυσόστομο, ὑ­ψώ­θηκε στήν ἱστορία ὡς ὁ «πρῶτος μετά τόν Ἕνα». Εὔ­στοχα λέχθηκε ὅτι, ἄν ζοῦσε στίς ἡ­μέρες του ὁ Διογένης, θά ἔσβηνε τόν συμ­βολικό φανό του, γιατί στό πρόσ­ω­πο τοῦ Παύλου θά ἔβρισκε τόν ἄν­θρω­πο πού ἐναγωνίως ἀναζητοῦσε.
  Μέ τήν ἑλληνική γλῶσσα καί τήν ἑλ­ληνική σοφία ὁ ἀπόστολος ὡς «σκεῦ­­ος ἐκλο­γῆς» (Πρξ 9,15) καί «φῶς ἐθνῶν» (Πρξ 13,47) διέδωσε τό εὐαγγέλιο «τοῖς καθημένοις ἐν χώρᾳ καὶ σκιᾷ θανάτου» (Μθ 4,16). Ὅταν ἡ ἔκκληση τῆς Ἑλ­λά­δος ἔφθασε ἐνώπιόν του μέ ἐκεῖ­νο τό θαυμαστό ὅραμα κι ἀποφά­σισε νά τήν ἐπισκεφθεῖ, γνώριζε ὅτι ἡ Ἑλ­λάδα στήν ὁποία θά πορευόταν δέν ἦταν ἡ ἔνδοξη χώρα πού κατατρόπωσε τούς Πέρσες, δέν ἦταν ἡ Ἑλ­λάδα τοῦ Περικλῆ καί τοῦ χρυσοῦ αἰώνα οὔτε ἡ Ἑλλάδα τῆς ἀκτινοβολίας καί τοῦ μεγαλείου τοῦ Μεγάλου Ἀλεξάνδρου. Τήν ἐποχή ἐκείνη ἡ πατρίδα μας ἦταν δούλη σέ ἕναν ἀμόρφωτο καί διεφθαρμένο λαό, τούς Ρω­μαί­ους.
   Ἱστορική ὅμως ἡ στιγμή γιά τήν Ἑλ­λάδα καί γιά ὅλη τήν Εὐρώπη, κατά τήν ὁποία ὁ ἀπόστολος μέ τούς συνεργάτες του περνᾶ ἀπό τήν Ἀνατολή στήν πνευματικά χρεωκοπημένη Δύ­ση, κομίζοντας τόν «πολύ­τιμο μαργαρίτη». Ὡς ἄριστος παιδαγωγός δέν εἶδε ἐπιφανειακά τόν ἑλληνισμό, ἀπέβλεψε στό ἐ­σωτερικό βάθος τῆς ψυχῆς του, ἀφου­γκράστη­κε τούς βα­­θύ­­τερους πόθους της, διαισθάνθηκε τήν πνευμα­τική της δί­ψα. Αὐτό διεῖδε, ἐκτί­μησε καί θεράπευσε ὁ ἀπόστολος, προσ­φέ­ρον­τάς τους τήν ἀλήθεια, τή λύτρωση καί τήν ἐν Χριστῷ ἐλευθερία. Ἦρθε στήν Ἑλλάδα, γιά νά γκρεμίσει καί νά χτίσει. Γκρέμισε τά κά­στρα τοῦ διαβόλου καί τῶν ὀργάνων του, γιά νά μεταστοιχειώσει τόν κό­σμο σέ καινή κτίση, ἀντανάκλαση τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ· χτύπησε τόν συγκρητισμό καί τήν εἰδωλολατρία μιλώντας στήν καρδιά τῆς σοφίας, γιά νά σπείρει τήν ἀληθινή πίστη στόν «Ἰησοῦν καὶ τὴν ἀνάστασίν» του· σφυ­ρο­κόπησε τήν ἠθική παραλυσία, γιά νά ὑποδείξει καί νά ἐξυμνήσει τήν «καθ’ ὑπερβολὴν ὁδόν», τήν ἀγάπη. Κι ὅπως ὁ νεκρεγέρτης Κύριος θεράπευσε ἀ­σθενεῖς κι ἀνέστησε νεκρούς, ἔτσι κι ὁ ἀπόστολός του ἀνέστησε πραγματικά τήν Ἑλλάδα, τότε πού ὅ­λοι τή θεωροῦσαν νεκρή (finis Graeciae).
   Ἑβραῖος ὁ ἴδιος, μεγαλωμένος ὅ­μως στήν ὄχι ἄσημη Ταρσό, ὅπου ἡ ἑλληνική νοοτροπία ἦταν ἔκδηλη σέ ὅ­λους τούς τομεῖς, μίλησε κι ἔγραψε στά ἑλληνικά· ἀποθησαύρισε στήν ἑλ­ληνική ὅλο τόν πλοῦτο τῆς πίστης καί τῆς διδασκαλίας γιά τήν κατά Χριστόν πίστη καί ζωή. Ἀνέδειξε ἔτσι τήν ἑλληνική γλῶσσα μόνιμο ἐργαλεῖο ἐπικοινωνίας γιά ὅλο τόν χριστιανικό κόσμο. Ἀξιοθαύμαστη ἡ φραστική του εὐστοχία, ἡ ἀκριβής καί πυκνή διατύπωση τῶν ὑψηλῶν νοημάτων. Γιά τή σωστή μεταφορά τους δημιουργεῖ πολλές φορές ὁ ἴδιος και­νούρ­γιες λέξεις, προκειμένου νά ἐκ­φράσει ὅ,τι δι’ ἀποκαλύψεως Ἰη­σοῦ Χρι­στοῦ παρέλαβε. Μέ τόν τρό­πο αὐ­τό πλούτισε τό ἑλληνικό λεξι­λό­γιο. Ὁ χριστιανισμός προσέφερε τό περιεχόμενο, ὁ ἑλληνι­σμός τό εἶδος καί τίς μορφές μέ τίς ὁποῖες διατυπώθηκε καί περιβλήθηκε ἐ­κεῖ­νος. Ὁ Παῦλος ἐγκέντρισε τήν χριστιανική ἀλήθεια στήν ἑλληνική καλ­λιέλαιο. Καί κατά τό ψαλμικό, «ἀ­νε­καινίσθη ὡς ἀετοῦ ἡ νεότης» της. Ἔτσι ὁ ἑλ­ληνισμός ἀξι­ώθηκε νά καταστεῖ ὁ πρωτότοκος τῆς χριστιανικῆς κολυμβήθρας μέ ἀ­νάδοχο τόν Παῦλο. Εἶναι ὁ θεμελιωτής τῆς νέας ἑλληνικῆς μας ζωῆς. Ἐκεῖνος χάλκευσε τούς ἀκατάλυτους δεσμούς μεταξύ χριστιανισμοῦ καί ἑλληνισμοῦ.
   Ἐδῶ ὁ Παῦλος συνάπτει τήν ἐκ­κλησία μέ τόν ἑλληνισμό. Ἡ Κύπρος, οἱ ἑλληνικές πόλεις τῆς Μικρᾶς Ἀσί­ας, οἱ Φίλιπποι, ἡ Θεσσαλονίκη, ἡ Βέροια, ἡ Ἀθήνα, ἡ Κόρινθος ἀντιβοοῦν τό ὄνομά του καί διαλαλοῦνται μέχρι καί σήμερα, ὅπου κηρύττεται τό εὐ­αγ­γέλιο. Οἱ κάμποι καί οἱ βουνοπλαγιές τους ἀναμεταδίδουν ἀκόμη τήν ἠχώ τῶν λόγων του, βεβαιώνοντας ταυτόχρονα καί τό ἔνδοξο ἑλληνικό παρελθόν τους.
   Αὐτή ἡ σύνδεση χριστιανισμοῦ καί ἑλληνισμοῦ διευκόλυνε ἀφάνταστα τό κήρυγμα, ἐξάπλωσε ταχύτατα τό εὐαγγέλιο καί αὔξησε τήν Ἐκκλησία. Τό ἱεραποστολικό ἔργο τοῦ Παύλου βρῆκε πρόσφορο ἔδαφος στόν χῶρο τῆς ἑλληνικῆς γῆς, ἀποτέλεσε στή συνέχεια τήν ἀσφαλῆ πύλη καί τήν κατάλληλη ὁδό γιά νά μεταλαμπαδευθεῖ καί νά ἑξακτινωθεῖ ἡ ἀληθινή πίστη «ἕως ἐσχάτου τῆς γῆς» (Πρξ 1,8).
  Ὄντως εὐεργετική καί σωτήρια ἀ­ποδείχθηκε γιά τόν ἑλληνισμό ἡ συμβολή καί πνοή τοῦ εὐαγγελίου. Τοῦ ἔδωσε νέες προοπτικές. Γιά χί­λια καί πλέον χρόνια ἔζησε ἡμέρες δόξας καί μεγαλείου. Μά καί κατά τούς χρόνους τῆς δουλείας διέσωσε τήν ἑλ­ληνική γλῶσσα καί διαφύλαξε τόν ἑλληνικό λαό συσπειρωμένο γύ­ρω ἀ­πό τήν ἐκκλησία του. Λειτουργώντας ὡς ἀσπίδα προστασίας δια­φύλαξε τήν πολιτιστική καί ἐθνική ταυτότητα καί δέν τόν ἄφησε νά ἀ­φομοιωθεῖ ἀπό τούς κατακτητές του. Ἄς ἀναλογισθοῦν τίς εὐθύνες τους ἀπέναντι στό μέλλον οἱ ἐπίδοξοι ἀναθεωρητές τῆς ἱστορίας καί τοῦ Συντάγματος, πού ἐπιθυμοῦν τή λοβο­τομή τοῦ ἔν­δοξου παρελθόντος καί τόν χωρισμό ἐκκλησίας - πολιτείας!
   Αἰώνια καί ἄπειρη ἡ εὐγνωμοσύνη μας στόν ἀπόστολο Παῦλο καί στούς συνεργούς του, γιατί «ἐν παθήμασι καὶ αἵμασι πολλοῖς» ρίζωσαν στήν πατρίδα μας τήν ἐκκλησία. Στεντόρεια σήμερα ἀπευθύνεται σ’ ἐμᾶς ἡ φωνή του: «Στήκετε καὶ κρατεῖτε τὰς παραδόσεις» (Β´ Θε 2,15). Οἱ καιροί ἀ­παι­τοῦν ἀγῶνες καί ἐγρήγορση! Ὥ­ρα, λοιπόν, «ἡμᾶς ἐξ ὕπνου ἐγερ­θῆ­ναι» (Ρω 13,11), γιά νά ἀνανήψουμε καί   νά ἀκολουθήσουμε τά προστάγματα τοῦ εὐαγγελίου. Τό ὀφείλουμε στή μακρά φά­­λαγ­γα τῶν προγόνων μας, πού κράτησαν ἀναλλοίωτο τό μήνυ­μά του. Τό ὀφείλουμε στά παιδιά μας, γιά νά μεταδώσουν καί αὐτά στίς ἑ­πόμενες γενιές ἀνόθευτο τόν χριστιανισμό καί τόν ἑλληνισμό. Τό ὀ­φείλουμε στόν ἀπόστολο Παῦλο, τοῦ ὁποίου τό ἔργο θά συνεχίσει νά ζῆ καί ἡ ἀποστολική ἐκκλησία πού ἵδρυ­σε ἐδῶ θά κρατύνεται καί, ὅσο κι ἄν διογκώνεται τό πάθος καί τό μέ­νος τῶν ἐκ­κλη­σιομάχων, «πύλαι ᾅδου οὐ κατι­σχύ­σουσιν αὐτῆς» (Μθ 16,18). «Ἀν­­δρί­ζεσθε, κρα­ταιοῦσθε!» (Α´ Κο 16,13).

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

"Ἀπολύτρωσις", Ἰούν.-Ἰούλ. 2018