ΟΤΑΝ ΟΙ ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΜΠΝΕΟΥΝ
(Διασκευή από το βιβλίο της Ελένης Βασιλείου "Πατρίδα μου Ελλάδα σ' αγαπώ")

Αφηγητής: Βρέθηκε να κάθεται στο παγκάκι του πάρκου σχεδόν απελπισμένη. Μα γιατί επιτέλους την πίεζαν να κάνει κάτι που δεν το ήθελε; Γιατί να χαλαλίσει τα νιάτα της και τη ζωή της σε κάτι που όχι απλά δεν την ενέπνεε, αλλά και την τρόμαζε;
    Πέρασε στη Νοσηλευτική. Άλλη στη θέση της θα το γιόρταζε. Όμως η Άννα από μικρή σιχαινόταν τους αρρώστους και τα νοσοκομεία. Εκείνη η μυρουδιά των φαρμάκων της έφερνε αναγούλα. Κι έπειτα, κάθε φορά που έβλεπε αίμα ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Κι όμως, οι γονείς της την πίεζαν να πάει. «Είναι μια καλή δουλειά», της έλεγαν.

κ. Ανδρομάχη:    Καλό μου κορίτσι, γιατί κλαις;
Άννα: (Χαμογελώντας μέσα στα δάκρυά της) Προβλήματα…
κ. Ανδρομάχη: Αχ! Τα νιάτα, που πνίγονται σ’ ένα ποτήρι νερό! Κάθε Οκτώβρη, παιδί μου, έρχονται στη σκέψη μου τα νιάτα της δικής μου γενιάς. Εκείνα δεν είχαν καιρό για προβλήματα, γιατί ο πόλεμος τ’ ανέβασε στα βουνά μ’ ένα μονάχα πρόβλημα: τη λευτεριά και την τιμή της πατρίδας.
Άννα:    Σήμερα όμως δεν έχουμε πόλεμο…
κ. Ανδρομάχη: (Χαμογελώντας) Και γι’ αυτό επιτρέπεται να έχουμε προβλήματα; Μεγαλώσατε παιδί μου μέσα στην καλοπέραση, γι’ αυτό όλα σας φαίνονται προβλήματα. Σαν και σένα ήμουνα περίπου, 19 στα 20, όταν έγινα νοσοκόμα σ’ ένα νοσοκομείο της Μακεδονίας μας. Και τότε ξέσπασε ο πόλεμος.
Άννα: Είστε νοσοκόμα;
κ. Ανδρομάχη: Ήμουν, και μ’ αξίωσε ο Θεός να υπηρετήσω τον άνθρωπο σε μια εποχή δύσκολη. Γι’ αυτό σου λέω, παιδάκι μου, δε ζήσατε εσείς τη φρίκη του πολέμου, δεν είδες νέους να φεύγουν απ’ το νοσοκομείο χωρίς πόδια, χωρίς μάτια. Δεν τους είδες να σβήνουν στα χέρια σου με μόνη παρηγοριά τη δική σου στοργή. Δε μπορείς να φανταστείς τι μεγαλείο είναι να σε βλέπουν όλα εκείνα τα παλικάρια αδελφή τους κι εσύ να τους βλέπεις το ίδιο, αδελφούς. Μα… συγχώρησέ με, παιδί μου, παρασύρθηκα. Ο μήνας βλέπεις φταίει.
Άννα: Σας παρακαλώ, πείτε μου κι άλλα! Πείτε μου κάτι από την εποχή εκείνη, κάτι που έχει μείνει βαθιά χαραγμένο μέσα σας.
κ. Ανδρομάχη: Όλος εκείνος ο χειμώνας του 40-41 έχει χαραχτεί ανεξίτηλα μέσα στην καρδιά μου. Ένα όμως γεγονός, παιδί μου, μ’ έκανε ν’ αφιερώσω όλη μου τη ζωή στην υπηρεσία του αδερφού. Θυμάμαι… ήταν μια μέρα δύσκολη, παγερή, και μ’ ένα σώμα εθελοντριών νοσοκόμων πήραμε σήμα και ανεβήκαμε στο βουνό και στήσαμε εκεί ένα πρόχειρο ιατρείο. Δεν προλαβαίναμε όλη τη μέρα να καθαρίζουμε, να δένουμε πληγές.
    
Α΄ Νοσοκόμα: Όλα πια έχουν παγώσει γύρω μας!
Β΄ Νοσοκόμα: Σίγουρα θα υπάρχουν μέσα στα χιόνια κι άλλοι τραυματίες…
Στρατιώτης Α΄ : (Μπαίνει τρέχοντας) Δυο βαριά τραυματισμένοι βρίσκονται εδώ παρακάτω σ’ ένα βράχο! Ο ένας είναι Ιταλός κι ο άλλος δικός μας. Έχουμε όμως μόνο ένα φορείο.
Στρατιώτης Β΄ : Θα φέρουμε πρώτα τον Έλληνα.
Ανδρομάχη: (Με αυστηρότητα) Θα φέρετε αυτόν που είναι πιο βαριά.
    (Μόλις φεύγουν) Κάνε Παναγιά μου να είναι ζωντανοί και βοήθησέ μας να μπορέσουμε να τους σώσουμε!
    (Οι στρατιώτες μπαίνουν φέρνοντας τον Ιταλό)
Στρατιώτης Β΄: Φέραμε τον Ιταλό πρώτα, γιατί αυτός μας φάνηκε πιο βαριά τραυματισμένος.
Α΄ Νοσοκόμα: Τρέξτε γρήγορα να φέρετε και τον άλλο!
Ανδρομάχη: Κάντε γρήγορα, φέρτε βαμβάκι και γάζες!
    (Ο τραυματίας βογγάει)
Β΄ Νοσοκόμα: Μη βογγάς, παλικάρι μου! Κάνε υπομονή! Θα κάνουμε ό,τι μπορούμε να σε σώσουμε…
    (Για λίγη ώρα τον περιποιούνται)
Ανδρομάχη: Ξέφυγες τον κίνδυνο! Προσπάθησε λίγο να κοιμηθείς για να συνέλθεις.
Ιταλός: (Κομπιάζοντας) Ευκαριστώ, αντελφή νοσοκόμος, εγκώ Ιταλό Τζιοβάννι… Εγκώ μια μέρα, όταν σταματήσει πόλεμος κάνω ό,τι μπορώ γκια εσάς…
Α΄ και Β΄ : Καλά, καλά, κοιμήσου τώρα!
    (Μπαίνουν οι φαντάροι φέρνοντας και τον Έλληνα τραυματία και τον παραλαμβάνουν οι Α΄ και Β΄ νοσοκόμα. Τον περιεργάζονται, του πιάνουν το σφυγμό, την καρδιά)
Α΄ Νοσοκόμα: (Στην Ανδρομάχη) Είναι πια αργά. Μάλλον είχε εσωτερική αιμορραγία και δεν τον προλάβαμε. Είναι πια νεκρός.
Ανδρομάχη: (Σκύβει πάνω απ’ τον τραυματία. Βγάζει μια δυνατή κραυγή και πέφτει λιπόθυμη πάνω στο νεκρό στρατιώτη. Οι άλλες αδελφές προσπαθούν να τη συνεφέρουν. Μόλις συνέρχεται:)
    Στράτο! Στράτο μου! Σήκω! Μίλησέ μου! Αδελφέ μου μονάκριβε, πολυαγαπημένε μου Στράτο! (Κλαίει)
Στρατιώτης Α΄: Μην κλαίτε, αδελφή! Ο αδελφός σας πέθανε σαν αληθινός Έλληνας και ήρωας.
Ανδρομάχη: Πώς ήταν οι τελευταίες του στιγμές; Τον προλάβατε ζωντανό; Σας μίλησε;
Στρατιώτης Β΄: Δε μας άφησε να μεταφέρουμε πρώτα αυτόν. Μ’ όση δύναμη του είχε απομείνει, επέμενε να πάρουμε πρώτα τον Ιταλό. «Αφήστε με εμένα», έλεγε. «Πάρτε το Τζιοβάννι, είναι πιο σοβαρά».
Νοσοκόμα Β΄ : Με τέτοια παιδιά, που ξέρουν και πεθαίνοντας ν’ αγαπούν, μάνα Ελλάδα, δε θα πεθάνεις ποτέ!

κ. Ανδρομάχη: (Στην Άννα) Μα πάλι κλαις;
Άννα: Όχι όμως για τα προβλήματά μου.
κ. Ανδρομάχη: Με συγχωρείς, παιδί μου, δε σε ρώτησα: Ποιο είναι το πρόβλημά σου;
Άννα: Δεν υπάρχει πια πρόβλημα, καλή μου κυρία, δεν υπάρχει πια πρόβλημα. Είναι τόσο μεγάλο λοιπόν το να είσαι αδελφή νοσοκόμα…
 Ξέρετε, δε σας είπα πως φέτος πέρασα στη Νοσηλευτική, και πως μια μέρα θα γίνω κι εγώ αδελφή Νοσοκόμα, να υπηρετήσω τον ανθρώπινο πόνο, να βοηθήσω μ’ όλες μου τις δυνάμεις αυτούς που υποφέρουν.
κ. Ανδρομάχη: Ναι, παιδί μου! Εύχομαι ο Θεός να σ’ αναδείξει μια άξια αδελφή νοσοκόμα. Και να θυμάσαι πάντα πως ο καθένας από κει που τάχθηκε, αν έχει αγάπη στην καρδιά, μπορεί να προσφέρει πολλά στην πατρίδα και στο συνάνθρωπο. Η Παναγιά μαζί σου! Καλή σταδιοδρομία.

Αφηγητής: Η μεγάλη αδελφή κοίταξε τη μικρή με χαμόγελο κι ένιωσαν κι οι δυο μες στις καρδιές τους μια τέτοια ζεστασιά, που ο ήλιος κατέθεσε τα όπλα και κρύφτηκε πίσω από ένα σύννεφο. Η μεγάλη αδελφή έδειξε στη μικρή το δρόμο της προσφοράς και του καθήκοντος, που οδηγεί τα νιάτα στον ηρωισμό.

ΤΕΛΟΣ