Ἀξιοπιστία καί θεοπνευστία τῆς Παλαιᾶς

old testament bible c Διατηρώντας τή νέα χρονιά τή στήλη «Προσεγγίσεις στήν Παλαιά Διαθή­κη», θά ἐπιχειρήσουμε μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά προσεγγίσουμε τά ἱστορικά της βιβλία. Οἱ ἀναγνῶστες τοῦ περιοδικοῦ μας, πρίν ἀπό χρόνια, εἶχαν τήν εὐ­καιρία νά ἔλθουν σέ ἐπαφή μέ τόν προφητικό λόγο, ἐνῶ τελευταῖα πῆραν μιά γεύση ἀπό τό Ψαλτήρι, πού ἀνήκει στά ποιητικά της κείμενα. Φέτος, θά κά­νουμε μιά ξενάγηση σέ βασικούς σταθμούς τῆς ἱστορίας τῆς Παλαιᾶς Δια­θήκης. Ὁδηγός μας σ᾿ αὐτήν τήν ξενάγηση θά εἶναι τά μαθήματα τοῦ μα­κα­ρι­­στοῦ διδασκάλου τῆς Ἀδελφότητός μας κ. Στεργίου Σάκκου, ὁ ὁποῖος ἑρμήνευσε «Ἐκλεκτές περικοπές τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης» σέ Κύκλους μελέτης τῆς Ἁγίας Γραφῆς.
 Ἡ πολεμική, βέβαια, ἐναντίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης δέν ἔπαψε καί στίς μέ­ρες μας νά ὑφίσταται. Ἐξαπολύονται συχνά ποικίλες κατηγορίες καί σφο­δρές ἐπι­θέσεις. Φοβερότερος ἐχθρός, ὡστόσο, παραμένει ἡ ἄγνοια τῶν πι­στῶν. Γιά τόν λόγο αὐτό, θεωροῦμε ἀναγκαία ὄχι μόνο τή διατήρηση αὐτῆς τῆς στήλης, ἀλλά καί τήν εἰσαγωγή πού ἀκολουθεῖ σχετικά μέ τήν ἀξιοπιστία καί τή θε­ο­πνευστία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.
 Στά περιορισμένα ὅρια ἑνός ἄρ­θρου ἀσφαλῶς δέν θά ἦταν δυνατόν νά ἀνα­πτυχθεῖ ἕνα τόσο σοβαρό θέ­μα ὅπως εἶ­ναι ἡ ἀξιοπιστία καί ἡ θεο­πνευστία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης. Ἐν­τούτοις, ἔστω καί λίγες μόνο ἀπό τίς μαρτυρίες ἀρκοῦν γιά νά κατατο­πί­σουν καί νά πείσουν κάθε ἀπροκα­τά­ληπτο ἐρευνητή.
 Γιά τήν ἀξιοπιστία καί τή θεο­πνευ­­στία τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης μαρ­τυρεῖ ὁ ἴδιος ὁ Κύριος (βλ. Μθ 22,43· Λκ 24, 25-27.43-44), ἀλλά καί ὅλη ἡ Καινή Διαθήκη, καθώς βρίσκουμε διά­σπαρ­τα στά βιβλία της ἑκατον­τάδες χωρία τῆς Παλαιᾶς Δια­θήκης. Ὅσοι, λοιπόν, ζητοῦν νά ἀπορρί­ψουν τήν Παλαιά Διαθήκη, ἀπορρίπτουν οὐσια­στικά καί ἕνα μεγάλο μέρος τῆς Και­νῆς Διαθή­κης.
 Ξεκάθαρη καί διαφωτιστική εἶναι ἡ μαρτυρία τοῦ ἀποστόλου Παύλου· «Πο­λυμερῶς καὶ πολυτρόπως πάλαι ὁ Θεὸς λαλήσας τοῖς πατράσιν ἐν τοῖς προφή­ταις, ἐπ᾽ ἐσχάτου τῶν ἡμερῶν τούτων ἐλάλησεν ἡμῖν ἐν υἱῷ» (Ἑβ 1, 1-2). Ὁ Θε­ός πού μίλησε στά χρόνια τῆς Παλαιᾶς Δια­θήκης μέ τούς προφῆτες, ὁ ἴδιος Θεός μίλησε καί στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθή­κης μέ τόν Υἱό του.
 Μέ σαφήνεια δηλώνει καί ὁ ἀπό­στο­λος Πέτρος· «Οὐ γὰρ θελήματι ἀν­­θρώπου ἠνέχθη ποτὲ προφητεία, ἀλλ᾽ ὑπὸ Πνεύ­ματος ἁγίου φερόμενοι ἐλάλησαν ἅγιοι Θεοῦ ἄνθρωποι» (Β´ Πέ 1,21). Δέν εἶναι ἀνθρώπινα λόγια οἱ προφητεῖες, ἀλλά λέχθηκαν ἀπό ἅγιους ἀνθρώπους μέ τήν ἔμπνευση τοῦ ἁγίου Πνεύματος.
 Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἰεροσολύμων γρά­φει χαρακτηριστικά στίς Κατη­χή­σεις του: «Ἕνα εἶναι τό ἅγιο Πνεῦμα. Αὐτό φω­τί­ζει τίς ψυχές τῶν δικαίων, αὐτό μιλάει μέ τό στόμα τῶν προφη­τῶν, αὐτό καί μέ τό στόμα τῶν ἀπο­στόλων στά χρόνια τῆς Καινῆς Διαθή­κης».
 Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ἐπί­σης, τονίζει: «Πολλάκις εἶπον ὅτι δύο Διαθῆκαι καὶ δύο παιδίσκαι καὶ δύο ἀδελφαὶ τὸν ἕνα Δεσπότην δο­ρυ­φοροῦσι. Κύριος παρὰ προφήταις κα­ταγγέλλεται· Χριστὸς ἐν καινῇ κη­ρύσ­σεται· οὐ καινὰ τὰ καινά· προέ­λα­βε γὰρ τὰ παλαιά· οὐκ ἐσβέσθη τὰ πα­λαιά· ἡρμηνεύθη γὰρ ἐν τῇ καινῇ». Καί ἡ Παλαιά καί ἡ Καινή Διαθή­κη τόν ἴδιο Κύριο ὑπηρετοῦν. Αὐτός κα­ταγ­γέλλεται ἀπό τούς προφῆτες, αὐ­τός κηρύσσεται καί ἀπό τούς ἀποστό­λους. Δέν πάλιωσε ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὥστε νά τήν παραθεωρήσουμε, νά τήν πετάξουμε καί νά πάρουμε τήν καινούρ­για. Λέγεται παλαιά, διότι προ­ηγήθηκε, γράφτηκε νωρίτερα. Ἡ Καινή Διαθήκη ἀκολουθεῖ καί ἑρμη­νεύει τήν Παλαιά. «Ἐν γὰρ ἀμ­φοτέ­ραις (στήν Παλαιά καί στήν Καινή Δια­θήκη) τὸ Πνεῦμα», σημειώνει ἐπι­γραμματικά ὁ ἅγιος πατέρας. Ἀναφέ­ρει μάλιστα καί τό ἑξῆς παράδειγμα: «Συμ­βαίνει μέ τίς δύο Διαθῆκες ὅ,τι καί μέ τούς δα­σκάλους. Ὁ δάσκαλος πού παρα­λαμ­βάνει τό παιδί ἀπό τή μητέρα του τοῦ μαθαίνει τά πρῶ­τα γράμματα. Ἐ­κεῖ­νος πού τό παραλαμ­βάνει ἀπό προη­γούμενο δάσκαλο τό ὁδηγεῖ σέ ὑψη­λότερη διδα­σκαλία. Αὐτό συνέβη καί μέ τόν Μωυσῆ καί τόν Παῦλο καί τόν Ἰωάννη. Ὁ Μωυ­σῆς παρέλαβε τήν ἀν­­θρώπινη φύση μας, ὅταν αὐτή ἀ­γνο­οῦσε τά πάντα περί τοῦ Θεοῦ, καί τῆς δίδαξε τά πρῶ­τα στοιχεῖα τῆς θεο­γνωσίας. Ἐνῶ ὁ εὐαγγε­λιστής Ἰω­άν­νης καί ὁ ἀπόστο­λος Παῦλος παρέ­λαβαν τούς ἀν­θρώ­πους ἀπό τόν Μω­υσῆ καί τούς ὁδη­- γοῦν ψηλό­τε­ρα».
 Ἡ Παλαιά Διαθήκη, ὅπως διαβά­ζουμε στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων ἦταν τό κύριο ἀνάγνωσμα στίς συνά­ξεις τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Ἀλλά καί μέχρι σή­μερα πλούσια εἶναι ἡ πα­ρου­σία της σέ ὅλες τίς Ἀκολουθίες. Συν­δέονται ἀχώ­ριστα ἡ Παλαιά καί ἡ Και­­νή Διαθήκη ὡς θεόπνευστα ἱερά γράμ­­­ματα. Ἔτσι ὁ Θεός καθόρισε, ὥσ­­τε τό ἕνα βιβλίο νά συμπλη­ρώνει τό ἄλλο στήν ἀλήθεια τῆς σωτηρίας καί νά τό ὁλοκληρώνει ὡς πρός τήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ.
 Εἶναι ἀναγκαῖο, βέβαια, νά γνωρί­ζου­με τό ἑξῆς: Ἡ Πα­λαι­ά Διαθήκη πε­ριέχει τρία μέρη, τό δογματικό, τό ἠ­θικό καί τό τελετουργικό. Τό δογ­μα­τικό μέρος, ἡ ἀποκάλυψη τοῦ ἑνός καί ἀ­λη­θινοῦ Θε­οῦ, μένει στόν αἰώ­να. Τό ἠ­θι­κό, ὁ νό­μος πού κα­­θο­­ρί- ­ζει τίς δια­προ­σωπι­κές μας σχέσεις, στήν Καινή Δια­θή­κη τε­λει­ο­ποι­εῖται. Τό τε­λετουργικό μέ­­ρος, δηλα­δή ἡ ἰου­δαϊ­κή θρησκεία -τά σάβ­βατα, ἡ πε­­ρι­το­μή, οἱ νου­­μηνίες, οἱ θυ­σίες κτλ.-, μετά τήν ἀπο­λυτρωτική θυ­σία τοῦ Κυρί­ου μας καταρ­γεῖται.
 Ἡ πίστη μας στηρίζεται σ᾿ ἕναν μο­ναδικό τρίποδα, ὥστε νά μέ­νει ἀ­σά­λευτη μές στούς αἰ­ῶνες: α) στήν Πα­λαιά Δια­θή­κη, πού πε­ρι­έχει πλῆθος προφητειῶν γιά τό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χρι­στοῦ καί τό λυτρωτικό του ἔργο, β) στήν Καινή Δια­θή­κη, πού μέ τήν ἱστο­ρία της ἔρχεται νά ἐπι­βε­βαι­ώ­σει καί νά ἐκ­πλη­ρώ­­σει ὅσα προφη­τεύ­­θηκαν στήν Πα­λαιά Δια­θή­κη καί γ) στήν παρά­δοση τῆς Ἐκ­κλη­σίας, πού μέ τή θεία λατρεία της μᾶς ἐξασ­φα­λί­ζει τή δυ­να­τότητα νά ἀπο­λαμ­βά­νου­με ἐμπει­ρικά πλέ­ον τή λύ­τρω­ση πού προφη­τεύ­θηκε στήν Πα­λαι­ά Δια­θήκη καί πρα­γμα­το­ποιήθηκε στά χρό­­­­νια τῆς Καινῆς Διαθή­κης.