Δεκαπενταυγουστιάτικα ποιητικά ψελλίσματα

koimisi theotokou Οἱ νεοέλληνες ποιητές, σάρκα ἀπό τή σάρκα τοῦ λαοῦ μας, πού κοιμᾶται καί ξυπνᾶ μέ τ’ ὄνομα τῆς Παναγιᾶς στά χείλη του, ἐκφράζουν στά ἀφιερωμένα στή χάρη της ποιήματα μιά τρυφερότητα καί μιά υἱική ἀναζήτηση θαλπωρῆς.

Πετυχημένα σημειώνει ὁ Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος ὅτι ὁ ποιητής «ἐξαντλεῖ τόν οἶστρο τῆς λυρικῆς φαντασίας στήν ἐπίκληση τῆς Παρθένου. Ὁ λόγος γίνεται στά χείλη μουσική, ἡ προσευχή του πλουτίζεται ἀπό θαυμάσια φραστικά εὑρήματα, ἡ κατάνυξή του γίνεται ἡδυπάθεια, ἡ συντριβή του γεμίζει ἀπό τρυφερότητα· εἶναι ἕνα παραστρατημένο, παραπονεμένο παιδί, πού ἀναζητεῖ τό θάλπος τῆς μητρικῆς ἀγκαλιᾶς».

Ἡ Παναγία πλημμυρίζει τήν ὕπαρξη τοῦ ποιητῆ ἀπό ἀπερίγραπτη γοητεία. Ἡ ἐπιείκειά της τόν ἐνισχύει, ἡ καθαρότητά της τόν ἀνακουφίζει, ἡ συμπόνια της τόν ζεσταίνει κι ὅλα μέσα του ἀνθίζουν καί εὐωδιάζουν. Ἀναμφισβήτητα, ἡ ποιητική ἔξαρση τοῦ ὀρθόδοξου Ἕλληνα ὕφανε ἀπαράμιλλους ὕμνους στήν Παναγία, «πού μπροστά τους τά ἐγκώμια τῆς Ἀθηνᾶς μοιάζουν φτωχά ξεθωριασμένα στολίδια», παρατηρεῖ ὁ ἀκαδημαϊκός Σπύρος Μελᾶς. Ἔτσι, τά σύγχρονα ποιήματα ἀποτελοῦν αὐθόρμητη ἔκφραση προσευχῆς, ἔκρηξη καρδιᾶς καί ὄχι ἁπλή ἐγκεφαλική δημιουργία.

Εἰσοδεύοντας στὸν πανίερο καὶ εὐκατάνυκτο χῶρο τοῦ πάνσεπτου Δεκαπενταυγούστου ἐπιθυμῶ νά παρουσιάσω μία εὔοσμη ποιητική ἀνθοδέσμη.

Καί πρῶτα πρῶτα, ὁ κὺρ-Ἀλέξανδρος Παπαδιαμάντης, ὁ δεινός γνώστης τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ ἀναλογίου καὶ τῆς ὀρθόδοξης λατρείας «Στὴν Παναγιὰ τὴν Κεχριὰ» ἐξομολογεῖται:
« Γλυκειὰ Παρθέν’ ἀξίωσέ με
νά ‘ρθω καὶ πάλι στὸν ναό σου.
………………..
Στὰ νεαήμερα τ’ ἀγαπημένα ...
ἤθελα νά ‘μαι νὰ ψάλω τὸ "Πεποικιλμένη…"
στὸ πανηγύρι τὸ σεμνό».

Ὁ Κώστας Τσιρόπουλος, ἐξυμνώντας τό πέρασμά μας ἀπό τόν πεπερασμένο χρόνο στό ἄπειρο τῆς αἰωνιότητας, στὸ ποίημά του «Τῆς κοίμησης τῆς Θεοτόκου», ψάλλει γιά τήν Παναγία, ἡ ὁποία μᾶς γλυκαίνει «μέ κερήθρα ταπείνωσης», ἐνῶ «εἰρηνεύει τό σύμπαν καί τό μυστήριο ἀποδίδεται»:
«Ἄσπιλη γιορτὴ τῆς σιγῆς
ἡ σάρκα τελειώνει χρυσὴ
ἀπὸ χάρη καὶ τρόμο,
βαστάζοντάς τη
Αὐτὸς ποὺ τὸν βάστασε.
Τὰ ἐπίγεια συγκροτημένα
στὴν κυψέλη τῆς ἀγκαλιᾶς σου».

Ἡ μεγαλόπνοη λύρα τῆς Ζωῆς Καρέλλη κόσμησε εὐκαιριακά τὴ μορφὴ τῆς Παναγίας. Στό ποίημα «Ἐπίκληση» ὁμολογεῖ ὅτι ξεκινᾶ πρός τῶν «οὐρανῶν τήν πλατυτέρα», τήν «ἀδιάρρηκτη, ἄρρηκτη, ἄρρητη δωρεά», τήν «ἐλπίδα πού φέρνει τή νίκη» καί ταπεινά ἱκετεύει:
«Ἡ ἄφθονη χάρη σου
ἂς χαρίσει στὴ μαραμένη καρδιά μας
τὴ χαρά...
Μὴν ἀποστρέψεις τὴ ματιά σου...
Ἄκουσε Σύ, ἡ αἰώνια μητέρα,
τὶς προσκλήσεις ποὺ φωνάζουμε, καλοῦμε,
ὑμνοῦμε τὴ φωνὴ ποὺ σὲ ὀνομάζει.
Παρακαλοῦμε, δὲν ξέρουμε τὴν παράκληση
νὰ λησμονήσουμε ποὺ τὴ δύναμή σου ὁμολογεῖ
κι ἐλέγχει τὴ δική μας ἀδυναμία».

Ὁ φωτεινὸς καὶ εὐσυγκίνητος ποιητικὸς λόγος τοῦ Ματθαίου Μουντέ ἀπευθύνει στήν Παναγία μέ τό ποίημα «Δέηση τοῦ Δεκαπενταυγούστου» λόγους σιωπῆς, ἱκέσιους, γιὰ νὰ μᾶς φιλέψει Ἐκείνη, ὅπως κι ἡ μάνα μας, καλοσύνη καὶ ἔγνοια παντοτεινή:
«Ἔλα σάν αὐγουστιάτικο μελτέμι
Προτοῦ οἱ ἑφτά πληγές σφραγίσουνε τό τέλος.
.................................
Φέρε τήν πηγή τοῦ ἐλέους Σου
ν’ ἀναβλύσει πλάι στήν πληγή μας.
Μάζεψε πάλι ἐκ περάτων τά μηνύματα τῆς χαρᾶς
φόρτωσέ τα πάνω σέ δειλινές καμπάνες
πού σημαίνουν τήν Παράκληση
καί φέρ' τα νά τά καρφώσεις στεφάνι στήν πόρτα μας».

Ὁ ποιητής Τάκης Παπατσώνης μέ τόν φιλοσοφικό στοχασμό, τό βαθύ θρησκευτικό συναίσθημα καί τόν μυστικισμό, πού τόν διακρίνει, στὸ ποίημά του «Ρεμβασμὸς Δεκαπενταύγουστου» ὁμολογεῖ:
«Ἄλαλα τὰ χείλη τῶν ὅσων δὲν κοπιάσαν,
γιὰ ν’ ἀκουμπήσουν τὰ ξαναμμένα κεφάλια τους
στὰ γόνατά σου τὰ μητρικά, ποὺ καταλύουν τὸ μαῦρο πάθος…
Ἐνῶ τὰ δέντρα
τὰ εὐσκιόφυλλα στὴ λιτάνευση, καθὼς τὸ Σῶμα
περνάει τῆς Βασίλισσας, ριγοῦντα καὶ φρίττοντα,
θὰ συγκλίνουν γιὰ προσκύνηση σκορπώντας
τὴ δροσιά τους μὲ τὸ ἀνέμισμα, ριπίδια τῆς λατρείας,
ἀναστυλώνοντας ὅσους μαραίνονται κι ἀσθμαίνουν
στὶς τροπικὲς τὶς λαῦρες τοῦ καλοκαιριοῦ μας,
μισοκαμένες θημωνιὲς κοντὰ στὸ ἁλώνι,
καπνοὶ ποὺ διαλύουν
τὶς αὐγουστιάτικες τὶς ἁμαρτίες μας».

Ὁ Παυλέας Σαράντος, μέ τούς γεμάτους φῶς καί αἰσθητικό κάλλος στίχους του, δέεται στή «Σύγχρονη ἀφοσίωση στὴν Κοίμηση τῆς Θεοτόκου»:
«Κάνε τὸ χέρι μας ὄχι κλειστό, ἀλλὰ ἄφθονο, χέρι προσφορᾶς,
ποτὲ χέρι ἁρπαγῆς….
Σύντρεξέ μας, στοῦ βίου μας τὰ περιστατικὰ τὰ κρημνώδη,
γιὰ νὰ διατηρήσουμε μία ἐλπίδα εὔθυμη καὶ ἀνοιχτὴ
ἔτσι ὥστε νὰ μὴν τὴν κάνουμε μία αὐτοπεριοριζόμενη
φυλακή μας».
Στό ποίημά του «Στὴν κοίμηση τῆς Θεοτόκου» ἐκζητεῖ τήν πρεσβεία της:
«Ἐσύ, ὅπου ὁλόκληρη εἶσαι Ἀκοὴ καὶ Ὅραση,
δίδαξέ μας πὼς δὲν πεθαίνουμε, παρὰ μόνο
γιὰ λίγο κοιμόμαστε.
Κατόρθωσε μὲ τὴν πρεσβεία σου γιά μᾶς
νὰ κοιμηθοῦμε κ’ ἐμεῖς τίμια καὶ ἁπλὰ
μὲ τὴ δικαιοσύνη μας, ὅπως σήμερα
κοιμήθηκες κ’ Ἐσύ, γιὰ ν’ ἀναστηθοῦμε
μέσα στὴ θεϊκὴ καὶ τὴν ἀνθρώπινη
προστασία τῆς ἀγκαλιᾶς Σου».

Κλείνω μέ τούς στίχους τοῦ Γ. Βερίτη, πού στράγγισε τό ποτήρι τοῦ πόνου καί τῆς ὀδύνης, καί στό ποίημά του «Στή μητέρα τῶν θλιμμένων» -ἐκπροσωπώντας καί ὅλους ἐμᾶς- υἱικά ἱκετεύει:
«Στή θλίψη καί στή δυστυχία,
στίς δύσκολες στιγμές τοῦ πόνου,
ὅλοι σέ Σέ τό βλέμμα ὑψώνουν
κι ὅλοι φωνάζουν "Παναγία!"...

Γλυκιά Μητέρα τῶν θλιμμένων
καί στήριγμα τῶν χριστιανῶν,
δῶσ’ στίς ψυχές τῶν πονεμένων
λίγη δροσιά τῶν οὐρανῶν.
Ὅλους Ἐσύ προστάτεψέ μας,
γέρους καί νέους καί παιδιά,
καί πάντα πλούσια χάριζέ μας
ἐλπίδα καί παρηγοριά».

Εὐδοξία Αὐγουστίνου
Ἀπολύτρωσις 70 (2015) 202-204