Κυρ. Γ΄ Ματθαίου Μθ 6,22-33

῾Η ἐμπιστοσύνη στόν Θεό νικᾶ τή μέριμνα καί τό ἄγχος

  ῾Η εὐαγγελική περικοπή τῆς Γ´ Κυριακῆς τοῦ Ματθαίου ἀποτελεῖ τμῆμα τῆς ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλίας τοῦ Κυρίου πού περιέχεται στά κεφάλαια 5-7. ῞Ολη ἡ συνάφεια (6,19-34) εἶναι ἑρμηνεία καί ἀνάπτυξη τῶν αἰτημάτων τῆς Κυριακῆς προσευχῆς, ἰδιαίτερα τοῦ αἰτήματος «τόν ἄρτον ἡμῶν τόν ἐπιούσιον δός ἡμῖν σήμερον» (6,11), σέ συσχετισμό μέ τό βασικό αἴτημα «ἐλθέτω ἡ βασιλεία σου» (6,10). Στήν περικοπή μας ἀναπτύσσονται δύο θέματα. Στούς στίχους 22-24 ἀναφέρονται οἱ προϋποθέσεις τῆς ἐμπιστοσύνης τοῦ ἀνθρώπου  πρός τόν Θεό, ἐνῶ στούς 25-33 παρουσιάζεται μέ ἁπλά παραδείγματα ἡ πρόνοια τοῦ δημιουργοῦ γιά ὅλα τά δημιουργήματά του καί ἰδιαίτερα γιά τόν ἄνθρωπο. Στή διδαχή αὐτή ὁ ᾿Ιησοῦς ὑψώνει τίς καρδιές τῶν ἀκροατῶν του ἀπό τήν ταραχή καί τή μέριμνα τῶν κοσμικῶν πραγμάτων στήν ἀγάπη καί τήν πρόνοια τοῦ Θεοῦ.


α) ῾Ο ὀφθαλμός, λύχνος τοῦ σώματος (6,22-23)

  ῾Ο Κύριος στόν προηγούμενο στίχο τόνισε ὅτι ἡ διάνοια τοῦ ἀνθρώπου αἰχμαλωτίζεται καί ὑποδουλώνεται σέ ὅ,τι θεωρεῖ θησαυρό· «῞Οπου γάρ ἐστιν ὁ θησαυρός ὑμῶν, ἐκεῖ ἔσται καί ἡ καρδία ὑμῶν» (6,21). Τί βλέπει ὅμως ὁ καθένας γιά θησαυρό ἐξαρτᾶται ἀπό τήν καθαρότητα τῶν ματιῶν του, ἀπό τό πόσο ὑγιῆ εἶναι ὥστε νά διακρίνουν σωστά τά πράγματα.

  6,22-23. ῾Ο λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός· ἐάν οὖν ὁ ὀφθαλμός σου ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τό σῶμά σου φωτεινόν ἔσται· ἐάν δέ ὁ ὀφθαλμός σου πονηρός ᾖ, ὅλον τό σῶμά σου σκοτεινόν ἔσται. Εἰ οὖν τό φῶς τό ἐν σοί σκότος ἐστί, τό σκότος πόσον;
  Τό παράδειγμα τοῦ λύχνου καί τοῦ ὀφθαλμοῦ τό ἀναφέρει καί ὁ Λουκᾶς (11,34-36) ἀλλά περισσότερο ἀνεπτυγμένο.
  ῾Ο λύχνος τοῦ σώματός ἐστιν ὁ ὀφθαλμός: Τό μάτι δίνει φῶς σέ ὅλο τό σῶμα. Σάν λύχνος, λυχνάρι, μπαίνει στό λυχνοστάτη τοῦ σώματος, γιά νά μᾶς φωτίζει νά βλέπουμε καί νά περπατοῦμε.
  Τό μάτι, ὁ ὀφθαλμός, χαρακτηρίζεται ἁπλοῦςπονηρός, καί ὄχι ὑγιής ἤ ἀσθενής, πού ταιριάζουν στό φυσικό μάτι. Μ᾿ αὐτούς τούς χαρακτηρισμούς, καθώς καί μέ τή συνάφεια ὅλης τῆς διδασκαλίας, ὁ Κύριος βοηθάει τούς ἀκροατές του νά ἀντιληφθοῦν ὅτι τούς μιλάει γιά τόν πνευματικό ὀφθαλμό, τά μάτια τῆς ψυχῆς. Τά μάτια αὐτά εἶναι ἡ πίστη, ἡ διάθεση τῆς ψυχῆς, ἡ καλή προαίρεση.
  ῾Ο ἀείμνηστος π. Σεραφείμ Παπακώστας στό βιβλίο του «῾Η ἐπί τοῦ ὄρους ὁμιλία» γράφει· «῾Η ἔννοια τῶν λόγων τούτων τοῦ Κυρίου εἶναι ἡ ἑξῆς· ᾿Επειδή τό μάτι τοῦ ἀνθρωπίνου σώματος εἶναι τό μοναδικόν φωτιστικόν ὄργανόν του, τό λυχνάρι του, ὁ λαμπτήρ του, διά τοῦτο ἡ ὅλη κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου ὡς πρός τό φῶς, ὡς πρός τήν ὅρασιν, ἐξαρτᾶται ἀπό τήν ποιότητα τοῦ ματιοῦ, ἀπό τήν ὑγιεινήν του κατάστασιν. Τοῦτο ἰσχύει καί διά τό μάτι τῆς ψυχῆς. ᾿Από τήν ποιότητα καί τήν ἠθικήν αὐτοῦ κατάστασιν ἐξαρτᾶται ἡ ἠθική κατάστασις τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὅλη ζωή καί κατεύθυνσις αὐτοῦ, ὁ μέγας προορισμός του. ῾Η καρδία, ὁ νοῦς εἶναι μάτι τῆς ψυχῆς».
  ῾Απλοῦς ὀφθαλμός σημαίνει ὑγιής, πού δέν ἀλλοιθωρίζει. ῞Οταν ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς εἶναι πονηρός, ἀσθενής, διότι ἔχει ὑποστεῖ βλάβη καί φθορά ἀπό τήν ἁμαρτία, τότε ὅλον τό σῶμά σου σκοτεινόν ἔσται, εἶσαι βυθισμένος στό σκοτάδι. «Σκόπει μή ὁ νοῦς, ὁ φωταγωγός τῆς ψυχῆς σου, σκοτισθῇ ὑπό τῶν παθῶν», προτρέπει ὁ Ζιγαβηνός. Πρόσεξε μήπως τό φῶς μέσα σου γίνει σκοτάδι, μήπως ἡ ἁπλότητα τῆς ψυχῆς σου διαστρεβλωθεῖ ἀπό κακία, φθόνο, μίσος, ὁπότε βουλιάζεις πιά στήν ἁμαρτία καί τίποτε δέν σέ σώζει. Νά εἶσαι εἰλικρινής καί πρόθυμος νά δεχθεῖς τό φῶς. Καί ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος λέει· «ἐάν προσηλώσῃς τόν νοῦν τῇ τῶν χρημάτων φροντίδι, ἔσβεσας τόν λύχνον, ἐσκότισάς σου τήν ψυχήν». ῾Υπάρχει ὅμως καί ἡ θεραπεία πού προσφέρει ἡ ᾿Εκκλησία μέ τή μετάνοια, πού ἀνανεώνει τό βάπτισμα, καί τή θεία Κοινωνία ἡ ὁποία «θεοῖ τό πνεῦμα, τόν δέ νοῦν τρέφει ξένως», ὅπως λέγεται σέ μιά εὐχή τῆς ἀκολουθίας τῆς θείας Μεταλήψεως.
  ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος μέ μεγάλη παραστατικότητα ἐξηγεῖ· «᾿Ασφαλῶς, λοιπόν, δέν θά προτιμοῦσες νά φορεῖς χρυσά, νά εἶσαι ντυμένος μέ ροῦχα μεταξωτά, καί νά εἶναι χαλασμένα τά μάτια σου, ἀλλά θεωρεῖς τήν ὑγεία τῶν ματιῶν σου πιό ποθητή ἀπό ὅλα αὐτά. Διότι ἄν τήν καταστρέψεις καί τή χαλάσεις, δέν σέ ὠφελεῖ πλέον νά ζῆς. ῞Οπως μέ τήν τύφλωση τῶν ματιῶν, ὅταν σβήσει πιά γι᾿ αὐτά τό φῶς,  χάνεται τό μεγαλύτερο ποσοστό τῆς ἐνεργητικότητος τῶν ἄλλων μελῶν, ἔτσι καί ὅταν καταστραφεῖ ὁ νοῦς σου, ἡ ζωή σου θά γεμίσει ἀπό μύρια δεινά. ῞Οπως, λοιπόν, στή φροντίδα τοῦ σώματος θέτουμε ὡς σκοπό νά ἔχουμε τά μάτια μας γερά, ἔτσι καί στήν ψυχή ἀποβλέπουμε ὥστε νά ἔχουμε ὑγιῆ τό νοῦ. ῎Αν τραυματίσουμε αὐτό πού παρέχει φῶς καί στά ἄλλα, πῶς θά μπορέσουμε νά δοῦμε; ῞Οπως αὐτός πού φράζει τήν πηγή, ξηραίνει τόν ποταμό, ἔτσι καί ὅποιος θολώνει τό νοῦ του, βλάπτει ὅλη τήν δραστηριότητά του στή ζωή αὐτή».
  Οἱ ἄνθρωποι ὁδηγοῦνται στό σκοτάδι διότι μισοῦν τό φῶς. Τά φαῦλα ἔργα τους ξεσηκώνουν στήν ψυχή τους μίσος γιά τό φῶς (βλ.᾿Ιω 3,19-20).
  ῎Αν πολλά σημεῖα τῆς διδασκαλίας τοῦ Κυρίου δέν τά καταλαβαίνουμε, ἄν μᾶς φαίνονται δυσβάστακτα καί μᾶς ἐνοχλοῦν, δέν εἶναι διότι ὁ Θεός μᾶς ζητᾶ ὑπερβολικά πράγματα. Σίγουρα ἀφήσαμε μέσα στόν ἑαυτό μας κάποιο σημεῖο σκοτεινό, μιά πληγή ἀνοιχτή πού κάθε ἄγγιγμά της ἐπιφέρει πόνους. ᾿Ακόμη καί μιά μικρή ἁμαρτωλή ἀπόκλιση διαστρέφει ὅλη τήν ὕπαρξη τοῦ ἀνθρώπου. Χρειάζεται νά κάνουμε σωστή διάγνωση  καί νά ἀποδεχθοῦμε ταπεινά τή θεραπεία. Τό εὐαγγέλιο βρίσκει τόπο στίς ψυχές πού δέχονται νά φωτιστοῦν μέ τό φῶς του, χωρίς νά κρατοῦν σκοτεινά σημεῖα στήν προσωπικότητά τους.
  Εἰ οὖν τό φῶς τό ἐν σοί σκότος, τό σκότος πόσον; ῾Η ἁμαρτία ἐνεργεῖ στό νοῦ καί στήν καρδιά ὅπως ὁ πυκνός καπνός στά σωματικά μάτια πού τά σκοτίζει καί τά τυφλώνει. ᾿Εάν ὁ νοῦς, πού δόθηκε ἀπό τόν Θεό στόν ἄνθρωπο γιά νά τόν φωτίζει καί νά τόν καθοδηγεῖ σωστά στή ζωή του, ἔγινε σκοτεινός ἀπό τήν κακία καί τήν ἁμαρτία, ἔγινε δηλαδή κοσμικός καί διεφθαρμένος, τότε τό σκότος πόσον; Τότε ἡ σάρκα, πού ποθεῖ τά ἔργα τοῦ σκότους, σέ πόσο πυκνό σκοτάδι ἁμαρτίας θά βυθισθεῖ συμπαρασύροντας ὅλο τόν ἄνθρωπο; Τότε πόσο μεγάλη θά εἶναι ἡ κατάπτωση στό σκοτάδι τῆς ἁμαρτίας καί τῆς διαφθορᾶς; Πραγματικός καταποντισμός μέσα στό πέλαγος τῶν κακῶν. ῾Υπάρχει καί στήν ἁμαρτία μία πρόοδος, ἀλλά πρός τό χειρότερο. «῞Οταν ὁ κυβερνήτης βουλιάξει καί σβήσει τό λυχνάρι καί ὁ ἀρχηγός αἰχμαλωτισθεῖ, ποιά ἐλπίδα ἀπομένει στούς ὑπηκόους;», διερωτᾶται ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
  Εἶναι ἀπαραίτητο, λοιπόν, ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὀφθαλμός τῆς ψυχῆς, νά εἶναι καθαρός καί φωτεινός ὥστε νά διακρίνει καί νά ἀξιολογεῖ σωστά. ῎Ετσι θά μπορέσει νά βρεῖ τόν ἀληθινό θησαυρό, τόν Χριστό, καί νά ἐμπιστευθεῖ σ᾿ αὐτόν τή ζωή του.


β) ᾿Αδύτατη ἡ προσκόλληση σέ δύο κυρίους (6,24)

  ᾿Εφόσον μέ ξεκάθαρο νοῦ ὁ ἄνθρωπος ἀνακαλύψει τόν Θεό, πρέπει ἀπό κεῖ καί πέρα νά τόν ὑπηρετήσει ἀποκλειστικά καί ἀφοσιωμένα, νά ἐγκαταλείψει στά παντοδύναμα χέρια του ἐξ ὁλοκλήρου τόν ἑαυτό του, τά σχέδιά του, τίς ἐπιδιώξεις του καί κάθε μικρή καί μεγάλη ἀνάγκη τῆς ζωῆς του. Γι᾿ αὐτό πρέπει νά ἀποβάλει ἀπό τήν καρδιά του ὅλα τά εἴδωλα, τά ὑποκατάστατα τοῦ Θεοῦ ἀπό τά ὁποῖα μέχρι τώρα ζητοῦσε ἀσφάλεια καί δύναμη.
 

  6,24. Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν· ἤ γάρ τόν ἕνα μισήσει καί τόν ἕτερον ἀγαπήσει, ἤ ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει. Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ.
  Μήν ξεγελᾶτε τόν ἑαυτό σας μέ τή σκέψη ὅτι μπορεῖτε νά εἶστε προσκολλημένοι στόν πλοῦτο καί νά ὑπηρετεῖτε καί τόν Θεό, τονίζει ὁ Χριστός.
  Οὐδείς δύναται δυσί κυρίοις δουλεύειν: Κανένας δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος σέ δύο κυρίους. ῾Ο δοῦλος ἀνήκει ἀπόλυτα καί ὁλοκληρωτικά στόν κύριο πού τόν ἀγόρασε. ῾Επομένως δέν εἶναι δυνατόν ν᾿ ἀναγνωρίζει δικαιώματα ἰδιοκτησίας καί σέ ἄλλον.
  ῎Η ἑνός ἀνθέξεται καί τοῦ ἑτέρου καταφρονήσει: ᾿Αντέχομαί τινος σημαίνει προσκολλῶμαι γερά σέ κάποιον καί τόν φροντίζω. ᾿Αντίθετα, τό καταφρονῶ δηλώνει περιφρόνηση καί ἀδιαφορία. Πολύ ὡραῖα ἐκφράζει αὐτή τήν ἀντίθεση ὁ ἅγιος ᾿Ιάκωβος στήν ἐπιστολή του· «῾Η φιλία τοῦ κόσμου ἔχθρα τοῦ Θεοῦ ἐστιν· ὅς ἄν βουληθῇ φίλος εἶναι τοῦ κόσμου, ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καθίσταται» (4,4).
  Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καί μαμωνᾷ: Μαμωνᾶς (πρβλ. Λκ 16,9) εἶναι λέξη συροχαλδαϊκή πού πέρασε στήν ἑβραϊκή. ῎Ετσι ὀνόμαζαν τόν συριακό θεό τοῦ πλούτου γι᾿ αὐτό καί ἡ λέξη κατέληξε νά δηλώνει τόν πλοῦτο, τό θησαυρό, τό κέρδος καί γενικά τά φθαρτά ἀγαθά. «᾿Ονόμασε ἐδῶ (ἡ Γραφή) τόν μαμωνᾶ κύριο, ὄχι ἐξαιτίας τῆς φύσης του, ἀλλά ἐξαιτίας τῆς ταλαιπωρίας πού ὑφίστανται ὅσοι ὑποκλίνονται σ᾿ αὐτόν. ῎Ετσι ἀλλοῦ καλεῖ καί τήν κοιλιά θεό, ὄχι γιά τό ἀξίωμα αὐτῆς τῆς δεσποσύνης, ἀλλά γιά τήν ἀθλιότητα τῶν δούλων της», διευκρινίζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Χαρακτηρίζεται μαμωνᾶς τῆς ἀδικίας, διότι τό χρῆμα εἶναι ἄδικο· κι ὅταν ἀκόμη τό κληρονομοῦμε ἤ οἱ δουλειές μας πᾶνε καλά, καί τότε δέν εἶναι ἀπόλυτα δικό μας, εἴμαστε ἁπλοί διαχειριστές του. ᾿Εάν τό σφετερισθοῦμε, κάνουμε κατάχρηση καί ἡ ἀδικία μᾶς καταστρέφει.
  ῾Η ὑποδούλωση στό χρῆμα ἐκδηλώνεται μέ τό πάθος τῆς πλεονεξίας «ἥτις ἐστίν εἰδωλολατρία» (Κλ 3,5· πρβλ. ᾿Εφ 5,5). «Εἶναι πολύ φρικτό», λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «τό νά γίνεται κανείς δοῦλος τοῦ χρήματος καί νά προτιμᾶ ἀπό τό φόβο τοῦ Θεοῦ τήν τυραννία τοῦ χρυσοῦ». ῞Οσοι δουλεύουν στό μαμωνᾶ, καταφρονοῦν καί μισοῦν τόν Θεό. Δέν μποροῦμε νά δουλεύουμε καί στούς δύο, ἀφοῦ ἡ ὑπηρεσία τους εἶναι ἀσυμβίβαστη καί οἱ παραγγελίες τους εἶναι μεταξύ τους ἀντίθετες. ῞Οσοι δουλεύουν στόν Θεό, καταφρονοῦν καί μισοῦν τό μαμωνᾶ. ῾Ο Θεοφύλακτος γράφει κατηγορηματικά· «᾿Εκεῖνος πού εἶναι προσκολλημένος στόν πλοῦτο καί προσπαθεῖ νά τόν κρατᾶ γιά τόν ἑαυτό του, δέν μπορεῖ νά εἶναι δοῦλος Θεοῦ. ῾Επομένως, ἄν θέλεις νά διαχειρίζεσαι σωστά τόν πλοῦτο, μή γίνεσαι δοῦλος του».
  Καί ὁ ἅγιος Χρυσόστομος διευκρινίζει· «Καί ὁ ᾿Ιώβ ἦταν πλούσιος, ἐν τούτοις ὅμως δέν ὑπηρετοῦσε τόν μαμωνᾶ, ἀλλά τόν ἐξουσίαζε. ῏Ηταν κύριος καί ὄχι δοῦλος. ῞Ολα ἐκεῖνα πού εἶχε κάτω ἀπό τήν ἐξουσία του, τά εἶχε ὡς διαχειριστής ξένων χρημάτων. ῎Οχι μόνο δέν ἅρπαζε τά ξένα, ἀλλά καί τά δικά του τά δώριζε σέ αὐτούς πού εἶχαν ἀνάγκη... γι᾿ αὐτό δέν λυπήθηκε ὅταν ἔχασε τήν περιουσία του. Σήμερα ὅμως δέν εἶναι τέτοιοι οἱ πλούσιοι, ἀλλά συμπεριφέρονται χειρότερα καί ἀπό τούς δούλους, μοιάζουν σάν νά πληρώνουν φόρους σέ σκληρό τύραννο. ῾Η μανία τῶν χρημάτων μοιάζει μέ κάποια ἐξουσία πού κατακυριεύει τό νοῦ τους καί καθημερινά τούς στέλνει διαταγές πού εἶναι γεμάτες ἀπό κάθε παρανομία, καί ὅμως κανείς δέν τίς παρακούει».
  ῾Ο π. Αὐγουστίνος, ἐπίσκοπος Φλωρίνης, διαπιστώνει· «Καί σήμερα ἄν ρίξουμε μιά ματιά στόν κόσμο, θά δοῦμε ὅτι ὁ μαμωνᾶς δέν ἔπαψε νά λατρεύεται. Καί στίς χῶρες ἀκόμη ἐκεῖνες πού ὀνομάζονται χριστιανικές, ἀλλά δέν ζοῦν σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ χρυσός καί ὄχι ὁ Χριστός εἶναι ὁ θεός τοῦ αἰώνα μας. Κράτη μεγάλα καί ἰσχυρά εἶναι ἕτοιμα σάν ἄγρια θηρία νά ὁρμήσουν τό ἕνα πάνω στό ἄλλο γιά τούς ὑλικούς θησαυρούς, γιά τό μαμωνᾶ» (Σταγόνες ἀπό τό ὕδωρ τό ζῶν, σελ. 141-142).


γ) ῾Η πρόνοια τοῦ Θεοῦ γιά μᾶς (6,25-32)

  ῾Η ἐναγώνια μέριμνα ὑποδουλώνει τόν ἄνθρωπο στίς βιοτικές ἀνάγκες. Δείχνει ἔλλειψη ἐμπιστοσύνης στόν Θεό, ὑποτίμηση τῆς ἀγάπης καί τῆς στοργικῆς πρόνοιάς του γιά τόν κόσμο. ῾Ο Κύριος τονίζει τήν ἀλήθεια αὐτή μέ θαυμαστή ἁπλότητα καί μέ εἰκόνες παρμένες ἀπό τήν ἀμέριμνη καί ἀτάραχη φύση πού εἶναι κι αὐτή ἔργο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ.

  6,25. Διά τοῦτο λέγω ὑμῖν, μή μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε καί τί πίητε, μηδέ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε· οὐχί ἡ ψυχή πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καί τό σῶμα τοῦ ἐνδύματος;
  ῾Ο Κύριος ἐξακολουθεῖ νά ἀπευθύνεται πρός τούς μαθητές του ἀλλά καί πρός ὅλους τούς ἀνθρώπους, οἱ ὁποῖοι θέλουν νά γίνουν μέλη τῆς ᾿Εκκλησίας του.
  Διά τοῦτο λέγω ὑμῖν, γι᾿ αὐτό, ἐπειδή γίνεστε σκλάβοι στόν μαμωνά ἀπό τήν ἀγωνία νά ἱκανοποιήσετε τίς βιοτικές ἀνάγκες, γιά νά γλυτώσετε ἀπό αὐτή τήν παγίδα σᾶς προτρέπω· μή μεριμνᾶτε!
  Μέριμνα εἶναι ἡ ὑπερβολική φροντίδα, πού παρασύρει τόν ἄνθρωπο σέ ἔγνοιες καί ἀνησυχίες. ῾Η προτροπή μή μεριμνᾶτε δέν σημαίνει μήν ἐργάζεστε, διότι ἡ ἐπιμέλεια καί ἡ φροντίδα γιά τό καθῆκον δέν λέγεται μέριμνα. Σημαίνει μή φροντίζετε μέ ἀγωνία καί ἀνησυχία καί μήν προσπαθεῖτε νά ἀποθηκεύσετε ἀγαθά γιά ἀργότερα. ῾Η ἀγωνιώδης αὐτή μέριμνα, ἡ ὁποία χαρακτηρίζει ἄτομα καί σύνολα, ἀποτελεῖ τήν ἐξωτερίκευση μιᾶς ἐσωτερικῆς ἀνασφάλειας, τό φόβο μπροστά στό ἄγνωστο μέλλον. ῾Ο Θεός βέβαια δέν θέλει τόν ἄνθρωπο ὀκνηρό καί ἀργό. Τόν θέλει νά ἐργάζεται, νά φροντίζει καί νά προνοεῖ, χωρίς ὅμως νά λησμονεῖ ὅτι «ἐάν μή Κύριος οἰκοδομήσῃ οἶκον, εἰς μάτην ἐκοπίασαν οἱ οἰκοδομοῦντες» (Ψα 126,1).  ᾿Επίσης δέν μᾶς ἀπαγορεύει νά ἐνδιαφερόμαστε γιά τήν τροφή  καί τά ροῦχα μας, ὡστόσο θέλει νά ζοῦμε σέ μία ἀτμόσφαιρα ἤρεμη καί εἰρηνική. Στό βιβλίο τῶν Παροιμιῶν ἐπαινεῖται καί προβάλλεται ὡς ἀνδρεία ἡ γυναίκα ἐκείνη πού δέν ἀσχολεῖται μέ φλυαρίες καί μάταια πράγματα, ἀλλά μέ τήν ἐργατικότητα καί τή νοικοκυροσύνη της στέκεται πολύτιμη βοηθός τοῦ συζύγου της, φροντίζοντας νύχτα μέρα γιά τίς ἀνάγκες τοῦ σπιτιοῦ (βλ. 31,10-28).
  Θά καταλάβουμε τό πνεῦμα τῆς προτροπῆς αὐτῆς, ἄν γνωρίζουμε τήν κατάσταση πού ἐπικρατοῦσε τήν ἐποχή ἐκείνη. Οἱ ἄνθρωποι ἦταν συνήθως γεωργοί καί κτηνοτρόφοι· τά περισσότερα ἀγαθά τά παρήγαγαν καί τά παρασκεύαζαν μόνοι τους. ᾿Αποθήκευαν τό σιτάρι τους γιά νά ἔχουν τό ψωμί ὅλης τῆς χρονιᾶς. Τό ἴδιο ἔκαναν καί μέ ἄλλα προϊόντα πού μποροῦσαν νά διατηρηθοῦν. ῾Ο ᾿Ιησοῦς ὁ ἴδιος δούλευε μέχρι τά 30 του χρόνια. ῎Εκανε χειρωνακτικές ἐργασίες καί σίγουρα θά ἀποθήκευε τό σιτάρι γιά τό ψωμί τῆς χρονιᾶς. Αὐτό πού ἐλέγχει ἐδῶ εἶναι ἡ μέριμνα τοῦ ἀνθρώπου γιά τά ὑλικά ἀγαθά πού φτάνει νά καταπνίγει τό ἐνδιαφέρον γιά τόν Θεό. ῾Ο Κύριος προτρέπει νά μήν ἔχουμε ἀγωνιώδη μέριμνα, ἡ ὁποία συχνά ἐξελίσσεται σέ ἀπληστία καί ἀπελπισία· νά ἐργαζόμαστε, ἀλλά γιά τά ἀποτελέσματα τῆς ἐργασίας νά ἐμπιστευόμαστε στή φιλεύσπλαγχνη πρόνοια τοῦ οὐράνιου πατέρα μας. ῾Η μέριμνα μᾶς ἀπομακρύνει καί ἀπό τά πλέον προσφιλῆ μας πρόσωπα, ἀπό τά ἴδια τά ἀδέλφια μας καί τούς συγγενεῖς μας, ἀπό τούς συνανθρώπους μας. Μᾶς καθιστᾶ ἀντικοινωνικούς, φίλαυτους, μᾶς ἀποπροσανατολίζει ἀπό τόν πραγματικό σκοπό καί προορισμό τῆς ζωῆς μας.
  ᾿Επιπλέον, ἡ μέριμνα βλάπτει καί τήν ὑγεία τοῦ ἀνθρώπου· ἀφαιρεῖ τόν ὕπνο καί προκαλεῖ τρομακτικούς ἐφιάλτες. Καταργεῖ τήν ἐλπίδα καί ξεσηκώνει μέσα στήν ψυχή φόβους. Κάνει τόν ἄνθρωπο νά μή βλέπει τήν αἰσιόδοξη ὄψη τῶν πραγμάτων ἀλλά μόνο τήν ἀποθαρρυντική καί μελαγχολική. ῾Υπάρχουν, μάλιστα, καί περιπτώσεις πού ἡ ὑπερβολική μέριμνα ὁδηγεῖ στήν ἀπελπισία καί στήν αὐτοκτονία.
  Εἶναι ἀξιοπρόσεκτο ὅτι ὁ Κύριος σέ ἄλλη εὐκαιρία βάζει τή μέριμνα παράλληλα πρός τή μέθη καί τήν κραιπάλη (βλ. Λκ 21,34), διότι κι αὐτή θολώνει τό νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ὅπως κι ἐκεῖνες.
  Τῇ ψυχῇ ὑμῶν τί φάγητε: ῾Η ψυχή ἐδῶ ἔχει τήν ἔννοια τῆς ζωῆς. «῎Οχι ἐπειδή ἡ ψυχή ἔχει ἀνάγκη τροφῆς, διότι εἶναι ἀσώματη, ἀλλά ὁ Κύριος μίλησε σύμφωνα μέ τήν κοινή συνήθεια. Διότι ἄν καί δέν ἔχει ἀνάγκη τροφῆς, ἀλλ᾿ ὅμως δέν μποροῦσε μέ ἄλλο τρόπο νά κατοικεῖ στό σῶμα παρά μόνο ἐάν τρέφεται τό σῶμα», λέει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
  Οὐχί ἡ ψυχή πλεῖόν ἐστι τῆς τροφῆς καί τό σῶμα τοῦ ἐνδύματος; ῾Ο Κύριος χρησιμοποιεῖ ἕνα λογικό ἐπιχείρημα. ῾Η ψυχή, ἡ ζωή, εἶναι κάτι πολύ περισσότερο καί ἀνώτερο ἀπό τήν τροφή, ὅπως καί τό σῶμα ἀπό τό ἔνδυμα. ῞Οταν σέ κάποιο ἀτύχημα καταστραφεῖ τό ἔνδυμά μας, μπορεῖ νά στενοχωρηθοῦμε, ἀλλά χαιρόμαστε διότι δέν ἔπαθε τίποτε τό σῶμα μας. ῎Εστω καί ἄν ἐπιζήσουμε πληγωμένοι, καί πάλι χαιρόμαστε. ῎Ετσι μέ τό παράδειγμα αὐτό ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει ὅτι ἔχουμε κάτι ἀνώτερο ἀπό τήν ἐπίγεια ζωή μας, ἀπό τό σῶμα μας. Εἶναι τό πνεῦμα μας, ἡ πνευματική ζωή, ἡ ψυχή μας ὡς ἀθάνατο καί αἰώνιο στοιχεῖο. Γι᾿ αὐτή τήν ψυχή καί τήν αἰώνια ἀποκατάστασή της ὁ Θεός κατέστρωσε ὁλόκληρο τό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας. ᾿Αφοῦ, λοιπόν, φροντίζει γιά τά μεγαλύτερα καί δυσκολότερα, τοῦ εἶναι δύσκολο νά μᾶς ἐξασφαλίσει αὐτά πού εἶναι δευτερεύοντα; ᾿Εκεῖνος μᾶς ἔδωσε τό σῶμα καί τή ζωή· μποροῦμε, λοιπόν, νά ἐμπιστευθοῦμε σ᾿ αὐτόν ὅτι θά μᾶς προμηθεύσει τά ἀναγκαῖα γιά τή διατήρηση καί τήν προστασία τους.

  6,26. ᾿Εμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ, ὅτι οὐ σπείρουσιν οὐδέ θερίζουσιν οὐδέ συνάγουσιν εἰς ἀποθήκας, καί ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος τρέφει αὐτά· οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν;
  ᾿Εμβλέψατε εἰς τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ: ῾Ο Θεοφύλακτος λέγει· «θά μποροῦσε νά προβάλει τούς ἁγίους προφῆτες πού τούς ἔτρεφε ἡ πρόνοια τοῦ Θεοῦ, τόν ᾿Ηλία καί τόν Μωυσῆ γιά παράδειγμα. ᾿Αλλά ἀναφέρει τά πτηνά πρός μεγαλύτερη ντροπή μας». ῾Υπάρχουν πολυάριθμα καί ποικίλα εἴδη πουλιῶν καί ὁ Θεός τά τρέφει καί τά φροντίζει ὅλα. «῎Εγνωκα πάντα τά πετεινά τοῦ οὐρανοῦ» (Ψα 49,11).  Εἶναι σπάνιο φαινόμενο νά βρεθεῖ  κάποιο πουλάκι νεκρό ἀπό πείνα, ἀκόμη καί τό χειμώνα.  
  ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ὑπογραμμίζει ὅτι ὁ Κύριος ὀνομάζει τόν Θεό πατέρα ὑμῶν τῶν ἀκροατῶν του. ῎Ετσι τούς τιμᾶ καί συγχρόνως τούς ἐλέγχει.
  Οὐχ ὑμεῖς μᾶλλον διαφέρετε αὐτῶν; ῾Ο Θεός, ὁ ὁποῖος φροντίζει γιά ὅλα τά πουλιά, προνοεῖ πολύ περισσότερο γιά μᾶς, πού διαφέρουμε τόσο ἀπό αὐτά. ᾿Εμεῖς εἴμαστε θείας καταγωγῆς καί ἀπολαμβάνουμε τήν ἰδιαίτερη φροντίδα του.
  «Σύ διαφέρεις αὐτῶν πολύ· σύ λογικός, ἐκεῖνα ἄλογα· σύ ἀθάνατος, ἐκεῖνα θνητά· σύ δεσπότης, ἐκεῖνα δοῦλα· ἐκεῖνα διά σέ, οὐχί σύ δι᾿ ἐκεῖνα ἐγένου· ἐάν λοιπόν ὁ Θεός τρέφει ἐκεῖνα, πόσῳ μᾶλλον θρέψει σέ, τόν βασιλέα ἐκείνων;», τονίζει ὁ Θεοτόκης.

  6,27. Τίς δέ ἐξ ὑμῶν μεριμνῶν δύναται προσθεῖναι ἐπί τήν ἡλικίαν αὐτοῦ πῆχυν ἕνα;
Τό ρῆμα μεριμνῶ στό στίχο αὐτό δέν σημαίνει μόνο «ἀνησυχῶ», ἀλλά καί «σκέπτομαι, ἐμβαθύνω, ὑπολογίζω μέ φροντίδα».
  Πῆχυς ὀνομάζεται τό μέρος τοῦ βραχίονα ἀπό τόν ἀγκώνα μέχρι καί τήν ἄκρη τοῦ μεσαίου δακτύλου. ῾Η ἀπόσταση αὐτή καθιερώθηκε ἀπό παλιά ὡς μέτρο μήκους, τόν γνωστό μας πῆχυ. ῞Οσο καί ἄν μεριμνᾶ κάποιος δέν μπορεῖ νά προσθέσει οὔτε ἕναν πῆχυ ἐπί τήν ἡλικίαν αὐτοῦ, στό ἀνάστημά του, οὔτε μερικά χρόνια στή ζωή του.
  ῞Ολοι γνωρίζουμε ὅτι τό ἀνάστημα τῶν παιδιῶν αὐξάνει στήν πιό ἀμέριμνη περίοδο τῆς ζωῆς τους, χωρίς καμιά εἰδική προσπάθεια ἀλλά βαθμιαῖα καί ἀνεπαίσθητα μέ τή δύναμη καί τή σοφία τοῦ Θεοῦ. ῞Οταν ὁ Θεός φέρει τό σῶμα στήν κανονική του ἀνάπτυξη, δέν θά τό ἀφήσει ἀπό κεῖ καί πέρα νά καταρρεύσει. Αὐτός θά ἐξακολουθεῖ νά φροντίζει γιά μᾶς τά πλάσματά του. Οἱ δικές μας φροντίδες εἶναι ἄκαρπες, μάταιες καί ἀσήμαντες, καί ἐπειδή δέν ὁδηγοῦν πουθενά μᾶς ἀφήνουν τό αἴσθημα τοῦ ἀνικανοποίητου καί ταράζουν τήν εἰρήνη μας. ῾Ο εὐαγγελιστής Λουκᾶς σ᾿ αὐτό τό σημεῖο ἔχει καί τήν προσθήκη· «εἰ οὖν οὔτε ἐλάχιστον δύνασθε, τί περί τῶν λοιπῶν μεριμνᾶτε;» (12,26). ᾿Απόδειξη τῆς ἀνθρώπινης αὐτῆς ἀδυναμίας εἶναι καί ἡ περίπτωση τοῦ ἄφρονος πλουσίου τῆς παραβολῆς. Μερίμνησε, φρόντισε, σχεδίασε, ἀλλά τίποτε δέν μπόρεσε νά πραγματοποιήσει, διότι ὁ Θεός ἄλλα εἶχε σχεδιάσει γι᾿ αὐτόν.
  «Τοῦτο δέ φησιν, ὅτι κἄν μεριμνᾶς, οὐδέν ποιεῖς μή θέλοντος τοῦ Θεοῦ. Τί τοίνυν περιττῶς κατακόπτεις σεαυτόν;», λέει ὁ Θεοφύλακτος. Καί ἡ μεγαλύτερη μέριμνα δέν μπορεῖ νά παρατείνει τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου ἤ νά αὐξήσει τό ἀνάστημά του πέρα ἀπό αὐτό πού ὁ Θεός ἔχει καθορίσει.

 krina 6,28. Καί περί ἐνδύματος τί μεριμνᾶτε; καταμάθετε τά κρίνα τοῦ ἀγροῦ πῶς αὐξάνει· οὐ κοπιᾷ οὐδέ νήθει.
  ῎Αν μέ προσοχή παρατηρήσουμε καί μέ ἐπιμέλεια μελετήσουμε τό φυτικό βασίλειο, ἔχει νά μᾶς παρουσιάσει θαυμαστά στοιχεῖα τῆς δημιουργίας. ῾Ο Κύριος ἐδῶ δέν ἐκλαμβάνει τήν ἐνδυμασία ὡς προστασία τοῦ σώματος στίς καιρικές συνθῆκες ἀλλά ὡς μέσο καλλωπισμοῦ καί κοινωνικῆς ἐπιβολῆς.
  Καταμάθετε, παρατηρήσατε, ἐννοήσατε (πρβλ. Λκ 12,27). ῾Ο Κύριος ὀνομάζει κρίνα τοῦ ἀγροῦ τά ἄγρια καί αὐτοφυῆ κρίνα πού ἀναπτύσσονται χωρίς τήν καλλιέργεια τοῦ ἀνθρώπου. Τήν ἄνοιξη πολυάριθμα τέτοια κρίνα φυτρώνουν στούς λόφους τῆς Γαλιλαίας. Εἶναι χαρακτηριστικά γιά τή λευκότητά τους καί θεωροῦνται σύμβολα τῆς καθαρότητος. ῾Η σπουδή αὐτή τῶν κρίνων διδάσκει τήν ἀμέριμνη αὔξηση καί δείχνει τήν ὑπέροχη ὡραιότητα.
  Οὐδέ νήθει: Τό ρῆμα νήθω σημαίνει γνέθω. Τά κρίνα, πού δέν κοπιάζουν, δέν γνέθουν, δέν ὑφαίνουν, ντύνονται πλουσιότερα καί ἀπό τόν βασιλιά Σολομώντα.

  6,29. λέγω δέ ὑμῖν ὅτι οὐδέ Σολομών ἐν πάσῃ τῇ δόξῃ αὐτοῦ περιεβάλετο ὡς ἕν τούτων.
  ῾Ο Σολομών ἦταν γιός καί διάδοχος τοῦ Δαβίδ, ἀπό τούς πιό ἔνδοξους βασιλιάδες τοῦ ᾿Ισραήλ, τοῦ ὁποίου ἡ φήμη εἶχε ἁπλωθεῖ καί ἐκτός τῶν ὁρίων τῆς Παλαιστίνης. ᾿Επί Δαβίδ ὁ ᾿Ισραήλ γνώρισε τή μεγαλύτερη δόξα, διότι κατόρθωσε τίς πιό μεγάλες νίκες καί τίς περισσότερες κατακτήσεις. ᾿Επί Σολομῶντος ἀπέκτησε τόν πιό μεγάλο πλοῦτο, γνώρισε τή χλιδή καί τήν πολυτέλεια (βλ. Β´ Πα 9,13ἑ.). «Τόν Σολομῶντα δέ τέθεικεν ὡς φιλόκαλον καί σοφόν ἐπινοεῖσθαι καλλωπισμούς», λέει ὁ Ζιγαβηνός.
  ῾Ως ἕν τούτων: ῎Αν, πράγματι, παρατηρήσει κανείς τό σχῆμα, τούς χρωματισμούς, τό ἄρωμα, τή λεπτότατη ὑφή τῶν λουλουδιῶν, θά δεῖ τί καταπληκτική ἐμφάνιση ἔχουν καί τά πιό ταπεινά ἄνθη τῆς γῆς. Αὐτός ὁ στολισμός, ἡ φυσική ὡραιότητα δέν εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς μέριμνας καί τῆς προσπάθειας τῶν φυτῶν ἀλλά δῶρο τῆς σοφίας καί πρόνοιας τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεοτόκης ἐπισημαίνει· «Μιμεῖται ἡ τέχνη τήν φύσιν, οὐδέποτε δέ ὑπερβαίνει τό κάλλος αὐτῆς».

  6,30. Εἰ δέ τόν χόρτον τοῦ ἀγροῦ, σήμερον ὄντα καί αὔριον εἰς κλίβανον βαλλόμενον, ὁ Θεός οὕτως ἀμφιέννυσιν, οὐ πολλῷ μᾶλλον ὑμᾶς, ὀλιγόπιστοι;
  ῾Ο στίχος αὐτός περιέχει τό συμπέρασμα τῶν δύο προηγουμένων. ᾿Εδῶ τά ἀξιοθαύμαστα γιά τήν ὀμορφιά τους κρίνα ὀνομάζονται μέ τόν γενικό ὅρο χόρτον τοῦ ἀγροῦ καί μέ τήν ὑπογράμμιση σήμερον ὄντα τονίζεται ἡ εὐτέλειά τους μπροστά στό ἀτίμητο δημιούργημα τοῦ Θεοῦ, τόν ἄνθρωπο. Τό οὕτως ἀμφιέννυσιν ἐπίσης σημειώνει τήν ἀντίθεση τῆς τόσης εὐτέλειάς τους μέ τήν τόση φροντίδα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος δέν τά δημιούργησε ἁπλῶς, ἀλλά τά κατέστησε στολίδι τῆς πλάσης.
  Εἰς κλίβανον βαλλόμενον: Κλίβανος εἶναι ὁ φοῦρνος. Στήν ἀρχαιότητα, ἀλλά  καί σήμερα ἀκόμη σέ μερικά χωριά, κάθε σπίτι ἔψηνε τό ψωμί στό φοῦρνο του. Τό φοῦρνο τόν ἄναβαν μέ λεπτά ξύλα (τσάκνα, πουρνάρια, κληματσίδες, κλαριά μέ ξερά φύλλα) ἤ ξερά χόρτα.
  Πόσῳ μᾶλλον ὑμᾶς: ῾Η ἀσύγκριτη ὑπεροχή τοῦ ἀνθρώπου σέ σχέση μέ τό χόρτο τοῦ ἀγροῦ βρίσκεται στόν προορισμό του. Τά φυτά καί τά λουλούδια σήμερα ἀνθίζουν καί αὔριο ξηραίνονται. ῾Ο ἄνθρωπος ὅμως ἔχει προορισμό νά ζήσει αἰώνια ὡς μέλος τῆς βασιλείας τῶν οὐρανῶν. ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐγκωμιάζει τήν ἀξία τοῦ ἀνθρώπου καί λέει· «Μέ τό ὑμᾶς εἶναι σάν νά τούς ἔλεγε· ἐσᾶς, στούς ὁποίους ἔδωσε ψυχή, στούς ὁποίους διέπλασε τό σῶμα, γιά τούς ὁποίους δημιούργησε ὅλα ὅσα βλέπουμε, γιά τούς ὁποίους ἀπέστειλε προφῆτες καί ἔδωσε τό νόμο καί ἔκανε τόσα ἀμέτρητα καλά, γιά τούς ὁποίους ἔδωσε τόν μονογενῆ Υἱό του καί δώρησε δι᾿ αὐτοῦ τ᾿ ἀμέτρητα χαρίσματά του».
  ῾Ο χαρακτηρισμός ὀλιγόπιστοι μπορεῖ νά ληφθεῖ ὡς προτροπή γιά ἐπαύξηση τῆς πίστεώς μας ἀλλά συγχρόνως καί ὡς ἐπίπληξη, ἐπιτίμηση γιά τήν ὀλιγοπιστία μας. Κατά βάθος ἡ ἐναγώνια φροντίδα γιά τήν ἀπόκτηση τροφῆς καί ἐνδυμασίας δέν δηλώνει τίποτε ἄλλο παρά ἀδύναμη πίστη καί ἔλλειψη ἀπόλυτης ἐμπιστοσύνης στόν Θεό. Εἶναι οὐσιαστικά ὀλιγόπιστος ὅποιος λέει ὅτι πιστεύει στόν Θεό ἀλλά δέν παραδίνεται πέρα γιά πέρα στά πατρικά, στοργικά καί παντοδύναμα χέρια του, τά ὁποῖα μᾶς θωπεύουν, μᾶς ἀσφαλίζουν καί μᾶς προστατεύουν. ῾Ο Χρυσορρήμων ὑπογραμμίζει· «᾿Αφοῦ λοιπόν τούς ἔδωσε σαφεῖς ἀποδείξεις, στή συνέχεια τούς ἐπιπλήττει, λέγοντας ὀλιγόπιστοι». ῾Ο ἅγιος πατέρας θαυμάζει τήν παιδαγωγική μέθοδο τοῦ Κυρίου, καί σημειώνει· «Τέτοιος πρέπει νά εἶναι αὐτός πού δίνει συμβουλές· ὄχι μόνο νουθετεῖ, ἀλλά καί ἐλέγχει, γιά νά παρακινήσει πιό πολύ, ὥστε νά πιστεύσουν στά λόγια του».
  ῾Ο ᾿Ιησοῦς παραπέμπει τούς ἀνθρώπους στά λουλούδια τῆς ὑπαίθρου καί στά πουλιά τοῦ οὐρανοῦ. ῾Ο Δημιουργός τοῦ σύμπαντος δέν ἀφήνει κανένα πουλάκι νά πεθάνει νηστικό. Ντύνει ἐπίσης πιό ὄμορφα καί ἀπό τόν ἔνδοξο Σολομώντα τά λουλούδια, πού ἔχουν σύντομη ζωή. Τούς ἀνθρώπους πού ἀγαπάει, πού τούς ἔχει παιδιά του καί πού γιά χάρη τους δημιούργησε τά πάντα; Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ὁ Θεός ἔπλασε τόν πανέμορφο καί πλούσιο κόσμο γιά τόν ἄνθρωπο καί τόν ἄνθρωπο γιά τόν ἑαυτό του.

  6,31-32. Μή οὖν μεριμνήσητε λέγοντες, τί φάγωμεν ἤ τί πίωμεν ἤ τί περιβαλώμεθα; Πάντα γάρ ταῦτα τά ἔθνη ἐπιζητεῖ· οἶδε γάρ ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων.
  ῾Η ὀλιγοπιστία ἐκφράζεται στά ἀγωνιώδη ἐρωτήματα τοῦ ἀνθρώπου, τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ στίχος μας. «᾿Εάν γιά τά ἁπλά καί ἀναγκαῖα δέν πρέπει νά μεριμνᾶ κανείς, ποιά συγχώρηση θά μποροῦσαν νά ἔχουν αὐτοί πού μεριμνοῦν γιά τά πολυτελῆ πράγματα; Μᾶλλον ποιᾶς συγχώρησης θά μποροῦσαν νά ἦταν ἄξιοι αὐτοί πού δέν κοιμοῦνται γιά νά ἀφαιρέσουν τά πράγματα τῶν ἄλλων;», διερωτᾶται ὁ ἅγιος Χρυσόστομος.
  Πάντα γάρ ταῦτα τά ἔθνη ἐπιζητεῖ: Δηλαδή οἱ ἐθνικοί, οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ἄπιστοι, οἱ ὑλιστές, οἱ σαρκικοί καί ἀπνευμάτιστοι ἄνθρωποι ἐπιθυμοῦν τά ὑλικά πράγματα τοῦ κόσμου τούτου, διότι εἶναι ξένοι πρός τόν πνευματικό κόσμο. ᾿Επιζητοῦν τά παρόντα καί φροντίζουν μέ ἀγωνία γι᾿ αὐτά, διότι αὐτοί εἶναι οἱ «ἐλπίδα μή ἔχοντες καί ἄθεοι ἐν τῷ κόσμῳ» (᾿Εφ 2,12).
  Οἶδε γάρ ὁ πατήρ ὑμῶν ὁ οὐράνιος ὅτι χρῄζετε τούτων ἁπάντων: ᾿Εσεῖς πού πιστεύετε ὅτι ὁ Κύριος τοῦ παντός εἶναι ὁ πατέρας σας, ὅτι εἶστε λαός του, νά ἐλπίζετε στόν Θεό καί νά παραδίδετε τόν ἑαυτό σας σ᾿ αὐτόν, διότι ὁ πατέρας σας ξέρει τί χρειάζεστε καί θά σᾶς τό δώσει. ῾Ο Θεός πατέρας σας ἔχει καί τή δύναμη καί τήν ἀγάπη νά προνοεῖ γιά σᾶς. Εἶναι ντροπή νά φέρεται ὁ χριστιανός ὅμοια μέ τούς ἀπίστους καί τούς εἰδωλολάτρες.  
  ῾Ο ἅγιος Χρυσόστομος ἐπισημαίνει ὅτι δέν εἶπε «γνωρίζει ὁ Θεός», ἀλλά «γνωρίζει ὁ πατήρ», ὥστε νά τούς δημιουργήσει μεγαλυτέρη ἐλπίδα. «Πατήρ ἐστί, φησί, καί εἰ πατήρ, πῶς οὐ δώσει;», συμπληρώνει ὁ Θεοφύλακτος. ᾿Εφόσον εἶναι πατέρας, καί μάλιστα τόσο φιλάνθρωπος, δέν θά ἀδιαφορήσει γιά τά παιδιά του πού ὑποφέρουν, τή στιγμή πού δέν τό ἀνέχονται αὐτό οὔτε ὅσοι ἄνθρωποι εἶναι πατέρες. ῾Ο Θεός γνωρίζει καί παρακολουθεῖ τήν κατάσταση καί τοῦ πιό φτωχοῦ καί ἁπλοῦ παιδιοῦ του· «Οἶδα σου τά ἔργα καί τήν θλῖψιν καί τήν πτωχείαν» (᾿Απ 2,9), λέγει στόν καθένα. ῾Ο ἀπ. Πέτρος  συνιστᾶ· «πᾶσαν τήν μέριμναν ὑμῶν ἐπιρρίψαντες ἐπ᾿ αὐτόν, ὅτι αὐτῷ μέλει περί ὑμῶν» (Α´ Πέ 5,7). ῾Η πρόνοιά του εἶναι ἀσύλληπτη στήν ἀνθρώπινη σκέψη. ῾Ο πιστός ἀπολαμβάνει τήν ἰδιαίτερη φροντίδα του, ζῆ καί κινεῖται μέσα στά ἀγαθά του. Τόν ἔχει πατέρα, προστάτη, προνοητή, κυβερνήτη του. Τόν προσφωνεῖ «Πάτερ ἡμῶν ὁ ἐν τοῖς οὐρανοῖς». Σωτήρια ἡ προτροπή τοῦ ἀπ. Παύλου· «Μηδέν μεριμνᾶτε, ἀλλ ἐν παντί τῇ προσευχῇ καί τῇ δεήσει μετά εὐχαριστίας τά αἰτήματα ὑμῶν γνωριζέσθω πρός τόν Θεόν» (Φι 4,6).


δ) Προτεραιότητα στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ (Μθ 6,33)

  ῾Ο στίχος αὐτός συνοψίζει ὅλη τήν περικοπή καί μᾶς τήν προσφέρει μέ μιά προτροπή τοῦ Κυρίου πού εἶναι τό συμπέρασμα τῆς ὁμιλίας του. Οἱ πιστοί ἔχουν πολύ σοβαρότερα θέματα, γιά τήν ἀπόκτηση τῶν ὁποίων ἀξίζει νά ἐνδιαφέρονται, νά ἀνησυχοῦν καί νά ἀγωνίζονται. Τό πρῶτο εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν. ῾Ο λόγος αὐτός τοῦ Χριστοῦ θυμίζει τό αἴτημα τῆς Κυριακῆς προσευχῆς «ἐλθέτω ἡ βασιλεία Σου» (Μθ 6,10).

  6,33. Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καί τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ, καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν.
  Ζητεῖτε δέ πρῶτον τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ: Τό ρῆμα ζητῶ σημαίνει «ψάχνω, ἐρευνῶ, προσπαθῶ, ἐπιδιώκω». Τό βασικότερο ἔργο μας εἶναι νά ψάξουμε γιά νά βροῦμε τόν κρυμμένο θησαυρό καί νά ἀποκτήσουμε τόν πολύτιμο μαργαρίτη, ὅπως μᾶς εἶπε ὁ Κύριος στίς γνωστές παραβολές (Μθ 13,44-46). «῾Ο πολύτιμος μαργαρίτης» καί «ὁ κεκρυμμένος θησαυρός» εἶναι ὁ Χριστός, ἡ ᾿Εκκλησία του, ὁ παράδεισος, ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν, αὐτά τά ὁποῖα ἐπιθυμεῖ καί λαχταρᾶ ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. «῞Οταν ζητᾶς ἀπό τόν Θεό μικρά πράγματα», λέγει ὁ ἅγιος Θεοφύλακτος, «προσβάλλεις τή μεγαλοδωρία του καί δέν τοῦ εἶσαι εὐάρεστος. ᾿Ενῶ ὅταν τοῦ ζητᾶς καί ἐπιδιώκεις τά μεγάλα, μέ μεγάλη προθυμία τότε θά σοῦ δώσει ὄχι μόνο αὐτά ἀλλά καί τά μικρά πού σοῦ εἶναι ἀναγκαῖα».
  Στά Εὐαγγέλια συχνά συναντᾶται ἡ φράση βασιλεία τοῦ Θεοῦ ἤ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· «Μετανοεῖτε· ἤγγικε γάρ ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν» (Μθ 3,2· 4,17). ῾Η βασιλεία τῶν οὐρανῶν, γιά τήν ὁποία ὁ Κύριος εἶπε μιά σειρά παραβολῶν (βλ. Μθ 13,1-52), δέν εἶναι μιά ἀφηρημένη διδασκαλία. Εἶναι κάτι πολύ συγκεκριμένο. Εἶναι ὁ θεάνθρωπος Κύριος, ὅπως ὁ ἴδιος ἀποκαλύπτει. ᾿Εγώ, λέγει, πού τώρα εἶμαι ἀνάμεσά σας καί ἀργότερα, μετά τήν ᾿Ανάσταση καί τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος, θά εἶμαι «ἐντός ὑμῶν» (Λκ 17,21), μέσα σας, εἶμαι ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Βασιλεία τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ᾿Εκκλησία, ἡ στρατευομένη ἐδῶ στή γῆ καί ἡ θριαμβεύουσα στόν οὐρανό. Μέσα στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ περικλείονται ὅλα τά πνευματικά ἀγαθά· ἡ χαρά, ἡ εἰρήνη, ἡ σωτηρία μας ἀλλά καί ὅλα ὅσα ἔχουν σχέση μέ τήν ἐπίγεια ζωή μας. Μᾶς δίνει ὁ Πατέρας μας ὅσα χρειαζόμαστε γιά νά ζήσουμε κι ἐδῶ ὡς ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ καί στήν αἰώνια ζωή. Τόν ἀσφαλῆ δρόμο γιά τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ ὑποδεικνύει ὁ Κύριος μέ τή σύσταση· Ζητεῖτε τήν δικαιοσύνην αὐτοῦ (τοῦ Θεοῦ), δηλαδή τήν πνευματικότητα τοῦ ἀνθρώπου· τήν ἐνάρετη καί μυστηριακή ζωή, τή μετάνοια, ἐξομολόγηση, συγχωρητικότητα, ἱεραποστολή, φιλανθρωπία, μέ μιά λέξη τήν ἁγιότητα.
  Ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν: Αὐτή ἡ διαβεβαίωση τοῦ Κυρίου μπορεῖ νά μᾶς ἀπαγκιστρώσει ἀπό τή φιλαργυρία, καί νά μᾶς ἀπαλλάξει ἀπό τήν ἐναγώνια μέριμνα. Εἶναι μωρία νά φροντίζει κανείς μόνο γιά τά προσωρινά πράγματα καί νά φύγει ἀνέτοιμος γιά τήν αἰωνιότητα.
  Ταῦτα πάντα εἶναι αὐτά γιά τά ὁποῖα εἶπε ὁ Χριστός νά μή μεριμνοῦμε ἐμεῖς, διότι αὐτός φροντίζει γιά μᾶς. ῞Οταν ἐμεῖς τόν ἔχουμε στήν πρώτη θέση τῆς καρδιᾶς καί τοῦ ἀναθέτουμε τόν ἑαυτό μας, αὐτός ἀναλαμβάνει τά πάντα. ῾Ο Κύριος, ὁ ὁδηγός καί ἀρχηγός τῆς ζωῆς μας, ζητάει ἀπό μᾶς νά δώσουμε προτεραιότητα στά πνευματικά καί ὑπόσχεται πώς ὅλα τά ἄλλα τά ἐπίγεια ἀγαθά θά προστεθοῦν μαζί μ᾿ ἐκεῖνα. «῾Ο γάρ τά μείζω παρέχων, πολλῷ μᾶλλον τά ἐλάττω δώσει», λέει ὁ ἅγιος ᾿Ιωάννης ὁ Χρυσόστομος.
  ῾Η ἀγωνία μας θά πρέπει νά ἑστιάζεται στό ποιός ἔχει τήν προτεραιότητα στή ζωή μας, ποιός κατέχει τήν πρώτη θέση στή σκέψη καί στήν καρδιά μας, ποιός ἔχει τόν πρῶτο λόγο στίς διαπραγματεύσεις μας, στά σχέδιά μας καί σ᾿ ὅλες τίς ἐκδηλώσεις μας. ῞Οταν ὁ Θεός ἔχει τήν πρώτη θέση στή ζωή μας, τότε ὅλα εἶναι ἐπιτυχημένα καί εἶναι σύμφωνα μέ τό θέλημά του. ῾Ο ἀπ. Παῦλος στήν πρός Κολασσαεῖς ἐπιστολή κάνει λόγο γιά τόν ἀναστημένο Χριστό πού βρίσκεται στούς οὐρανούς καί λέγει ὅτι αὐτός εἶναι ὁ μεγάλος θησαυρός μας (βλ. 3,1-2).
  ῾Ο ἅγιος Αὐγουστῖνος, ὁ ὁποῖος σπούδασε τή σοφία καί τίς ἐπιστῆμες τοῦ κόσμου τούτου, ὅταν γνώρισε τόν Χριστό, ἀναφώνησε· «Κύριε, ἐσύ εἶσαι ὁ θησαυρός μου. Πολύ ἀργά σ᾿ ἀγάπησα. Τουλάχιστον ὅσο ζῶ, νά ζῶ γιά σένα καί μόνο γιά σένα, διότι ἡ καρδιά μου πλάσθηκε γιά σένα καί δέν βρίσκει γαλήνη καί ἀνάπαυση παρά μόνον ὅταν ἀναπαυθεῖ σέ σένα, Κύριε». Καί καθημερινά ἱκέτευε· «Κύριε, δώρησόν μοι ἐξ ὅλης μου τῆς ψυχῆς σέ ποθεῖν, ποθοῦντι σέ ζητεῖν, ζητοῦντι σέ εὑρεῖν, εὑρόντι σέ ἀγαπᾶν, ἀγαπήσαντι δέ σέ τόν ἐν ἐμοί κακῶν ἀπαλλαγῆναι». Δυστυχῶς δίνουμε προτεραιότητα σέ ἄλλα πράγματα καί ἔτσι ὑποβαθμίζεται ἡ πνευματικότητά μας.

Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (Βοήθημα γιά κυκλάρχες)