Ἡ ἀντιστράτηγος Μαντώ Μαυρογένους

 manto mavrogΞένε, ἄν βρισκόσουν στήν Ἑκατονταπυλιανή τῆς Πάρου τό 1840, θά ἄκουγες καμπάνες νά χτυποῦν πένθιμα, κλαγγές ὅπλων νά ἠχοῦν δυνατά. Θά ἔβλεπες ἐπίσημα πρόσωπα, ἀξιωματικούς, πολλούς νησιῶτες νά περιστοιχίζουν ἕνα φέρετρο. Μέ ρωτᾶς ποιός εἶναι ὁ νεκρός; Μιά γυναίκα ντυμένη μέ τή στολή τοῦ ἀντιστρατήγου. Νά, δίπλα της τό πρωτοπαλλήκαρό της κι οἱ συμπολεμιστές της τή συνοδεύουν στήν τελευταία της κατοικία δακρύβρεχτοι, ἀναπολώντας τά ἔνδοξα περασμένα. Κηδεύεται μέ τιμές ἀντιστρατήγου ἡ ἡρωίδα τῆς Μυκόνου, ἡ Μαντώ Μαυρογένους.  
 Λίγα χρόνια πρίν ξεσπάσει ἡ Ἐπανάσταση τοῦ 1821, ἡ νεαρή Μαντώ ἀναχωρεῖ ἀπό τήν Τεργέστη. Ἐκεῖ γεννήθηκε, μορφώθηκε κι ἔμαθε τέλεια τήν ἰταλική, τή γαλλική καί τουρκική γλῶσσα. Ὁ πλούσιος ἔμπορας πατέρας της, Νικόλαος, ἐπιστρέφει στήν ἀγαπημένη του πατρίδα τή Μύκονο. Τή Μαντώ ὅμως ἀφήνει στήν Τῆνο. Κατά προτροπή του, ὁ ἐνάρετος θεῖος της ἱερέας Μαῦρος ἀναλαμβάνει τή διαπαιδαγώγησή της.
 Μάρτιος τοῦ 1821. Ἕνα ὑδραίικο ἱστιοφόρο φέρνει στό νησί τους χαρμόσυνες εἰδήσεις γιά τήν ἔκρηξη τῆς Ἐπανάστασης στήν Πελοπόννησο. Ἀπό τή στιγμή ἐκείνη ἡ Μαντώ ζῆ, ἀναπνέει καί κινεῖται μόνο γιά τήν ἀπελευθέρωση τοῦ Γένους. Ξεσηκώνει τήν πατρίδα της τή Μύκονο. Συγκινεῖ τούς προκρίτους μέ τό παράδειγμα καί τά πύρινα λόγια της: «Ἔρχομαι νά προσφέρω τήν περιουσίαν μου διά τόν ἀγῶνα τοῦ Γένους... Ἑνώσωμεν τάς δυνάμεις μας μέ τάς δυνάμεις τῶν ἀδελφῶν μας πού πολεμοῦν αὐτήν τήν ὥραν διά τήν ἀναγέννησιν τοῦ Ἔθνους! Ἀποτινάξωμεν τόν ἀτιμωτικόν ζυγόν!... Μή χάνωμεν καιρόν. Ἐμπρός! Εἰς τήν θάλασσαν τά καράβια μας!».
 Ἀπό τήν πρώτη στιγμή πού ἀποβιβάστηκε στή Μύκονο πολλοί γοητεύονται ἀπό τήν ὀμορφιά της, τή χάρη καί τή γλυκύτητα τῶν τρόπων της. Μνηστῆρες τήν περιτριγυρίζουν. Ἐκείνη ὅμως ἀποστασιοποιεῖται ἀπό τέτοιες σχέσεις. Προτεραιότητα ἡ λευτεριά. «Ἡ καρδία της θά ἦτο τό ἔπαθλον τοῦ νικητοῦ τῶν Τούρκων», σημειώνει ὁ Πουκεβίλ.
 Τά νησιά τοῦ Αἰγαίου, τό ἕνα μετά τό ἄλλο, ὑψώνουν τή σημαία τῆς Ἐπαναστάσεως. Ἡ Μαντώ σκέφτεται πρῶτα ν' ἀσφαλίσει τή Μύκονο. Συγκροτεῖ ἐθελοντικό στρατό. Ὅλοι τήν ψηφίζουν ἀρχηγό. Χαρακτηριστικά τά λόγια της: «Ἡ πατρίς μου νά ἐλευθερωθῆ καί ἀδιάφορον τί θά ἀπογίνω». Ξοδεύει γιά τόν Ἀγώνα, δίχως νά λυπᾶται, τήν τεράστια περιουσία της. Κι ὅσο τά χρόνια διαβαίνουν καί τά χρήματα ἐξατμίζονται, μέ χαρά πουλᾶ τά χρυσαφικά της κι ἄλλα ἀκριβά πράγματα τοῦ ἀρχοντικοῦ της. Οἱ συγγενεῖς της, προπάντων ἡ μητέρα της, ἐξαγριώνονται.
 Ἡ φρικτή καταστροφή τῆς αἱματοβαμμένης Χίου, τόν Μάρτιο τοῦ 1822, ἀνάβει τίς καρδιές τῶν κατοίκων τῆς Μυκόνου γιά ἐκδίκηση. Εἶναι ἀποφασισμένοι νά πολεμήσουν μέ τά πλοῖα τους τούς Τούρκους στή Χίο. Τότε ἐμφανίζεται στήν πλατεία τῆς Μυκόνου ἡ Μαντώ μαυροντυμένη, μέ πένθιμο πέπλο στό κεφάλι καί μέ τά συνετά της λόγια κατευνάζει τά πνεύματα: «Ἡ δίψα τῆς ἐκδικήσεως μή σᾶς παρασύρει εἰς ἀσυνέτους πράξεις... Ἀντί νά ἀφήσετε ἀνυπερασπίστους τάς γυναῖκας ἐδῶ, τρέχοντες κατά τοῦ ἐχθροῦ, ὁπλισθῆτε διά νά εἶσθε ἕτοιμοι νά τόν ἀποκρούσετε, ἐάν τυχόν θελήση νά ἐπαναλάβη εἰς τήν Μύκονον τάς θηριωδίας πού διέπραξεν εἰς τήν Χίον».
 Πόσο ἡ ἱστορία τή δικαίωσε! Τόν Ὀκτώβριο τοῦ 1822, Τοῦρκοι καί Ἀλγερινοί, πατοῦν τή Μύκονο φωνάζοντας «Ἀλλάχ! Ἀλλάχ! Θάνατος στούς ἀπίστους!». Ἡ Μαντώ ἀτρόμητη κατευθύνει τή σκληρή μάχη, κραδαίνοντας τό ξίφος της. Τά παλληκάρια της πυροδοτοῦνται ἀπό τήν πατριωτική φλόγα τῆς νεαρῆς Ἀμαζόνας. Ὁ ἐχθρός τρέπεται σέ φυγή κι ἡ Μύκονος ἀναπνέει ἐλεύθερα. Μέ τήν ἀρχηγό τους οἱ μαχητές ἀναπέμπουν μές στήν ἐκκλησία δοξολογία εὐχαριστίας.  
Καί ποῦ στή συνέχεια δέν δίνει δυναμικό τό παρών της ἡ ἡρωίδα τῆς Μυκόνου! Ἡ Εὔβοια, τό Πήλιο, ἡ Φωκίδα πόσα δέν τῆς χρωστοῦν, πού μέ αὐταπάρνηση κατεργάζεται τή λευτεριά τους!
 Ἔρχεται στιγμή πού ὁ Ἀγώνας κινδυνεύει νά χαθεῖ ἀπό τά κομματικά πάθη. Γέφυρα καί εἰρηνοποιός ἀνάμεσα στούς ἀντιμαχόμενους ἀρχηγούς τῆς Ἐπανάστασης γίνεται ἡ γλυκύτατη Μαντώ. «Τασσομένη ἀδιαφόρως ὑπό τάς διαταγάς οἱουδήποτε ἀρχηγοῦ εἴτε ἐκτελοῦσα ἡ ἰδία χρέη ἀρχηγοῦ εἰς ἕνα καί μόνον ἀπέβλεπε σκοπόν: νά ἐκδιώξη τούς Τούρκους ἐκ τῆς γῆς τῆς πατρίδος της», μαρτυροῦν ξένοι φιλέλληνες.
 Ὁ πρῶτος Κυβερνήτης τῆς Ἑλλάδας, Ἰωάννης Καποδίστριας, τιμᾶ τή Μαντώ  καί ἐπικυρώνει ἐπίσημα τόν βαθμό τοῦ ἀντιστρατήγου πού ἤδη φέρει. Αὐτή διαλέγει ὁ Κυβερνήτης, γιά νά ἀναλάβει τή διεύθυνση τοῦ ὀρφανοτροφείου στήν Αἴγινα. Περισσότερα ἀπό 500 ὀρφανά βρίσκουν θαλπωρή στήν πλούσια καρδιά της.
 Αὐτή ἡ ἀρχοντογυναίκα πού θυσίασε τά ὑπέρογκα χρηματικά ποσά της γιά τόν Ἀγώνα, αὐτή πού πρόσφερε τίς στρατιωτικές της ὑπηρεσίες σέ στεριές καί θάλασσες γιά τήν ἀποτίναξη τοῦ τουρκικοῦ ζυγοῦ, ζῆ τά τελευταῖα της χρόνια ἐντελῶς ξεχασμένη, φτωχή, προπάντων παραπονεμένη καί ἀδικημένη. Τό κράτος τῆς ἔδωσε μία πολύ μικρή σύνταξη καί τή χαρακτήρισε χήρα καί ἀπόμαχη! Δίκαια σέ ἀναφορά της στόν βασιλιά Ὄθωνα ἔντονα διαμαρτύρεται: «... ἡ ὑποφαινομένη, Μεγαλειότατε, οὔτε χήρα ἤμουν ποτέ, ἀλλ' οὔτε ὑπανδρευμένη, διά νά εἶναι δυνατόν νά κατασταθῶ χήρα, καί οὔτε εἰς τόν πόλεμον ποτέ ἐπληγώθην διά νά κατασταθῶ ἀπόμαχος...». Ἔτσι καταπικραμένη, στά 43 της χρόνια, φεύγει ἀπ' αὐτή τή ζωή.
Ξένε, σάν ἐπισκεφθεῖς τή Μύκονο, θά σέ καλωσορίσει στήν παραλία ἡ προτομή της μέ τά ὑπέροχα λόγια της πού χαράχτηκαν ἀπό κάτω:
 «Ἡ ἀγάπη τῆς πατρίδος μου, ἡ πίστις εἰς τήν θρησκείαν μου, ἡ δίψα δικαίας ἐκδικήσεως ἐξῆραν τήν ψυχήν μου, καί μοῦ ἐνέσπειραν τόν πόθον τῶν μαχῶν».

Ἑλληνίς