Ἐλεοῦμε;

  dilepto cΝοέμβριος. Χειμωνιάζει σιγά-σιγά. Καί καθώς ὅλοι προετοιμαζόμαστε γιά νά ἀντιμετωπίσουμε τίς δυσκολίες τοῦ κρύου καί τῆς κακοκαιρίας, ἄς ἀναλογισθοῦμε: Πόσοι ἀπό μᾶς σκέφτονται τούς ἀδύναμους ἀδελφούς μας; Πόσοι λογαριάζουμε στά ἔξοδα τοῦ χειμώνα καί τούς συνανθρώπους μας πού δέν ἔχουν χρήματα, πού θά στερηθοῦν ἀκόμη καί τά ἀναγκαῖα, ὅπως φαγητό, θέρμανση καί ρουχισμό; Στήν χώρα μας φιλοξενοῦνται χιλιάδες πρόσφυγες μέ σοβαρά προβλήματα ἐπιβίωσης• ποιός τούς σκέφτεται αὐτούς; Κάποιοι βέβαια ἀπό μᾶς θά ποῦν ὅτι οἱ καιροί εἶναι δύσκολοι. Ὅτι ἡ οἰ­κονομική κρίση πού σοβεῖ ἐδῶ καί χρόνια, γίνεται μέρα μέ τήν μέρα ὁλοένα καί ἀσφυκτικώτερη, καί δέν ἐπιτρέπει φιλανθρωπίες. Καί σ᾽ ἕνα μέρος τῆς λογικῆς τους θά ἔχουν δίκιο. Ἐκεῖ ὁδήγησαν τά πράγματα ἡ πλε­ον­εξία καί τό κυνήγι τοῦ ἀλόγιστου πλούτου πού μάστιζαν τίς προηγούμενες δεκαετίες τόν Ἕλληνα καί ἰδίως τούς ἔχοντες καί κυβερνῶντες. Ὡστόσο, δόξα τῷ Θεῶ!, οἱ πε­ρισ­σότεροι ἔτσι ἤ ἀλλιῶς, ἄλλοι μέ δυσκολία καί ἄλλοι μέ σχετική ἄνεση, βολευόμαστε. Δέν πρέπει λοιπόν νά σκεφτοῦμε καί νά βοηθήσουμε, ὅπως μποροῦμε, καί τούς ἀνήμπορους συνανθρώπους μας;
  Εἶπα προηγουμένως γιά τήν μάστιγα τῆς πλεονεξίας. Πρόκειται γιά φοβερή ἀρρώστια. Ὁ πλεονέκτης ἐνδιαφέρεται μόνο γιά τόν ἑαυτό του. Στόν βωμό τοῦ χρήματος καί τοῦ κέρδους μπορεῖ νά θυσιάσει τά πάντα, ἀκόμη καί τά πιό ἀγαπητά του πρόσωπα. Δέν τήν χαρακτήρισε τυχαῖα ὁ ἀπόστολος Παῦλος εἰδωλολατρία (Κλ 3,5). Εἶναι θρησκεία. Μιά θρησκεία σατανική, ἡ ὁ­ποία ἔχει ὀπαδούς σ᾽ ὅλους τούς αἰ­ῶνες καί ἀπ᾽ ὅλα τά κοινωνικά στρώματα. Ἀκόμη χειρότερα, ἔχει ὀπαδούς, ἀνεπίγνωστα, καί εὐσεβεῖς. Πό­σο συμπαθής μᾶς εἶναι ἡ φυσιο­γνωμία ἐκείνου τοῦ ἁγνοῦ νέου, πού πλησίασε τόν Κύριο καί τόν ρώτησε εἰλικρινά: «Τί νά κάνω γιά νά κερδίσω τήν αἰώνια ζωή;»! Ὁ πάνσοφος καί παντογνώστης Κύρι­ος, ὅπως ἐπισημαίνει ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος, τόν εἶ­δε καί τόν «ἠγάπησε», τόν συμπάθη­σε βαθιά. Διεῖδε ὅμως ταυτόχρονα καί τήν ἀρ­ρώστια ἀπό τήν ὁποία ἔπασχε: ἦταν προσκολλημένος στά πλούτη του. Λάτρευε χωρίς νά τό συνειδητοποιεῖ μαζί μέ τόν Θεό καί τόν ψευτοθεό πλοῦτο. Γι᾽ αὐτό καί ἡ εὐσέβειά του ἦταν ἀναιμική, ἄψυχη, στήν πρα­γματικότητα ἀνύπαρκτη. Γι᾽ αὐτό καί ὅ­ταν ὁ Κύριος τοῦ πρότεινε τό σωτήριο γι᾽ αὐτόν φάρμακο νά πουλήσει τά πάντα, νά μοιράσει τά χρήματα στούς φτωχούς καί ὕστερα νά γίνει μαθητής του, λυπήθηκε κι ἔφυγε σκυθρωπός (βλ. Μρ 10,17-22). Ὁ ψευτοθεός του τόν κρατοῦσε γερά στά νύ­- χια του. Γιά τέτοιες περιπτώσεις ὁ Κύριος τό ξεκαθάρισε μιά γιά πάντα: «Οὐ δύνασθε Θεῷ δουλεύειν καὶ μα­μω­νᾷ» (Μθ 6, 24). Αὐτός πού ἔχει θεό καί ἀφεντικό του τό χρῆμα δέν μπορεῖ νά εἶναι καί τοῦ Θεοῦ, δέν ἀνήκει στούς δικούς Του.
  Ὁ πλοῦτος, λέει ὁ ἅγιος Ἰωάννης Χρυσόστομος, ὁ ἅγιος τῆς ἐλεημοσύνης, εἶναι ὡς πρός τήν φύση του οὐ­δέτερος. Οὔτε ὠφελεῖ οὔτε βλάπτει. Αὐτό πού ὠφελεῖ ἤ βλάπτει εἶναι ὁ τρόπος πού τόν χειριζόμαστε. Ὁ Θεός χαρίζει στόν ἄνθρωπο τά ἀγαθά, καί σέ ὁρισμένους ὑπερεκπερισσοῦ, ὄχι γιά νά τά χαίρεται μόνος του, ἀλλά καί γιά νά συντρέχει ὅσους ἔχουν ἀ­νάγκη. Χρειάζομαι φαγητό, ναί. Σπίτι καί ροῦχα, ναί. Καί ὅ,τι ἄλλο εἶναι τῆς ἀνάγκης. Τά ὑπόλοιπα ὅμως εἶναι τοῦ φτωχοῦ, τοῦ δυστυχῆ ἀδελφοῦ. Ἔτσι δικαιώνεται καί σώζεται ὁ πλού­­σιος. Ὁ Ἰώβ, συνεχίζει ὁ ἅγιος, ἦταν πλούσιος. Εἶχε ἀγαθά πολλά. Αὐτό ὅμως δέν τόν ἐμπόδιζε νά εἶναι ἄνθρωπος τοῦ Θεοῦ. Πῶς; Ὅπως εἴ­παμε: μέ τήν ἐλεημοσύνη. «Κανένας ξένος», λέει ὁ ἴδιος, «δέν κοιμόταν ἔ­ξω. Τό σπίτι μου ἦταν ἀνοιχτό σέ κά­θε ἐ­πισκέπτη» (Ἰβ 31,32). Βοηθοῦσε μέ τά ἀγαθά του ὅλους ὅσοι ἦταν ἀνή­μ­ποροι. «Ἤμουν», λέει πάλι, «τό μάτι τῶν τυφλῶν, τό πόδι τῶν χωλῶν, ὁ πατέρας καί ὑποστηρικτής τῶν ἀδυνάτων. Κανείς φτωχός πού μοῦ ζήτησε, δέν βγῆκε ἀπό τήν πόρτα μου  μέ τά χέρια ἀδειανά» (Ἰβ 29,15-16· 31,16). Κι ἄν ὁ Ἰώβ ἄντεξε στούς πειρασμούς τοῦ Σατανᾶ καί δέν ἔπεσε, ἦταν καί γι᾽ αὐτό: ἐπειδή τήν προσ­­ευχή του στόν Θεό συντρόφευαν οἱ πλού­σιες ἐλεημοσύνες του. Διότι, ὅ­πως λέει πάλι ὁ ἱερός Χρυσόστομος, τίπο­τε δέν ἐνισχύει τόσο τήν προσ­ευχή καί δέν τήν ἀνεβάζει ἀμέσως στόν θρόνο τοῦ Θεοῦ ὅσο ἡ ἐλεημοσύνη. Ἡ ἐλεημοσύνη εἶναι γιά τόν ἴ­-διο ἀνώτερη ἀπό κάθε ἄλλη ἀρετή, διότι μᾶς κάνει νά μοιάζουμε μ᾽ αὐτόν τόν παντελεήμονα καί πανοικτίρμονα Κύ­ριο (πρβλ. Λκ 6,36).
  Νά προσέξουμε ὡστόσο κάτι βασικό καί οὐσιῶδες. Ὅλα αὐτά ἰσχύ­ουν ὑπό ἕναν ὅρο: ὅτι ἡ ἐλεημοσύνη θά γίνεται ὄχι ἀπό ὑπολογισμό, οἶκτο ἤ, ἀ­κόμη χειρότερα, ἀπό ἐπιδειξιομανία, ἀλλά ἀπό ἀγάπη καί μόνο. Αὐτό ση­μαί­νει ὁ λόγος τοῦ Παύλου ὅτι «ἱ­λα­ρὸν γὰρ δότην ἀγαπᾶ ὁ Θεὸς» (Β΄ Κο 9,7) καί ὅτι αὐτός πού ἐλεεῖ πρέπει νά τό κάνει «ἐν ἱλαρότητι» (Ρω 12,8). Διό­τι, ὅπως πάλι λέει ὁ ἀπόστολος, «Καί ἄν ὅλα τά ὑπάρχοντά μου τά κάνω μπουκιές καί τά μοιράσω στούς φτωχούς... δέν ἔχω ὅμως ἀγάπη, τίποτε δέν κερδίζω» (βλ. Α´ Κο 13,3). Γιατί ὁ Κύριος μᾶς ἐλέησε καί σαρκώθηκε καί ἔγινε ἄνθρωπος γιά νά μᾶς πλουτίσει μέ τήν θεότητά του; Διότι μᾶς ἀγάπη­σε. Γιά κανέναν ἄλλο λό­γο. Ἔτσι λοιπόν πρέπει νά κάνουμε κι ἐμεῖς. Διαφορετικά εἶναι καλύτερα νά μήν ἐλε­οῦμε. «Θεὸς οὐ μυκτηρίζεται» (Γα 6,7). Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰ­τωλός μέ τόν ἁπλό ἀλλά δυναμικό λόγο του τονίζει ἀφοπλιστικά αὐτή τήν ἀλήθεια: «Χίλιες χιλιάδες καλά νά κάμωμεν, ἀδελφοί μου, νηστεῖες, προσευχές, ἐλεημοσύνες, καί τό αἷμα μας νά χύσωμεν διά τήν ἀγάπην τοῦ Χριστοῦ, ἀνίσως καί δέν ἔχωμεν αὐτές τές δύο ἀγάπες (πρός τόν Θεό καί πρός τούς ἀδελφούς μας),… ὅλα ἐ­κεῖνα τά καλά, ὁ­πού ἐκάμαμεν, τοῦ Διαβόλου εἶναι καί εἰς τήν κόλασιν πηγαίνομεν».
  Νά ἐλεεοῦμε λοιπόν, ἀδελφοί. Νά ἐλεοῦμε ἀφειδώλευτα καί ἀπό ἀγάπη.

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας

Ἀπολύτρωσις 71 (2016) 268-270