Πρό Χριστοῦ καί μετά Χριστόν

gennisi c  Ἡ γέννηση τοῦ σαρκωθέντος Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀναμφίβολα τό κεντρικό γεγονός στήν ἱστορία τῆς ἀνθρωπότητας. Τό σημεῖο-τομή. Μετά ἀπ’ αὐτό, στήν μετά Χριστόν ἐποχή, τίποτε πλέον δέν εἶναι τό ἴδιο μέ τό παρελθόν, μέ τήν πρό Χριστοῦ περίοδο. Ὅ­λα ἄλλαξαν. Ὅλα ἔγιναν καινούργια. Κι αὐτό δέν εἶναι ἐκφραστικό σχῆμα, μία ὑπερ­βολή. Εἶναι πραγματικότητα πού μαρτυροῦν ἑκατομμύρια, δισεκατομμύρια μάρτυρες.
  Ἄς κοιτάξουμε πίσω, πρίν ἀπό τήν γέν­νηση τοῦ Χριστοῦ. Ὁ κόσμος βρισκόταν στήν κατάσταση τῆς ἀθλιότητας. Ὁ ἄνθρω­πος διολίσθαινε σταθερά στό ἠθικό βάραθρο. Εἶχε ἐγκαταλείψει τόν ἀληθινό Θεό καί προσκυνοῦσε τά κτίσματα, τούς ψευτοθεούς καί τά ξόανα. Κι ἐνῶ καυχόταν γιά τήν δῆ­θεν σοφία του, εἶχε παραδοθεῖ σέ ὅ,τι πιό βρόμικο καί ἄτιμο (βλ. Ρω 1,18-32). Μάταια ὑψώνονταν κάποιες φωνές πού ἐπισήμαιναν τήν ἀλαζονεία καί τήν ὕβρη του. Ἡ ἴδια ἡ ἀνθρώπινη ἀξία εἶχε καταρρακωθεῖ.
  Ἡ ἀνθρωπότητα διακρινόταν τότε σέ δύο τάξεις: σ’ αὐτή τῶν ἐλεύθερων καί σ’ ἐκείνη τῶν δούλων. Ὁ δοῦλος θεωροῦνταν τότε πρᾶ­γμα, ἀντικείμενο. Ἡ ζωή του ἦταν στήν διά­θεση τοῦ ἀφέντη του, ὁ ὁποῖος μποροῦσε νά τόν σκοτώσει καί νά δώσει τό σῶμα του τροφή στά σκυλιά του χωρίς νά εἶναι ὑπό­λογος σέ κανέναν. Ἡ θέση τῆς γυναίκας ἐπί­σης λίγο διέφερε ἀπό ἐκείνη τῶν δούλων. Ἦταν παιδοποιητική μηχανή καί σκεῦος ἡδονῆς. Δέν εἶχε κανένα δικαίωμα καί ἦταν γενικά ἐξάρτημα τοῦ ἄνδρα της, ὁ ὁποῖος μποροῦσε νά τήν διαζευχθεῖ χωρίς νά ὑπολογίζει τίποτε. Ἀλλά καί τά παιδιά δέν εἶχαν καλύτερη μοῖρα. Στούς βαρβαρικούς ἀνατολικούς λαούς προσ­φέ­ρονταν θυσία στούς αἱμοβόρους θεούς τους, ἐνῶ στήν «πολιτισμένη» Ρώμη μπο­ροῦσε ὁ πατέρας νά ἐγκα­ταλείψει τό ἀνεπιθύμητο παιδί του ἔξω ἀπό τά τείχη τῆς πόλης γιά νά γίνει βορά τῶν ἀγριμιῶν. Οἱ ἐξαιρέσεις σ’ ὅλα αὐτά, ὅπως ὁ λαός τοῦ Ἰσρα­ήλ καί σέ κά­ποιο βαθμό ἡ κλασική Ἀθή­να, δέν κά­νουν τίποτε ἄλλο ἀπό τό νά ἐπι­βεβαιώνουν τόν κανόνα.
  Ἄς δοῦμε τώρα τί συνέβη στήν μετά Χριστόν ἐποχή, ὅταν τό κήρυγμα τοῦ Εὐαγγελίου ἄρχισε νά ἐξαπλώ­νεται. Ἕνας νέος ἄνεμος ἔπνευσε. Γιά πρώτη φορά ἡ ἀνθρωπότητα ἄκουγε ἔκπληκτη ὅτι δέν ὑπάρχουν ἀνώτεροι καί κατώτεροι ἄνθρωποι, ἀλλά μόνον ἄνθρωποι, παιδιά τοῦ ἴδιου Θεοῦ. «Οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος», γρά­φει ὁ Παῦλος, «πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γα 3,28). Καί ἀλλοῦ· «Οἱ κύριοι τὸ δίκαιον καὶ τὴν ἰσότητα τοῖς δούλοις παρέχεσθε, εἰ­δό­τες ὅτι καὶ ὑμεῖς ἔχετε Κύριον ἐν οὐ­ρανοῖς» (Κλ 4,1). Ἀσύλληπτα πρά­γματα γιά τά δεδομένα ἐκείνης τῆς κοινωνικῆς πραγματικότητας! Καί τό πιό ἀσύλληπτο, ὅπως σωστά ἔχει γραφτεῖ, ἦταν ὅτι πολλές φορές στήν λατρεία τοῦ Θεοῦ τῶν Χριστιανῶν ὁ κύριος κοινωνοῦσε ἀπό τά χέρια τοῦ δούλου του πού συνέβαινε νά εἶναι ἱερέας! Ἡ δουλεία, βέβαια, καταρ­γή­θηκε αἰῶνες ἀργότερα, ὡστόσο τό θε­μέλιο καί ὁ κύριος μοχλός τῆς κατάργησής της ὑπῆρξε ἀναμφισβήτητα ἡ χριστιανική πίστη.
  Τό ἴδιο συνέβη καί μέ τήν γυναί­κα. Μέσα στήν Ἐκ­κλησία ἡ γυναίκα κατέστη ἰσότιμη μέ τόν ἄνδρα. Πάλι λέει ὁ Παῦλος ὅτι ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ «οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆ­λυ» (Γα 3,28), δέν ὑπάρχει διαφορο­ποίηση ἀνάμεσα στόν ἄνδρα καί στήν γυναίκα, ὅλοι γίνονται ἕνα στό σῶμα τοῦ Κυρίου. Κι ἀκόμη τονίζει ὅτι, ὅπως θυσιάστηκε ὁ Χριστός γιά τήν Ἐκ­κλη­σία, ὀφείλει καί ὁ σύζυγος νά θυσιάζεται γιά τήν σύ­ζυγό του καί νά τήν ἀγαπᾶ ὅπως ἀ­γαπᾶ τό σῶμα του (βλ. Ἐφ 5,25 κ.ἑ.). Συγκλονιστικό κήρυγμα! Αἰῶνες πρίν τίς φεμινιστικές διακηρύξεις ἡ γυναί­κα βρῆκε κοντά στόν Χριστό ἀγάπη, τιμή, ἀναγνώ­ριση. Γι’ αὐτό Τόν ἀγά­πησε κι αὐτή πολύ. Ὁ φεμινισμός δέν τήν ἐξύψωσε ἀλλά προσπάθησε νά τήν ἀνδρο­ποιή­σει· τό ἀποτέλεσμα ἦ­ταν φυσικά μιά ἀνώμαλη κατάσταση πού ἀποτελεῖ μάστιγα τοῦ σύγχρονου πολιτισμοῦ μας.
  Ἀλλά ὁ Χριστός τίμησε καί τό παιδί. Τό ἔκανε γιά τήν ἁγνότητα καί τήν ἀθωότητά του πρότυπο γιά ὅ­σους θέλουν νά μποῦν στήν βασιλεία του. Πόσο παράξενα πρέπει νά ἠχοῦ­σαν τότε στ’ ἀφτιά τοῦ κόσμου λόγοι ὅ­πως αὐτός: «Ἀμὴν λέγω ὑμῖν, ἐὰν μὴ στραφῆτε καὶ γένησθε ὡς τὰ παιδία, οὐ μὴ εἰσέλθητε εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶν… καὶ ὃς ἐὰν δέξηται παι­δίον τοιοῦτον ἓν ἐπὶ τῷ ὀνόματί μου, ἐμὲ δέχεται» (Μθ 18,3.5)! Καί πόσο ἀνατρεπτικές φαίνονταν προτροπές ὅπως αὐτή: «Οἱ πατέρες μὴ παρορ­γίζετε τὰ τέκνα ὑμῶν, ἀλλ’ ἐκτρέφετε αὐτὰ ἐν παιδείᾳ καὶ νουθεσίᾳ Κυρί­ου» (Ἐφ 6,4)!
  Θά μπορούσαμε νά ἀνα­φερ­θοῦμε καί σέ πολλούς ἄλ­λους τομεῖς τῆς ἀν­θρώπινης ζω­ῆς, στούς ὁποίους τό Εὐ­αγ­γέλιο ἐπέδρασε καταλυτικά. Πά­­νω ἀπ’ ὅλα ὅμως, περισσό­τερο ἀπ’ ὅλα τά περί τόν ἄν­θρωπο, ὁ Χριστός ἔγινε ἄνθρω- πος γιά ν’ ἀλλάξει τόν ἴδιο τόν ἄν­θρωπο. Ἐνανθρώπησε «γιά νά γί­νουμε ἐμεῖς θεοί», ὅπως λέει ὁ Μέγας Ἀ­θανάσιος. Ὁ Θεός δημιούργησε τόν ἄνθρωπο γιά τήν αἰώνια μακαριότητα καί εὐ­τυχία. Γιά νά γίνει μέτοχος τῆς ζωῆς Του. Ὁ ἄνθρωπος ὡσ­τό­σο ἀπέ­κρουσε αὐτή τήν δωρεά καί ἔπε­σε, ἔγινε δέσμιος τοῦ θα­νάτου. Ὅλα τά πιό πάνω φαῦ­λα καί ἄθλια ἦταν συν­έπεια αὐ­- τῆς τῆς ἐπιλογῆς του. Τώρα στήν Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας μᾶς δί­νε­ται μιά δεύτερη εὐκαιρία. Ὁ Κύ­ριος ξεχνάει τήν προσβολή τῆς ἀγά­πης του καί μᾶς δείχνει ἔλεος. Ἐκεῖ, μέσα σ’ ἕνα παχνί, «αὐγάζει» ἡ ἀπολύ­τρω­σή μας, τό «νέον παιδίον», ὁ προ­αι­ώ­νιος Θεός. Ἄς πετάξουμε λοιπόν ἀ­πό πά­νω μας τά βάρη τοῦ χθές, τήν λα­τρεία τοῦ ἐγώ καί τῶν παθῶν μας, κι ἄς πλησιάσουμε. Εἴμαστε προσκε­κλη­μέ­νοι ὅλοι. Τό παιδί μᾶς θέλει ὅλους. Ἄς μήν τοῦ ἀρνηθοῦμε αὐτή τήν φο­­ρά.
  Εὐλογημένα Χριστούγεννα!

Εὐ. Ἀλ. Δάκας

Ἀπολύτρωσις, Δεκ. 2016