ΘΑΝΑΤΟΥ ΕΟΡΤΑΖΟΜΕΝ ΝΕΚΡΩΣΙΝ

anastasi Ἕνα ἀπό τά πιό κρίσιμα καί βασανιστικά ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώ­που μέ διαχρονική διάρκεια εἶναι ὁ θάνατος. Καθώς στεκόμαστε μπροστά στό νιόσκαφτο μνῆμα ἑνός συγγενικοῦ ἤ φιλικοῦ μας προσώπου ἀναρωτιό­μαστε «γιατί;». Γιατί ὁ ἄνθρωπος πεθαίνει; Γιατί ἐνῶ μόλις προηγουμένως μιλοῦσε, ἐργαζόταν, γελοῦσε καί ἀπολάμ­βανε τήν χαρά τῆς ζωῆς, τώρα κείτεται στό χῶμα ἄψυχος, ἕνα κουφάρι, πού σέ λίγο θά λειώσει καί θά χαθεῖ; Καί πολλές φορές μέσα στήν θλίψη καί στήν ὀδύνη μας ἐγ­καλοῦμε τόν ἴδιο τόν Θεό. Σκεφτό­μαστε ὅτι ἄν ὁ Θεός εἶναι ἀγάπη, πῶς ἀνέχεται νά καταστρέφεται καί νά παραδίδεται στήν φθορά τό πλάσμα του;
 «Γλυκειά ἡ ζωή κι ὁ θάνατος μαυρίλα», ἔγραψε ὁ ποιητής καί ἔτσι εἶναι. Μόνο πού αὐτή ἡ κατάσταση πού προκαλεῖ τρόμο καί ἀπέχθεια, πού δέν διακρίνει ἀνάμεσα σέ νέους καί γέροντες, πού ἀφήνει πίσω της ξολοθρεμό καί πένθος, εἶναι δική μας, ἀνθρώπινη ἐπιλογή καί ὄχι ἔργο τοῦ Θεοῦ.
 Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο γιά νά ζήσει αἰώνια, νά μήν πεθά­νει ποτέ. Τόν δημιούργησε βέβαια θνητό, ἀλλά μέ τήν δυνατότητα τῆς ἀφθαρσίας καί τῆς ἀθανασίας. Τί ἔπρεπε νά κάνει ὁ ἄνθρωπος; Νά παρα­μείνει πιστός στό θέλημα τοῦ Δημιουργοῦ του. Ὄχι διότι ὁ Κύριος ἤθελε νά εἶναι τό πλάσμα του ἐξάρτημά του καί νά τοῦ ἐπιβάλλεται, ἀλλά διότι δέν ὑπῆρχε ἄλλος τρόπος. Γιά νά ζήσει ὁ ἄνθρωπος ἔπρεπε νά παραμεί­νει συνδεδεμένος μέ τήν πηγή τῆς ζωῆς, τόν Θεό. Ἀλλιῶς θά πέθαινε.
 Ἡ συνέχεια εἶναι γνωστή. Ὁ ἄνθρωπος ἀσκώντας τήν ἐλευθερία του ἐπέλεξε νά διακόψει τήν σχέση του μέ τόν Κύριο καί νά αὐτοθεωθεῖ. Πί­στεψε στόν Σατανᾶ καί στόν ἐγωιστικό λογισμό του. Μόνο πού αὐτή ἡ ἐπιλογή του ἀντί γιά τήν θέωση τόν ὁδήγησε στό βάραθρο τοῦ θανάτου. Ὁ θάνατος πλέον παγιώθηκε στήν ὕπαρξή του καί τήν ἀλλοίωσε ριζικά. Ὁ Ἀδάμ καί ὁλόκληρη ἡ γενιά του, ἡ ἀνθρωπότητα, θά ἦταν στό ἑξῆς κατα­δικασμένη σέ ἀφανισμό.
 Ἀπό τότε ὁ ἄνθρωπος παλεύει συνεχῶς γιά νά ξεπεράσει αὐτή τήν ἀπειλή. Καί παλεύει μέ πάθος. Κάθε δευτερόλεπτο πού περνᾶ, ἡ ἀνα­πνοή του καί τό χτύπημα τῆς καρδιᾶς του διαδηλώνουν αὐτή τήν ἀγωνία του. Κάθε τι πού κάνει, τό νερό πού πίνει, ἡ τροφή πού τρώει, ὅταν δου­λεύει, ὅταν γλεντάει, ὅταν μισεῖ, ὅταν ἐρωτεύεται, ὅταν πολεμάει, ὅταν φέρνει παιδιά στόν κόσμο, ὅλα ἀντηχοῦν τήν ἀπελπισμένη κραυγή του: «Θέλω νά ζήσω, δέν θέλω νά πεθάνω!».
 Καί δέν θά ὑπῆρχε λύτρωση ἀπ’ αὐτή τήν κατάρα, ἄν ὁ Κύριος δέν ἐπενέβαινε γιά νά μᾶς σώσει.
 - Μά ὑπάρχει σωτηρία ἀπό τόν θάνατο; θά ρωτήσεις.
 Ναί, ὑπάρχει. Μᾶς τήν χάρισε Αὐτός πού μᾶς ἔφερε στήν ὕπαρξη, καί μάλιστα μέ ἀσύλληπτο προσωπικό κόστος. Πράγματι, εἶδε ὁ Θεός τό πλά­σμα του σ’ αὐτή τήν φοβερή κατάσταση καί τό συμπόνεσε. Αὐτός ἤθελε τόν ἄνθρωπο μικρό θεό καί υἱό του, ὅμως ἐκεῖνος ἔγινε δέσμιος τῆς φθο­ρᾶς καί τοῦ θανάτου. Καί τί ἔκανε γιά νά τόν ἀπαλλάξει ἀπ’ αὐτή τήν τρα­γω­δία; Τό ἀδιανόητο: ἀποφάσισε νά γίνει ὁ ἴδιος ἄνθρωπος. Νά κάνει ἱστο­ρία του τήν θλιβερή ἱστορία μας.
 Ἀπό τότε, ἀπό τόν στάβλο τῆς Βηθλεέμ, ὅπου σαρκώθηκε τό μονα­δικό αὐτό θαῦμα, ὁ θεάνθρωπος πλέον Κύριος δοκίμασε ὅλη τήν πίκρα τῆς ἀν­θρώπινης ζωῆς. Ἔζησε φυγάς, κυνηγημένος, δούλεψε σκληρά, ἀποδοκιμάστηκε, ἀπορρίφθηκε ἀπό τούς δικούς του καί πάνω ἀπ’ ὅλα γεύθηκε κι αὐτός τό ποτήρι τοῦ θανάτου. Τήν παραμονή τοῦ ἑβραϊκοῦ Πάσχα κα­τα­δι­κάστηκε ἀπό τούς ἐχθρούς του σέ θάνατο καί ἄφησε τήν τελευταία του πνοή καρφωμένος πάνω σ’ ἕνα σταυρό.
 Ὡστόσο ὁ θάνατός του δέν ἦταν τό τέλος. Ἦταν ἀντίθετα μιά μεγα­λειώδης ἀρχή. Τρεῖς ἡμέρες ἀφότου πέθανε, ἀναστήθηκε καί ἐμφανί­στηκε στούς μαθητές του ζωντανός καί ἔνδοξος. Ἔτσι ἔπρεπε νά γίνει. Ἔπρεπε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ νά μπεῖ στήν κατάσταση τοῦ θανάτου, ὅπως ὅλοι οἱ ἄνθρωποι, ὥστε μέ τήν ἀνάστασή του νά τήν ἀνατρέψει. Μέ τήν ἀνάστασή του ὁ Χριστός ἄλλαξε ἐντελῶς τά δεδομένα: ἕνας ἄνθρωπος, ὁ Ἰησοῦς ἀπό τήν Ναζαρέτ, διασπᾶ τό ἀτσάλινο δίχτυ τοῦ θανάτου καί γκρεμίζει μιά γιά πάντα τήν δύναμή του.
 Ἀπό τότε, ἀπό τήν λαμπρή ἐκείνη αὐγή τῆς Ἀνάστασης, ὅποιος θέλει, χορταίνει ζωή καί φῶς καί νικᾶ τόν θάνατο. Πῶς; Μέσα στήν Ἐκκλησία. Τί εἶναι τό Βάπτισμα καί ἡ θεία Εὐχαριστία; Μπόλιασμα τοῦ μελλοθάνα­του ἀνθρώπου μέ τόν ἀναστημένο Χριστό. Κι ὅπως τά μπολιασμένα ἀγρι­όδεντρα γίνονται ἥμερα, ἔτσι ἀκρι­- βῶς συμβαίνει καί μέ τόν ἄνθρωπο: ὁ Χριστός, πού ζῆ μέσα του, ἑνώνει τά κύτταρα καί τό αἷμα του μέ τά κύτ­τα­ρα καί τό αἷμα τοῦ πλάσματός του καί ἡ ἀνάστασή του γίνεται ἀνά­στα­σή μας.
 - Ὅμως ὁ θάνατος ἐξα­κο­λουθεῖ νά θριαμβεύει, θά πεῖς.
 Ναί, ἀλλά ὄχι γιά πάντα. Κά­ποια στιγμή πού ὅρισε ὁ Θεός, οἱ ἀδελφοί μας θά ἀνα­στη­θοῦν μέ τήν δύναμη τῆς ἀνάστασης τοῦ Χριστοῦ. Ὁ Κύρι­ος τερμάτισε ἀμετά­κλη­τα τήν ἐξου­σία τῆς φθορᾶς.
 Ἀδελφέ μου, πού στέκεσαι ἔν­τρο­μος μπροστά στόν θά­νατο, ὅπως κι ἐγώ, θάρρος! Εἶναι Πάσχα, εἶναι Ἀνάσταση, πού σημαίνει ὅτι γιορτά­ζουμε καί πανηγυρίζουμε τήν νέκρω­ση τοῦ θανάτου. Θά θλιβό­μα­στε βέ­βαια γι’ αὐτούς πού φεύγουν, ἀλ­λά ὄχι ἀπελπισμέ­να, ὅπως θλίβονται οἱ ἄπιστοι. Ὁ λευκός σταυρός πάνω στά μνήματα δέν εἶναι σύμβολο τοῦ θα­νά­του ἀλλά τῆς ζωῆς, σινιάλο τῆς αἰ­ωνιότητας. Ἄς ψάλουμε λοιπόν μα­ζί μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο τόν γλυκό ὕμνο τῆς ἀνάστασης κι ἄς εὐ­φραν­θοῦμε διότι «ὁ θάνατος ἀφανί­στηκε· ἡ νίκη εἶναι πλή­ρης! Θάνατε, ποῦ εἶ­ναι τό κεν­τρί τῆς δύναμής σου; Ἅδη, ποῦ εἶναι ἡ νίκη σου;… Ἄς εὐ­χαρι­στοῦμε τόν Θεό πού μᾶς δί­νει τήν νίκη διά τοῦ Κυρίου μας Ἰη­σοῦ Χριστοῦ» (Α´Κο 15,54-55. 57).
Χριστός ἀνέστη, ἀδελφέ μου!  

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας

"Ἀπολύτρωσις", Ἀπρ. 2018