Κυρ. Ζ΄ Λουκᾶ Λκ 8,41-56

Τό δίδυμο θαῦμα

  kori iairouΣτό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα (Λκ 8,41-56) ἀκούσαμε δύο σημεῖα τά ὁποῖα ἔκανε ὁ Κύριός μας.
  Τό ἕνα εἶναι ἡ θεραπεία μιᾶς γυναίκας πού 12 ὁλόκληρα χρόνια τό κορμί της στράγ­γιξε ἀπό τήν αἱμορραγία καί ξόδεψε ὅλο τό βιός της σέ γιατρούς καί φάρμακα χωρίς νά δεῖ θεραπεία. Τέλος, πῆρε τήν ἀπόφαση νά πλησιάσει τόν Ἰησοῦ. Ἀλλά ἐπειδή καί ἡ ἀρρώστια της ἦταν τέτοια πού δέν μποροῦσε νά τή φανερώσει καί κόσμος ἦταν πο­λύς, ὥστε νά μήν μπορεῖ νά μιλήσει ἰδιαίτερα στόν Ἰησοῦ, σκέφτηκε νά τόν πλησιάσει κρυ­φά καί νά ἀγγίξει μέ τό δάχτυλό της τό ἱμάτιό του. Καί πράγματι αὐτή ἡ ἀδύ­ναμη γυναίκα ἐπιστράτευσε ὅλες της τίς δυνάμεις, κατόρθωσε νά διασχίσει τό πλῆθος, νά πλησιάσει τόν Ἰησοῦ, νά τόν ἀγγίξει καί νά θεραπευθεῖ. Ἔγινε ἀμέσως καλά!
  Ὁ Ἰησοῦς ὅμως σταματάει καί ρωτᾶ· «τίς ὁ ἁψάμενός μου;», ποιός εἶναι αὐτός πού μέ ἄγγιξε; Καί οἱ ἀπόστολοι ἀποροῦν: «Κύριε, τί εἶναι αὐτό πού λές; Τόσος κόσμος σέ σπρώχνει, σέ συνθλίβει καί ἐσύ λές “κάποιος μέ ἄγγιξε;”». Ἀλλά ὁ Κύριος ἐπιμένει: «Κάποιος μέ ἄγγιξε». Τί ἐννοεῖ; Τόν ἄγγιζαν καί οἱ ἄλλοι, τόν συνέθλιβαν, ἀλλά δέν ἔνιωθε νά φεύγει τίποτε ἀπό πάνω του. Ὅταν τόν ἄγγιξε αὐτή ἡ γυναίκα, ἔνιωσε νά φεύγει μιά δύναμη ἀπό πάνω του καί νά πηγαίνει σ᾽ αὐτή τή γυναίκα.
  Ἤξερε καλά ὁ Χριστός καί ποιός τόν ἄγγιξε καί γιατί τόν ἄγγιξε, ἀλλά ἤθελε νά διδάξει κάτι. Νά διδάξει ὅτι παίρνουν δύναμη καί χάρη ἀπό τόν Ἰησοῦ μόνον ἐκεῖνοι πού τόν ἀγγίζουν μέ πίστη. Νά γιατί σήμερα εἴμαστε τόσοι χριστιανοί, ἀλλά δέν ξέρω πόσοι ἀπό μᾶς νιώθουμε κάτι νά παίρνουμε μέσα μας ὅταν προσευχόμαστε, ὅταν διαβά­ζουμε τό Εὐαγγέλιο, ὅταν κοινωνοῦμε, ὅταν ἐρχόμαστε στήν Ἐκκλησία. Δέν ξέρω πό­σοι ἀπό μᾶς παίρνουμε τή χάρη τοῦ Κυρίου. Χάρη παίρνουν ἐκεῖνοι πού πλησιάζουν μέ ἁπλότητα καί λένε: «Εἶμαι ἁμαρτωλός, εἶμαι ἀδύναμος, τίποτα δέν μέ σώζει. Μόνον ἐσύ, Κύριε!».
  Ἐκτός ὅμως ἀπ᾽ αὐτό κρύβεται στό περιστατικό καί ἕνα ἄλλο μήνυμα πού δέν μπο­ροῦμε νά τό καταλάβουμε, παρά μόνον ἄν ξέρουμε τήν ἁγία Γραφή. Μιά γυναίκα μέ αἱμορραγία ἦταν βδελυρή καί ἀκάθαρτη σύμφωνα μέ τόν μωσαϊκό νόμο. Ὑπάρχουν πολλές διατάξεις πού κρατοῦσαν μακριά ἀπό τό θυσιαστήριο καί ἀπό τή λατρεία τίς γυναῖκες αὐτές. Ὅταν λοιπόν ὁ Ἰησοῦς χάρισε τή θεραπεία σέ μία τέτοια γυναίκα, τό ἔκανε καί ἐπειδή ἤθελε νά καταργήσει ὅλες αὐτές τίς μωσαϊκές διατάξεις, τήν τυπο­λα­τρία, τή θρησκεία πού δέν εἶχε πιά κανένα νόημα. Ἡ ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ ἀγκαλιάζει ὅλα τά πλάσματα. Τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ μᾶς καθαρίζει ἀπό κάθε ἁμαρτία καί ἔτσι τί­ποτε δέν εἶναι βέβηλο, τίποτε δέν εἶναι ἀκάθαρτο, τίποτε δέν εἶναι ἱερόσυλο. Ὅλα ὅταν γίνονται μέ πίστη, ἑλκύουν τή χάρη τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό τῆς λέγει· Κουράγιο, θάρρος, θυγατέρα μου, δέν ἔκανες πράξη ἁμαρτωλή, δέν μέ λέρωσες ἀλλά μέ τό ὅτι μέ ἄγγιξες καθαρίσθηκες. «Θάρσει, θύ­γα­τερ, ἡ πίστις σου σέσωκέ σε· πορεύου εἰς εἰρήνην». Τήν ὀνομάζει θυγατέρα. Καμία ἄλλη γυναίκα δέν ὀνομάζει ἔτσι ὁ Ἰησοῦς.
  Μέ τήν πράξη του αὐτή ὁ Κύριος φωνάζει: «Γυναῖ­κες, ἄν­δρες, μικροί καί μεγάλοι ναυαγοί τῆς ζωῆς, ἄν­θρωποι ἁμαρ­τωλοί, βέβηλοι, αἰσχροί, πόρνοι, φαῦ­λοι, ἐλᾶτε νά μέ ἀγγίξετε! Καί ἄν μέ ἀγγίξετε, θά κα­θα­ρι­σθεῖτε». Ἐλᾶτε ὅλοι, ἀδελφοί μου, νά τόν πλη­σιάσουμε, νά τόν ἀγγίξουμε, νά κοινωνήσουμε τό σῶμα του καί τό αἷμα του, γιά νά καθαρισθοῦμε. Ἡ ἀγάπη του καί τό ἔλεός του εἶναι τόσο μεγάλα, τόσο πλούσια! Μπορεῖ καί θέλει νά μᾶς καθαρίσει, νά μᾶς ξεπλύνει, νά μᾶς ἁγιάσει.
  Στή συνέχεια τό Εὐαγγέλιο μᾶς δίνει ἕνα δεύτερο μήνυμα μέ τό ἄλλο σημεῖο. Ὅταν ὁ Χριστός μπῆκε στό σπίτι τοῦ Ἰαείρου μετά τή θεραπεία τῆς αἱμορροούσης γυναίκας καί εἶδε τόν κόσμο νά κλαίει, εἶπε· «μὴ κλαίετε· οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει». Ἄρχισαν τότε αὐτοί πού ἔκλαιγαν νά «καταγελοῦν», νά κοροϊδεύουν τόν Χριστό, διότι ὅλοι ἤ­ξε­ραν ὅτι ἡ κό­ρη τοῦ Ἰαείρου πέθανε καί μόνον αὐτός ὁ ξένος πού ἦλθε δέν ξέρει τί τοῦ γίνεται καί λέει ὅτι δέν πέθανε. Ὁ Χριστός ὅμως εἶπε· «οὐκ ἀπέθανεν, ἀλλὰ καθεύδει», καί τό ἀ­πέ­δειξε. Ὅταν μετά εἶ­δαν τό κορίτσι ζων­τανό νά τρώει, σάστισαν καί κατά­λα­βαν ὅτι αὐτό κοιμόταν τόν ὕπνο τοῦ θανάτου, ἀλλά τό ξύπνησε καί τό ἀνόρθωσε ὁ Ἰησοῦς.
  Ἀδελφοί μου, ἔχουμε προσφιλέστατους νεκρούς, μά νά τό ξέρουμε καί νά τό πι­στεύ­ουμε ὅτι δέν πέθαναν ἀλλά κοιμοῦνται. Κοιμοῦνται τά σώματα μέσα στούς τάφους, σκόρπισαν στό χῶμα, ἀλλά ἡ ψυχή ζεῖ. Καί ὅπως ἐπέστρεψε τό πνεῦμα στήν κόρη τοῦ Ἰαείρου καί ἑνώ­θηκε μέ τό σῶμα καί συντελέστηκε ἡ ἀνάσταση, ἔτσι μιά μέρα ἀπό τούς τά­φους θά βγοῦν τά σώ­ματα ἄφθαρτα, ἀθάνατα, ὅπως ἦταν τό σῶμα τοῦ Χριστοῦ μετά τήν ἀνάστασή του, καί θά ἑνωθοῦν μέ τά ἀθάνατα πνεύματα. Τό σῶμα πού εἶχε ὁ Χριστός μετά τήν ἀνάσταση, εἶναι τό μοντέλο καί τό ὑπόδειγμα τοῦ σώματος πού θά ἔχουμε κι ἐμεῖς μετά τήν ἀνάσταση.
  Ὅλοι χάσαμε προσφιλῆ μας πρόσωπα, ὅλοι χάνουμε κάθε μέρα. Κι ἐμεῖς θά φύ­γου­με ἀπό τόν κόσμο αὐτό. Καί μέσα σ᾽ αὐτή τήν κατάσταση πέστε μου, σᾶς παρακαλῶ, ποιό εἶναι τό γλυκύτερο μήνυμα, τό πιό ποθητό διάγγελμα πού θά ἤθελε νά ἀκούσει ἡ ἀνθρωπότητα; Αὐτό πού ἀκούγεται σήμερα ἀπό τόν Ἰησοῦ: Οἱ νεκροί δέν πέθαναν ἀλ­λά κοιμοῦνται καί θά ἀναστηθοῦν, ὅπως ἀκριβῶς ἀναστήθηκε ὁ Ἰησοῦς Χριστός καί ζεῖ εἰς τούς αἰῶνες.

Στ. Ν. Σάκκος
Κυριακή 8/11/81, Ἱ.Ν. Ἁγ. Νικολάου Ξηροκρήνης