Ὁ ἥρωας τοῦ «Βάλτου»

  agras Εἶναι μερικοί ἄνθρωποι πού διαφέρουν ἀπό τούς ἄλλους, πού δέν ἐπαναπαύονται στά κοινά καί τετριμμένα, πού δέν ἀκολουθοῦν τό κατεστημένο τῆς ἐποχῆς τους, γιατί ἡ μαγνητική τους βελόνη δονεῖται ἀπό μεγάλα καί ὑψηλά. Τέτοιες σκέψεις κατακλύζουν τόν καθένα, ὅταν σταθεῖ μπροστά στή μορφή τοῦ καπετάν Ἄγρα, μακεδονομάχου ἀπό τούς Γαργαλιάνους τῆς Μεσσηνίας.
   Ἀπό μικρό παιδί πού μεγαλώνει στό μαγευτικό Ναύπλιο ὁλόκληρη ἡ σκέψη καί ἡ καρδιά του κλίνει σέ μιά ἐπιθυμία μονάχα -«θά γίνω ἀξιωματικός καί θά πάω στόν πόλεμο»-, πού μέ τά χρόνια γίνεται πόθος καυτός καί ἀσίγαστος. Τοῦτα τά τολμηρά καί ἐπικίνδυνα σχέδια πού καταστρώνει ὁ Τέλλος Ἀγαπηνός -αὐτό ἦταν τό πραγματικό του ὄνομα- ματαιώνουν τά ὄνειρα τοῦ ἐφέτη πατέρα του, ἀλλά καί ταράσσουν τά φυλλοκάρδια προπάντων τῆς μητρικῆς καρδιᾶς.
   Καί θά περίμενε κανείς πώς σταματᾶ νά πλάθει ὄνειρα σάν γίνεται τό «ὡραῖο εὐελπάκι» καί στή συνέχεια «ὁ ὡραῖος ἀξιωματικός τῆς ὁδοῦ Πατησίων», πού τοποθετεῖται ὡς ἀνθυπολοχαγός στή φρουρά Ἀθηνῶν, στό 7ο σύνταγμα πεζικοῦ. Ὅμως ἡ ἀνήσυχη φύση του δέν βολεύεται κι οὔτε ἐφησυχάζει. Γι᾿ αὐτό, μιά μουντή μέρα τοῦ Φλεβάρη τοῦ 1902, ὁ Τέλλος παρουσιάζεται στόν διάδοχο Κωνσταντῖνο κι ἐπίμονα τόν παρακαλεῖ νά τόν στείλει στά σύνορα. Ὁ διάδοχος μέ τήν ἔκπληξη ζωγραφισμένη στό πρόσωπό του μπόρεσε νά τοῦ πεῖ· «Οἱ συνάδελφοί σου χαλοῦν τόν κόσμο νά ἔλθουν εἰς τάς Ἀθήνας, γιά νά γυαλίζουν τίς μπότες τους στοῦ "Γιαννάκη" -ἀριστοκρατικό καφενεῖο- καί σύ γυρεύεις νά πᾶς στά σύνορα…». Καί γυρίζοντας στόν στρατηρό Σαπουντζάκη· «Ἔλα ἐδῶ νά ἰδεῖς μία ἐξαίρεση».
   Ναί, ὁ εὐπατρίδης ἀνθυπολοχαγός ἔκανε πλέον τήν ἐπιλογή τῆς δικῆς του καριέρας. Ἀπό τά θέλγητρα, τίς ἀπολαύσεις καί τίς ἀθηναϊκές ἀνέσεις προτιμᾶ τήν περιπέτεια τῆς ἀκριτικῆς στρατιωτικῆς ζωῆς. Ἀφήνει, λοιπόν, τόν ἐλεύθερο ἀέρα τῆς Ἀθήνας κι ἔρχεται νά ἀφουγκραστεῖ τό βογγητό τῶν σκλαβωμένων ἀδελφῶν τῆς Μακεδονίας, νά σμίξει τό δάκρυ του μέ τό δικό τους καί νά ταυτίσει τούς ὁραματισμούς του μέ τή μεγάλη μέρα τοῦ λυτρωμοῦ τους. Στό ἔργο πού ἐπωμίζεται, ρίχνεται μέ πάθος καί ἀλλάζει τή ζωή του συθέμελα.
   Μές στή λίμνη τῶν Γιαννιτσῶν μέ τίς ἀποπνικτικές ἀναθυμιάσεις, ὅπου ὀργιάζουν οἱ πυρετοί, οἱ ρευματισμοί κι οἱ θανατηφόρες ἑλονοσίες, ἀναμετριέται μέ τίς βουλγαρικές συμμορίες καί περνᾶ στήν ἱστορία τοῦ Μακεδονικοῦ ἀγώνα ὡς ὁ θρυλικός καπετάν Ἄγρας. Κι ἐνῶ ἡ ὑγρασία, τό ἕλος ὑποσκάπτουν τήν ὑγεία του, ὁ πυρετός φλογίζει τό σῶμα του, τά κουνούπια πίνουν το αἷμα του κι οἱ ἀβδέλλες τό κορμί του, ὁ τιτάνιος ἀγώνας του μέ τούς ἐξαρχικούς συνεχίζεται ἀμείλικτα καί μέ ἐπιτυχία.
   Δόξες καί τιμές, παράσημα καί γαλόνια ταιριάζουν στόν θερμό αὐτό πατριώτη, πού περιορίζει σημαντικά τίς κινήσεις τοῦ ἐχθροῦ, κατακτᾶ κομμάτια τῆς ἑλληνικῆς Μακεδονίας καί σώζει πληθυσμούς ἀπό τά νύχια τῆς βουλγαρικῆς λαίλαπας. Ἡ Ἀθήνα βέβαια δέν ἔχει τή χαρά νά τόν παρασημοφορήσει, γιατί κάποιοι ἄλλοι -ὁ Ζλατάν καί ὁ Κασάπτσε- προλαβαίνουν καί τῆς τήν κλέβουν, ἀπαγχονίζοντας στίς 7 Ἰουνίου τοῦ 1907 τόν λεβέντη της, τό καμάρι της. Ὅμως τό αἷμα του, τό κακοποιημένο σῶμα του γιά μιά ἐλεύθερη ἑλληνική Μακεδονία ἀπαιτοῦν ἀπό μᾶς πού ἀπολαμβάνουμε τούς καρπούς τῶν θυσιῶν του, νά σεβαστοῦμε τόν ἐθνομάρτυρα, ἀσφαλίζοντας τούτη τή γῆ, πού εἶναι κτῆμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ, κομμάτι τῆς ψυχῆς του.

Ἑλληνίς

"Ἀπολύτρωσις" 49 (1994) 112-113