Ἀπό τήν δημιουργία στόν Δημιουργό

 farosἝνας βράχος προβάλλει πάνω ἀπ᾿ τή θάλασσα -πού τόσες φωνές τραγούδησαν τό βαθύ της γαλάζιο. Ἀνεβαίνω κι ἡ ἀνάσα μου ὅλο καί πιό γοργή ἀνταμώνεται μέ τό χτύπο τῆς καρδιᾶς μου. Στήν ἄκρη του ὁ φάρος -ἕνας ἄσπρος, ψηλός φάρος σάν αὐτόν τοῦ πιό τρελοῦ μου ὀνείρου. Κι ἐγώ ἐκεῖ μπροστά, πάνω στά βράχια, ν᾿ ἀτενίζω μιά στό βάθος τό ἀρχαῖο πέλαγος καί μιά μπροστά μου -κατάματα- τόν ἥλιο πού σέ λίγο θά δύσει. Τόση ὀμορφιά δέν χωράει ἡ ματιά οὔτε ἡ ψυχή βαστᾶ νά τή ζήσει ἀμίλητη, καί ξεσπάει ἡ καρδιά σέ τραγούδι! Νά ᾿μαι μπροστά σέ πελώριο θέατρο; Κι ἡ παράσταση ἀρχίζει. Ἔχουν τόσα νά μοῦ ποῦν τά χρώματα πού ἁπαλά βάφουν τήν ἀτμόσφαιρα κι ἔχω τόσα νά τούς πῶ. Κι ὅσο πορφυρώνεται τό φῶς, πιότερο ὀμορφαίνουν ὅλα γύρω μου. Κι ὅσο χαμηλώνει ὁ ἥλιος, τόσο καταλαγιάζει τό πανηγύρι μέσα μου κι ἀλλάζει μορφή. Μιά βαρκούλα μοναχά πού σκίζει τό πέλαγος ἀποσπᾶ τήν προσοχή μου. Κι ὕστερα ὅλα ἡσυχάζουν.
 Ἔχω ἀπό ὥρα μπεῖ στό ναό τῆς φύσης Σου κι ἀκούω τή φωνή Σου. Τώρα ἦρθε ἡ σειρά μου νά Σοῦ μιλήσω. Μέ ἕνα λόγο, μέ μιά ματιά, μιάν ἀνάσα, ἕνα σκίρτημα; Δέν ἔχει σημασία. Εἶμαι τόσο ψηλά πού Σέ βλέπω ἀπέναντι -τόσο καθαρά πού δέ μοῦ μένει οὔτε στάλα ἀμφιβολίας. Εἶσαι σέ κάθε σκηνή πού ξετυλίγεται μπροστά μου. Τί θά Σοῦ πῶ; Τί ἄλλο ἀπ᾿ τό τραγούδι τῆς ψυχῆς μου; Ἀφήνω τήν κιθάρα στά βράχια. Θέλω ν᾿ ἀκούγεται μόνο ὁ ἦχος τῆς γαληνεμένης θάλασσας καί ὁ δρόμος τοῦ ἥλιου πού δύει. Τέτοιες στιγμές ἀρκεῖ καί μόνο ἡ σιωπή. Σκύβω μέσα βαθιά μου καί ἀναρωτιέμαι: Εἶναι ἀλήθεια ὅ,τι ζῶ ἤ εἶναι ὄνειρο; Ἡ φωνή μου πνίγεται στό ἀπέραντο γαλάζιο. Μπροστά στήν τόση ὀμορφιά ἡ σκέψη πετᾶ σέ πρόσωπα ἀγαπημένα. Κι ἄξαφνα εἶναι ὅλοι ἐκεῖ γύρω μου. Τούς φέρνω νοερά μπροστά Σου. Κι ἔπειτα πάλι μόνη...
 Μπροστά στό μεγαλεῖο τῆς φύσης στέκομαι τόσο μικρή καί ἀνάξια. Πόσο θά ᾿θελα νά στέκομαι μπροστά Σου μέ παρρησία. Μά εἶναι τόσες οἱ σκιές πού διεκδικοῦν θέση ἀνάμεσά μας. Ἀναπολῶ τόν χαμένο χρόνο, τίς στιγμές πού Σέ πλήγωσα. Τόν τέλειο ἑαυτό πού μέ περιμένει... Ἀνοίγω τά χέρια καί φωνάζω, μ᾿ ὅση δύναμη ἔχω, ν᾿ ἀκουστῶ ὥς τό ἄπειρο: Ἡ ὀμορφιά τῆς φύσης Σου μέ ἐλέγχει γιά τό μικρό μου ἀνταπόδομα στίς μεγάλες εὐεργεσίες. Ὅμως Σέ νιώθω ζωντανό μπροστά μου καί μέσα μου. Σέ νιώθω πατέρα καί μέ τό θάρρος τοῦ μικροῦ παιδιοῦ ζητῶ νά ἀνανεώσω τήν ὑπόσχεση πού τόσες φορές ἀθέτησα. Νά ἀρχίσω πάλι ἀπ᾿ τήν ἀρχή... Τό φῶς ὅλο καί χάνεται πίσω ἀπ᾿ τή γραμμή πού χαράζει τό τέλος τῆς θάλασσας. Ἡ αὐλαία πέφτει καί ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς ἀντηχεῖ σάν βουβό χειροκρότημα. Ὁ φάρος ἀνάβει καί σβήνει σταθερά καί μοῦ δείχνει τό δρόμο. Μιά λέξη χαράζεται τώρα φωτεινή στό δρόμο τοῦ ἥλιου πού ἔδυσε: Μετάνοια. Νά ἔζησα ἄραγε κάτι ἐλάχιστο ἀπ᾿ τή γλυκύτητά της;

Ἡλιανή