«Ἀνέωξέ μου τούς ὀφθαλμούς» (Ἰω 9,30)

 ekgenetistyflos Ὅλοι τόν ἔβλεπαν καί τόν γνώριζαν. Ὁ ἴδιος ὅμως δέν ἔβλεπε κανέναν. Ὁ μόνος γνωστός - ἄγνωστός του δρόμος ἦταν αὐτός πού ὁδηγοῦσε ἀπό τό σπίτι του μέχρι τό σημεῖο, ὅπου καθόταν καί ζητιάνευε. Ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός ζητιάνευε τείνοντας τό χέρι του στούς διαβάτες. Περίμενε ὑπομονετικά καί μοιρολατρικά ὅλη τήν ἡμέρα τή βοήθεια πού θά τοῦ ἔδιναν οἱ περαστικοί. Καί νά, πού ἐκείνη τήν ἡμέρα πέρασε ἕνας πλούσιος διαβάτης μέ τή συντροφιά του. Καί τοῦ ἔδωσε, τοῦ ἔδωσε ἄφθονα πλούτη. Τοῦ… χάρισε τό φῶς τῶν ματιῶν του!... Μέ λίγη λάσπη καμωμένη ἀπό χῶμα καί σάλιο, μέ τό νερό τῆς κολυμβήθρας τοῦ Σιλωάμ, μέ πίστη στό λόγο τοῦ Ἰησοῦ, πῆγε τυφλός καί ἦλθε «βλέπων».
  Ὑπάρχουν καί σήμερα τυφλοί στά φυσικά τους μάτια, ὅπως ἐπίσης καί ἄλλοι τραγικότεροι τυφλοί στά πνευματικά. Κι αὐτοί οἱ δεύτεροι, τό ἴδιο παραπαίουν στά σοκάκια τῆς ζωῆς, γνωρίζουν ἕναν μόνο δρόμο, πού ὁδηγεῖ στή ζητιανιά καί στόν οἶκτο. Ἁπλώνουν τά χέρια τους γιά γνώση, δόξα, εἰρήνη, εὐτυχία καί χαίρονται μέ τά ψίχουλα τῆς ἐπαιτείας τους. Ὅταν, ἀπρόσμενα, παρουσιάζεται μπροστά τους ὁ Ἰησοῦς, πού τούς προσφέρει τή σωτηρία. Τότε, ὅλα τά φῶτα ἀνάβουν γι’ αὐτούς, καί γιά πρώτη φορά βλέπουν. Σκυμμένοι δουλικά στήν ὑπηρεσία τῶν παθῶν, ἀδύναμοι νά ἀντισταθοῦν μέχρι τώρα, μέ μιᾶς γίνονται ἐλεύθεροι· τό σκοτάδι φεύγει καί ἡ ζωή τους φωτίζεται μέσα στό φῶς τοῦ Χριστοῦ.
  Θεραπεύονται, γιατί βρῆκαν τό φῶς καί τό ἔκαναν δικό τους. Μέ τή λίγη τους πίστη δέχτηκαν τό λόγο τοῦ Θεοῦ, πού τούς τράνεψε τήν ἐλπίδα καί τούς χάρισε τήν ἐλευθερία. Ἔτσι πάντα ἀπαιτεῖται πίστη στόν Χριστό ἁπλή, ἁγνή, πέρα ἀπό προκαταλήψεις. Κι ἄν μερικές φορές ἡ ἀποκατάσταση μᾶς φαίνεται μέσα στήν ἀνυπομονησία μας ἀργή καί λιγότερο ἐπιτυχής ἀπ’ ὅ,τι συνέβη σέ ἄλλους, πρέπει νά ἐμπιστευόμαστε ἄφοβα, σίγουροι ὅτι ὁ Κύριος γνωρίζει καλύτερα ἀπό μᾶς. Γιά νά θεραπευθεῖ ὁ ἐκ γενετῆς τυφλός ἔπρεπε νά πιστέψει καί νά φανεῖ ὑπομονετικός μέχρι νά φτάσει στήν κολυμβήθρα τοῦ Σιλωάμ. Καί τότε εἶδε!
   Ὁ τυφλός δέχτηκε τό φῶς τοῦ Χριστοῦ· δέν ἔμεινε ὅμως ἐκεῖ. Ἡ ἀτελής πίστη του στερεώθηκε μέ τήν ἐμπειρία· «εἰ ἀμαρτωλός ἐστιν οὐκ οἶδα· ἕν οἶδα ὅτι τυφλός ὤν ἄρτι βλέπω» (στ. 25). Καί ἐκφράστηκε στήν ὁμολογία του· «πιστεύω, Κύριε· καί προσεκύνησεν αὐτῷ» (στ. 38). Ἡ πίστη μας δέν στηρίζεται σέ ὄνειρα, ὁράματα καί φαντασίες. Σάν χριστιανοί δέν παραμερίζουμε τήν ἐμπειρία· «καί ἑώρακας αὐτόν καί ὁ λαλῶν μετά σοῦ ἐκεῖνός ἐστιν» (στ. 37), λέγει ὁ ἴδιος ὁ Κύριος. Πίστη πού δέν ἔχει ἐμπειρίες εἶναι ἀδύναμη, ἀτελής. Ἡ προσωπική συμμετοχή καί ἡ ἀποδοχή τῆς ριζικῆς ἀλλαγῆς, ἡ ἄμεση κοινωνία τοῦ πιστοῦ μέ τόν Κύριο, ἡ ἄφοβη ὁμολογία ἐκφράζουν τήν τέλεια θεραπεία του, τήν πνευματική ἴασή του.
  Ὁ Ἰησοῦς σίγουρα θά κάνει ἕναν σταθμό στή ζωή μας καί θά προσπαθήσει νά μᾶς ὁδηγήσει στό φῶς. Ἀλλά, θά ἀνταποκριθεῖ μόνο στή δική μας συγκατάβαση· τότε, θά φωτίζει τήν ὕπαρξη καί τή ζωή μας ἀπόλυτα, ὄχι μόνο αὐτήν τήν παροδική, ἀλλά κυρίως τήν αἰώνια, γιατί αὐτός εἶπε ὅτι «Φῶς εἰμι τοῦ κόσμου» (στ. 6). Ἀλλά ἀπό τή στιγμή πού ἀρχίζουμε νά κινούμαστε κοντά στόν αὐτόφωτο ἀστέρα–Χριστό καί ἡ δική μας ζωή πρέπει νά λαμπρύνεται ἀπό τό φῶς Του καί νά φωτίζει τό δρόμο ἄλλων. Ἐπιβάλλεται νά γίνουμε φῶς. Νά στέκονται μπροστά μας οἱ ἄλλοι προσπαθώντας νά βροῦν κάτι κοινό στήν τωρινή μας ζωή μ’ ἐκείνη πού ζήσαμε στό σκοτάδι. Ἕνα ἐρέθισμα πού θά τούς μιλήσει γιά τό «πῶς ἀνεῴχθησαν οἱ ὀφθαλμοί μας» (στ. 10).

Δ. Π.
Ἀπολύτρωσις 37 (1982) 74