Θεός ἤ τύχη;

anatoli cἌχ αὐτές οἱ φθινοπωρινές ἀνατολές! Μάγευαν τά μάτια του καί τήν ψυχή του!

Ἐκεῖνα τά σκόρπια σύννεφα πού χρύσιζαν πάνω ἀπό τά βουνά, ἐκείνη ἡ ἀπότομη ἐμφάνιση τοῦ ἥλιου πού μέσα σέ δευτερόλεπτα δέν μποροῦσε πιά οὔτε νά τόν κοιτάξει οὔτε νά τόν φωτογραφίσει!
Ἔμεινε μέ τό κινητό στό χέρι νά κοι­τᾶ γιά ἄλλη μία φορά μία τέτοια ἀνατολή.
Καρέ καρέ τή φωτογράφισε καί τήν ἀποθήκευσε στό κινητό του. Κάθε μέρα ἀπό τό ἴδιο σημεῖο ἀλλιώτικη ἀνατολή! Θαρρεῖς καί βάλθηκε ὁ Θεός νά τοῦ χαρί­ζει κάθε πρωί κι ἕνα ξεχωριστό θέαμα!
Ὁ Θεός!
Χαμογέλασε ὁ Μηνᾶς. Θυμήθηκε ἐ­κείνη τήν καθηγήτριά του πού πρίν δέκα χρόνια, πιτσιρικάς στήν Α´ Γυμνασίου, τήν ἄκουγε μέ ἀνοιχτό στόμα.
Ὁ Θεός δημιουργός! Ὁ Θεός ἔφτιαξε ἀπό ἀγάπη τόν κόσμο! Καί μόνο μία ἀνατολή τοῦ ἥλιου καί μόνο ἕνα ἡλιοβασίλεμα ἀρκεῖ γιά νά παραδεχτεῖς ὅτι ὑπάρ- χει Θεός!
Ἡλιοβασιλέματα εἶχε δεῖ πολλά ὁ Μη­­νᾶς, μά ἀνατολή οὔτε μία!
«Θά σᾶς περιμένω τό Σάββατο τό πρωί στίς ἑπτά ἡ ὥρα στό ἐκκλησάκι τοῦ Ἁι-Γιώργη νά χαροῦμε μαζί τήν ἀνατο­λή», τούς εἶπε μία μέρα ἡ καθηγήτριά τους. «Αὐτή τήν ἐποχή ἡ ἀνατολή τοῦ ἥλιου εἶναι πιό ὄμορφη κι ἀπό τό καλοκαίρι. Μόνο νά ἔχει καλό καιρό».
Κι εἶχε καλό καιρό, καί πῆγαν σχεδόν ὅλα τά παιδιά! Καί πῆγε κι αὐτός!
Τοῦ φάνηκε τόσο ἐκπληκτικό αὐτό πού εἶδε, πού μέχρι νά χαλάσει ὁ καιρός ξυπνοῦσε κάθε πρωί καί ἀνέβαινε στόν λόφο τοῦ Ἁι-Γιώργη.
Ἔβαλε τό κινητό στήν τσέπη του καί πῆρε νά κατηφορίζει τόν λόφο. Ποῦ τή θυμήθηκε σήμερα τήν καθηγήτριά του! Εἶναι ἀλήθεια πώς σάν παιδί τήν ἀγάπη­σε καί τή θαύμασε, μά εἶχε νά τή δεῖ ἀπό τότε πού τελείωσε τό Γυμνάσιο. Καί παρ᾽ ὅλο πού ἐκείνη τοῦ ἔμαθε νά θαυμάζει τίς ὀμορφιές τῆς φύσης, αὐτός τήν ἔ­σβη­σε ἀπό τή μνήμη του, ὅπως ἔσβησε ἀπό τή ζωή του τόν Θεό…
Εἶχε πιά μπεῖ στήν πόλη, ὅταν ἄκου­σε κάποιον νά φωνάζει τό ὄνομά του. Γύρισε ξαφνιασμένος καί μέ χαρά ἀντίκρισε τόν Βλάση, τόν παλιό του συμμαθητή. Τόν ἀγκάλιασε ἐνθουσιασμένος.
-Μή μοῦ πεῖς πώς ἤσουν στόν Ἁι-Γιώργη γιά τήν ἀνατολή! τόν ρώτησε ἔκπληκτος ὁ Βλάσης.
- Θά σοῦ τό πῶ, φίλε μου, ἀπάντησε ὁ Μηνᾶς. Βρέθηκα ἐδῶ καί δέκα μέρες στόν τόπο μου καί κάθε πρωί ρουφάω ὀξυγόνο κι ἀνατολή!
-Ἔ, λοιπόν, τίποτε δέν εἶναι τυχαῖο! εἶπε σφίγγοντάς του τό χέρι ὁ Βλάσης. Ἀπόψε στό πνευματικό κέντρο μιλᾶ ἡ θεολόγος πού εἴχαμε. Τή θυμᾶσαι; Ἦταν ἡ ἀγαπημένη σου καθηγήτρια. Θά ἔρθεις νά πᾶμε μαζί; Θά χαρεῖ σίγουρα ἄν σέ δεῖ!
Τό ὑποσχέθηκε ὁ Μηνᾶς δίχως νά τό καταλάβει. Ἦταν τόση ἡ χαρά του πού συνάντησε τόν παλιό του συμμαθητή! Μά καί ἤθελε στ’ ἀλήθεια νά ξαναδεῖ ἐκείνη τή γυναίκα πού τούς μιλοῦσε γιά τόν Θεό καί φλογιζότανε ὁλόκληρη ἡ ὕ­παρξή της. Ἔτσι ἦταν ἤ ἔτσι τήν ἔβλεπε μέ τά παιδικά του μάτια; Τούς παραδεχότανε τούς ἀνθρώπους πού ζοῦσαν οἱ ἴ­διοι ὅ,τι δίδασκαν. Ἔτσι τόν κέρδισε ἡ ἀθεΐα. Οἱ ἄθεοι γονεῖς τοῦ φίλου του πού σκοτώθηκε καί δέν θέλησαν νά τόν θά­ψει παπάς. Αὐτό γιά τόν Μηνᾶ ἦταν τιμιότητα καί ἀληθινότητα. Κι αὐτή τή γυναίκα τήν παραδέχτηκε, γιατί ἔνιωθε πώς ζοῦσε αὐτά πού τούς ἔλεγε. Ὅμως πέρασαν τόσα χρόνια ἀπό τότε!
- Τίποτα δέν εἶναι τυχαῖο, μονολο­γοῦ­­­σε περπατώντας στόν δρόμο γιά τό σπίτι του ὁ Μηνᾶς. Σήμερα τυχαῖα τήν ἔφερε στή σκέψη του, τυχαῖα συνάντησε τόν Βλάση, τυχαῖα μιλάει τό βράδυ στό πνευματικό κέντρο! Ὅλα τυχαῖα;
Ὅταν ἔφτασε στό σπίτι του οἱ ἄλλοι μόλις εἶχαν ξυπνήσει.
- Καλῶς τόν φυσιολάτρη! τόν πείραξε ἡ μικρή του ἡ ἀδελφή.
- Δέν εἶμαι λάτρης κανενός! τῆς ἀ­πάντησε θυμωμένος. Ἁπλῶς ἔμαθα νά θαυμάζω τή φύση καί τήν ὀμορφιά της!
-Ὡραῖα! τότε πήγαινε ἀπόψε νά ἀ­κούσεις τή θεολόγο σου πού θά μιλήσει μέ θέμα «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θε­οῦ». Θυμᾶσαι; Σάν ἤσουν πρωτάκι μᾶς τρέλαινες μ᾽ αὐτό τόν ψαλμό! Τόν εἶχες μάθει ἀπ’ ἔξω καί καμάρωνες! Πήγαινε νά τῆς πεῖς πώς δέν πιστεύεις στήν ὕ­παρ­ξη τοῦ Θεοῦ καί ὅτι ὅλα δημιουργήθηκαν στήν τύχη! Τοῦ ἐπιτέθηκε θιγμένη ἡ ἀδελφή του.
- Αὐτό τό θέμα ἔχει; τή ρώτησε γεμάτος ἔκπληξη ὁ Μηνᾶς.
Ξαφνιάστηκε ἡ μικρή πού ὁ ἁψίθυμος ἀδελφός της ἔπαψε τόν θυμό του καί τή ρωτοῦσε μέ ἐνδιαφέρον.
-Αὐτό, τοῦ ἀπάντησε παραξενεμένη. Θά πᾶς;
- Θά πάω! ἀπάντησε καί δίχως νά δώσει συνέχεια μπῆκε στό δωμάτιό του καί ἀναζήτησε στή βιβλιοθήκη του τό μι­κρό του ψαλτήρι. Ἦταν ἐκεῖ! Ἄνοιξε στόν 18ο ψαλμό: «Οἱ οὐρανοὶ διηγοῦνται δόξαν Θεοῦ»! Τό εἶχε ὑπογραμμισμένο! Καί στό τέλος ἔγραφε μία σημείωση: Τόν ἔμαθα ὁλόκληρο σήμερα 10 Νοεμβρίου 2006, παραμονή τῆς γιορτῆς μου!
Κοίταξε συγκλονισμένος τή σημείωσή του! Καί σήμερα ἦταν 10 Νοεμβρίου, παραμονή τῆς γιορτῆς του!
- Θεέ μου, ψιθύρισε. Τόσα τυχαῖα; Τόσες συμπτώσεις;
Ἔφτασε στό πνευματικό κέντρο ἀπό τούς πρώτους καί πῆγε καί κάθισε στά πίσω καθίσματα. Κάποιοι φίλοι του πού τόν ἐντόπισαν τόν πλησίασαν μέ ἐπιφύλαξη.
-Κοίτα, Μηνᾶ, μήν πεῖς κάτι καί στεναχωρήσεις τήν κυρία! Δέν ξέρει ὅτι τό παίζεις ἄθεος καί θά ξαφνιαστεῖ. Σ᾽ ἀγαποῦσε πολύ! τόλμησε καί εἶπε ὁ Δημήτρης.
- Μή φοβάστε, δέν θά φέρω κανέναν σέ δύσκολη θέση, ἀπάντησε ὁ Μηνᾶς.
Ἀνέβηκε στό βῆμα ἡ ὁμιλήτρια καί ἁπλώθηκε ἀπόλυτη ἡσυχία. Ξεκίνησε τήν ὁμιλία μέ τήν ἴ­- δια φλόγα πού τούς μιλοῦσε τότε. Ἄνοιξε σέ κάποια στιγμή τό ψαλτήρι γιά νά διαβάσει καί ἔμειναν ὅλοι ἄφωνοι σάν ἄκουσαν ἀ­πό τά τελευταῖα καθίσματα ὁλοκάθαρη τή φω­νή τοῦ Μηνᾶ νά ἀ­παγ­γέλ­λει τόν ψαλμό ὄρθιος ἀπ᾽ ἔξω!
Ὅταν τελείωσε, ἦ­ταν δακρυσμένος κι αὐ­­τός κι οἱ παλιοί του συμ­μαθητές καί ὅλος ὁ κόσμος καί ἡ κυρία!
-Αὔριο τό πρωί πού γιορτάζω θέλω νά μοῦ κάνετε ἕνα δῶρο, εἶπε στούς φίλους του, πού τόν περικύκλωσαν μετά τήν ὁμιλία. Πρίν πᾶμε στήν ἐκκλησιά, στίς ἑπτά ἡ ὥρα νά ἀνεβοῦ­με μαζί μέ τήν κυρία στόν Ἁι-Γιώργη νά δοῦ­με τήν ἀνατολή. Ἄν δέν εἶναι τυχαῖο πού ἐγώ σήμε­ρα εἶμαι ἐδῶ ἀνάμεσά σας, καί -πιστέ­ψτε με- δέν εἶναι, τότε πολύ περισσότερο δέν εἶναι τυχαῖο πού αὔριο τό πρωί θά βγεῖ ὁ ἥλιος ξανά καί θά θαυμάσου­με ἄλλη μία ἀνατολή!
Κοίταξε μέ ἀγάπη τήν κυρία του.
-Τά ἡλιοβασιλέματα τά εἶδα μό­νος μου, τήν ἀνατολή ὅμως μοῦ τή δείξατε ἐσεῖς, τῆς εἶπε, καί ἔπεσε σάν τότε πού ἦταν παιδί στήν ἀγκαλιά της!
 Ε.Β.