Διαθήκη καινή

 pentikosti cἩ σκηνή ὑποβλητική. Ὁ λαός τοῦ Ἰ­σρα­ήλ βρίσκεται μπροστά στό ὄρος Σινᾶ. Εἶναι πρωί. Τό ὄρος καπνίζει ὁλόκληρο. Εἶχε κα­τεβεῖ σ’ αὐτό ὁ Θεός καί ἡ φωτιά δήλωνε τήν παρουσία του· «Ἐκαπνίζετο ὅλον διὰ τὸ κα­ταβεβηκέναι ἐπ’ αὐτὸ τὸν Θεὸν ἐν πυρί, καὶ ἀνέβαινεν ὁ καπνὸς ὡσεὶ καπνὸς καμίνου» (Ἔξ 19,18). Συγχρόνως ἀκούγεται ἦχος σάλ­πιγγος, ἐνῶ τόν οὐρανό αὐλακώνουν ἀ­στραπές. Ὁ Θεός ἀρχίζει νά μιλᾶ καί ὁ λαός ἀκούει ἔντρομος. Ὁ Γιαχβέ κλείνει «δια­θή­κη», δηλαδή συμφωνία, μέ τόν Ἰσραήλ. Οἱ ὅροι τῆς συμφωνίας αὐτῆς εἶναι σαφεῖς καί ξεκάθαροι. Ἄν ὁ Ἰσραήλ δεχθεῖ καί ἐφαρ­μόσει ὅσα προβλέπονται, δηλαδή τόν νόμο Του, θά εἶναι λαός Του περιούσιος, ξεχω­ρι­στός ἀπό ὅλα τά ἔθνη. Θά Τοῦ εἶναι «βασί­λειον ἱεράτευμα καὶ ἔθνος ἅγιον» (Ἔξ 19,6). Καί θά κληρονομήσει τήν γῆ πού τοῦ ἔχει ἑ­τοιμάσει (βλ. Ἔξ 23,20), τήν γῆ πού ὑπο­σχέ­θηκε στούς πατέρες του.
 Ὁ λαός δέχεται· «ἀπεκρίθη δὲ πᾶς ὁ λα­ὸς φωνῇ μιᾷ λέγοντες· πάντας τοὺς λόγους, οὓς ἐλάλησε Κύριος, ποιήσομεν καὶ ἀκου­σό­μεθα» (Ἔξ 24,3). Τότε ὁ Μωϋσῆς ἔγραψε ὅλα ὅσα εἶπε ὁ Κύριος σέ βιβλίο καί τό ἑπόμενο πρωί ἔχτισε θυσιαστήριο μέ δώδεκα λίθους, ὅσες καί οἱ φυλές τοῦ Ἰσραήλ, καί θυσίασε μοσχάρια. Μέ τό αἷμα δέ τῶν μοσχαριῶν αὐτῶν ράντισε τόν λαό καί εἶπε: «ἰδοὺ τὸ αἷ­μα τῆς διαθήκης, ἧς διέθετο Κύριος πρὸς ὑ­μᾶς περὶ πάντων τῶν λόγων τούτων» (Ἔξ 24,8).
 Αὐτή εἶναι ἡ παλαιά διαθήκη, ἡ παλαιά συμφωνία· συμφωνήθηκε δέ κατ’ αὐτόν τόν τρόπο μεταξύ τοῦ Θεοῦ καί τοῦ Ἰσραήλ, μέ καπνό καί ἦχο σάλπιγγος καί ἀστραπές, ὥστε, ὅπως ἐξήγησε στούς Ἰ­σρα­ηλῖτες ὁ Μωϋσῆς, νά ἀποκτήσει ὁ λαός τόν φόβο τοῦ Θεοῦ γιά νά μήν ἁμαρτάνουν (βλ. Ἔξ 20,20). Ἐπειδή ἦταν «ἀλογώτεροι», παρατηρεῖ ὁ ἅ­γιος Χρυσό­στομος, δηλαδή ἦταν ἀκό­μη κατώτε­ρης πνευματικῆς στάθμης καί δέν μπο­ροῦσαν νά ἐννοήσουν ἀλλιῶς τά ὑψηλά καί μεγάλα.
1.500 περίπου χρόνια ἀργότερα ὁ Θεός θά καταργήσει τήν παλαιά καί θά συνάψει «καινή», καινούργια δια­θήκη. Τήν εἶχε προαναγγείλει ὁ προ­φήτης Ἰερεμίας· «Ἰδού ἔρχονται ἡμέ­- ρες, λέει ὁ Κύριος, καί θά συνάψω μέ τόν οἶκο τοῦ Ἰσραήλ καί μέ τόν οἶκο τοῦ Ἰούδα διαθήκη νέα, ἡ ὁποία δέν θά εἶναι ὅμοια μέ τήν διαθήκη τήν ὁ­ποία συνῆψα μέ τούς πατέρες τους κατά τήν ἡμέρα πού τούς ἔπιασα ἀπό τό χέρι, γιά νά τούς ὁδηγήσω ἔξω ἀπό τήν γῆ τῆς Αἰγύπτου...» (Ἰε 38,31-32). Ἡ διαθήκη αὐτή εἶναι πολύ ἀνώτερη τῆς παλαιᾶς. Εἶναι τόσο ἀνώτερη, ὅ­σο ἀνώτερο εἶναι τό σῶμα ἀπό τήν σκιά του. Μέ τήν διαθήκη αὐτή μᾶς χαρίζεται ἡ μυριοπόθητη ἄφεση τῶν ἁμαρτιῶν, πού ἦταν ἀδύνατο νά τήν ἀπολαύ­σουμε μέ τήν παλαιά· «θά θέ­σω τούς νόμους μου μέσα στήν διά­νοιά τους καί θά τούς γράψω στίς καρδιές τους. Ἐγώ θά εἶμαι Θεός τους καί αὐτοί θά εἶναι λαός μου... διότι θά εἶμαι ἐλεή­μων γιά τίς ἀδικίες τους καί δέν θά θυμηθῶ πλέον τίς ἁμαρτίες τους» (βλ.  Ἰε 38,33-34).
 Ἡ καινή διαθήκη συμφωνήθηκε ὄχι σέ κάποιο βουνό πού κάπνιζε, μέ­σα σέ ἀστραπές καί βροντές, ἀλλά σ’ ἕνα ὑπερῶο ἁπλά καί εἰρηνικά. Στό ὑπερῶο ἐκεῖνο ὅπου ἦταν συγκεντρωμένοι οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ κα­τά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς. Ἀ­­κούστηκε βέβαια ἦχος «ὥσπερ φερο­μένης πνοῆς βιαίας» καί ἐμφανί­στη­καν «γλῶσσαι ὡσεὶ πυρὸς» (Πρξ 2, 2-3), ἀλλά, ὅπως πάλι λέει ὁ Χρυσό­στομος, αὐτά συνέβησαν γιά τούς ἔξω, γιά τούς Ἰουδαίους· ὄχι γιά τούς πιστούς.
 Διαθέτης τῆς καινῆς διαθήκης εἶ­ναι ὁ Θεός ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, καί Ἰ­σραήλ καί Ἰούδας εἶναι οἱ Χριστιανοί, ἡ «ἄνω Ἰερουσαλὴμ» (Γα 4,26), ἡ Ἐκ­κλησία. Παύει πλέον ὄχι μόνον ἡ φυ­λε­τική, ἀλλά καί ὁποιαδήποτε ἄλλη διά­κριση. Στήν διαθήκη αὐτή μπο­ροῦν νά συμβληθοῦν ἰσότιμα οἱ πάν­τες· «οὐκ ἔνι Ἰουδαῖος οὐδὲ Ἕλλην, οὐκ ἔνι δοῦλος οὐδὲ ἐλεύθερος, οὐκ ἔνι ἄρσεν καὶ θῆλυ· πάντες γὰρ ὑμεῖς εἷς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Γα 3,28).
 Νόμος τῆς καινῆς διαθήκης εἶναι ὁ νόμος τοῦ ἁγίου Πνεύματος. Γι’ αὐ­τό καί ἐπιφοίτησε στούς μαθητές, γιά νά τούς ὁδηγήσει «εἰς πᾶσαν τὴν ἀ­λή­θειαν» (Ἰω 16,13). Καί ἡ τήρηση αὐτοῦ τοῦ νόμου συνεπάγεται ὅτι οἱ πι­- στοί θά εἶναι ὄχι μόνον ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὅπως ὁ Ἰσραήλ τῆς παλαιᾶς, ἀλλά καί τά παιδιά Του· τό Πνεῦμα μᾶς μπολιάζει μέ τό χάρισμα τῆς υἱο­θεσίας, μᾶς ἀναδεικνύει υἱούς καί θυ­γατέρες τοῦ Θεοῦ (βλ. Γα 4,5-7· Ἰω 1,12-13). Ἡ δέ ἐπαγγελία δέν εἶναι πλέον μερικά μέτρα γῆς, ἀλλά ἡ αἰ­ώ­νια ζωή, ὁ παράδεισος.
 Τέλος, τό αἷμα μέ τό ὁποῖο σφρα­γίστηκε ἡ διαθήκη αὐτή δέν εἶναι αἷμα ζώων, ἀλλά τό αἷμα τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θε­οῦ, πού χύθηκε στόν Γολγοθᾶ. Ὅ­πως εἶπε ὁ ἴδιος· «πίε­τε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτο γάρ ἐστι τὸ αἷμά μου τὸ τῆς καινῆς διαθή­κης τὸ περὶ πολλῶν ἐκχυ­νόμενον εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν» (Μθ 26,27-28). Δηλαδή ὁ αἰώνιος καί παντο­δύναμος διαθέτης σφραγίζει καί κυρώνει τήν διαθήκη του μέ τό αἷ­μα του. Τόσο ἀξιόπιστη καί βέβαιη τήν καθιστᾶ.
 Κι ἐμεῖς, οἱ «κεκλημένοι» νά με­τά­σχουμε σ’ αὐτή τήν οὐράνια εὐ­λογία, πῶς ἀνταποκρινόμαστε; Δέν πρέπει νά ξεχνᾶμε ὅτι ὅλοι οἱ παραβάτες τῆς παλαιᾶς διαθήκης τιμωρήθηκαν, «ἔλαβον ἔνδικον μι­σθαποδοσίαν» (Ἑβ 2,2). Ἄν λοιπόν ἐκεῖνοι, οἱ μέτοχοι τῆς σκιᾶς, ἀντιμετωπίστηκαν ἀπό τόν Θε­ό ἔτσι, ἐ­μεῖς οἱ κάτοχοι τοῦ σώ­μα­τος «πῶς ἐκφευξόμεθα τηλικαύτης ἀμελή­σαντες σωτηρίας;» (Ἑβ 2,3). Γι’ αὐτό εἶναι καιρός νά βάλουμε ἀρχή, ἄν δέν τό ἔχουμε κάνει. Νά τη­ροῦμε τίς ἐντο­λές Του. Σήμερα, ὄχι αὔριο· τό αὔριο δέν τό κατέ­χουμε· «ἰδοὺ νῦν καιρὸς εὐπρόσ­δε­κτος, ἰδοὺ νῦν ἡμέρα σωτη­ρί­ας» (Β´ Κο 6,2). Γιά νά ἀκούσουμε κάποτε τήν μακάρια ἐκείνη φωνή· «εὖ, δοῦλε ἀγαθὲ καὶ πιστέ!… εἴσελθε εἰς τὴν χαρὰν τοῦ κυρίου σου» (Μθ 25, 21).

Εὐ. Ἀλ. Δάκας

Φιλόλογος, Δρ Θεολογίας