Ομιλία για τον Μακεδονικό Αγώνα

  Η μνήμη του ήρωα του Μακεδονικού Αγώνα Παύλου Μελά, που σκοτώθηκε στις 13 Οκτωβρίου 1904, μας καλεί να θυμηθούμε την προσφορά και τον αγώνα όλων εκείνων που θυσιάστηκαν για να χαρίσουν σε μας ελεύθερη τη Μακεδονία.
  Όταν λέμε Μακεδονικό Αγώνα εννοούμε το διμέτωπο αγώνα, που έκαναν οι Έλληνες από το 1904 έως το 1908, εναντίον των Βουλγάρων κομιτατζήδων και των Τούρκων κατακτητών. Σκοπός αυτού του αγώνα ήταν η απελευθέρωση της Μακεδονίας, που εξακολουθούσε να παραμένει σκλαβωμένη, και η ένωσή της με την ελεύθερη τότε Ελλάδα. Είναι ο Μακεδονικός Αγώνας συνέχεια της εθνικής επανάστασης του 1821.
  Μετά τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897, η ελληνική κυβέρνηση απασχολημένη με σοβαρά εσωτερικά ζητήματα, είχε εγκαταλείψει την άμυνα του ελληνισμού της Μακεδονίας. Δίσταζε να κάνει οποιαδήποτε κίνηση που θα προκαλούσε την Τουρκία και θα κλόνιζε τη συνθήκη που είχε υπογραφεί. Έτσι από το 1901 ως το 1903 το πεδίο ήταν ελεύθερο για τη δράση των Βουλγάρων.
  Οι Βούλγαροι υποκινούμενοι από πανσλαβική πολιτική της Ρωσίας, που οπωσδήποτε την ενδιέφερε η έξοδος της στη Μεσόγειο, διατύπωσαν την περίεργη θεωρία, ότι οι αρχαίοι Μακεδόνες δεν ανήκαν σε καμία ελληνική φυλή, και ότι η Μακεδονία ήταν δική τους.
  Το 1893 ιδρύουν το Μακεδονικό  κομιτάτο, με σκοπό την προσάρτηση της Μακεδονίας στη Βουλγαρία. Με μια οργανωμένη προπαγάνδα ανέλαβαν στην αρχή ειρηνική εκστρατεία προσηλυτισμού των κατοίκων της Μακεδονίας στη Βουλγαρική Εξαρχία, δηλαδή στην ανεξάρτητη Βουλγαρική Εκκλησία. Στέλνουν δασκάλους και ιερείς στα μακεδονικά χωριά για να κηρύξουν τον Σλαβισμό, να βαφτίζουν και να δίνουν βουλγαρικά ονόματα και υποσχέσεις για λευτεριά από τους Τούρκους. Πολλοί Μακεδόνες βασανισμένοι από τον τουρκικό ζυγό, στην αρχή δέχτηκαν με ανακούφιση αυτή την επέμβαση, με αποτέλεσμα να διχάζονται οικογένειες και ολόκληρα χωριά σε εξαρχικούς, δηλαδή σχισματικούς βουλγάρους, και πατριαρχικούς ορθοδόξους έλληνες. Γρήγορα όμως κατάλαβαν τα ύπουλα σχέδια τους και άρχισαν να αντιστέκονται στη βουλγαρική προπαγάνδα, πολλές φορές με βαρύτατο κόστος.
  Οι Βούλγαροι διαπιστώνουν με αγανάκτηση ότι οι Μακεδόνες δεν πείθονται να  ξεκοπούν από τις ρίζες τους και από την πίστη των πατέρων τους. Καταλαβαίνουν καλά ότι η προπαγάνδα δεν πιάνει σ’ αυτό τον λαό, που από τα πανάρχαια χρόνια έμαθε να ζει ελεύθερος. Και τότε αλλάζουν τακτική.  Αναπτύσσουν εξοντωτική δράση, που στρέφεται εναντίον όλων, κυρίως όμως εναντίον ιερέων γιατρών και  δασκάλων. Σκοπός τους να τρομοκρατήσουν, να εξοντώσουν, να αφανίσουν κάθε δυναμικό ελληνικό στοιχείο. Αδυνατεί πράγματι η γλώσσα προκειμένου να αναφέρει τους φόνους, τις ληστείες, τα βασανιστήρια, τις κατακρεουργήσεις και τους εμπρησμούς των εκκλησιών και των σχολείων, που έκαναν τα στίφη των άγριων κομιτατζήδων Βουλγάρων.
  Η κατάσταση είχε φτάσει στο απροχώρητο. Δειλά, δειλά μερικοί ντόπιοι άρχισαν να ξεσηκώνονται και να ζητούν ενισχύσεις από την ελεύθερη Ελλάδα. Την εποχή αυτή, συμβάλλει τα μέγιστα το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Στέλνει σε καίριες θέσεις, μορφωμένους, αποφασιστικούς και γενναίους ιεράρχες για να σταθμίσουν την κατάσταση και να συμπαρασταθούν αναλόγως στον αγωνιζόμενο και ταλαιπωρημένο Μακεδονικό λαό. Μεταξύ αυτών ήταν ο γενναίος μητροπολίτης Καστοριάς   Γερμανός Καραβαγγέλης, του οποίου η συμβολή στον Μακεδονικό Αγώνα είναι ανυπολόγιστη, και ο Χρυσόστομος Καλαφάτης μητροπολίτης Δράμας, ο μετέπειτα Μητροπολίτης Σμύρνης και εθνομάρτυρας στη συμφορά του 1922.
Γεγονός με ξεχωριστή σημασία έχει και η τοποθέτηση του Ίωνα Δραγούμη στο Προξενείο Μοναστηρίου, στο τέλος του 1902. O Δραγούμης γεννήθηκε στην Αθήνα το 1878 και κατάγονταν από επιφανή οικογένεια του Βογατσικού Καστοριάς. Από τη θέση του υποπροξένου και σε στενή συνεργασία με τον πατέρα του Στέφανο Δραγούμη , τον γαμπρό του Παύλο Μελά και τον Μητροπολίτη  Καστοριάς οργάνωσε την εθνική άμυνα με μικρές αντάρτικες ομάδες από ντόπιους, που έδρασαν στην περιοχή μεταξύ Μοναστηρίου και Καστοριάς. Το σύνθημα του ήταν: «Τρέξτε να σώσουμε την Μακεδονία. Αν σώσουμε την Μακεδονία η Μακεδονία θα μας σώσει». Επικοινωνεί και ξεσηκώνει παράγοντες στην Αθήνα, όπου ιδρύεται το Μακεδονικό κομιτάτο, μια νέα φιλική εταιρεία, που αναλαμβάνει να βοηθήσει τον αγώνα.
  Στέλεχος βασικό του κομιτάτου ο Παύλος Μελάς με τρεις άλλους αξιωματικούς, στέλνονται, στις αρχές του Φεβρουαρίου του 1903, από την Κυβέρνηση για να δουν από κοντά πως έχει η κατάσταση στη Μακεδονία. Τους οδηγούν ο καπετάν Κώτας από τη Ρούλια, ο Παύλος Κύρου από το Ζέλοβο και ο Νίκος Πύρζας από τη Φλώρινα. Είναι οι τρεις αυτοί άνδρες, που είχαν έρθει στην Αθήνα για να εκθέσουν στην Κυβέρνηση την κατάσταση του τόπου τους. Ο Μελάς επιστρέφει στην Αθήνα και καταθέτει την άποψη, ότι πρέπει  να οργανωθούν και να σταλούν αμέσως ένοπλα σώματα και οπωσδήποτε να βγουν στον αγώνα και άλλοι νέοι αξιωματικοί.
  Η κυβέρνηση πείθεται και στις 27 Αυγούστου 1904 ορκίζει τον Παύλο Μελά γενικό αρχηγό των σωμάτων Μοναστηρίου-Καστοριάς. Σε λίγες μέρες μαζί με το Λάκη Πύρζα και 10 κρητικούς αφήνει την Αθήνα και περνάει τα σύνορα με το πλαστό όνομα Μίκης Ζέζας, ζωέμπορος, για να μη γίνει αντιληπτός από τις τουρκικές αρχές.
  Οι δυσκολίες που συναντά είναι απερίγραπτες, αλλά η αγάπη του για τη Μακεδονία, η πίστη και η αφοσίωσή του στον αγώνα που ανέλαβε, τον κάνουν να τις υπερνικά και συγχρόνως να ενισχύει τους συντρόφους του.
  Στο ημερολόγιο και στις επιστολές του, ιστορικά κειμήλια πολύτιμα κι ανεπανάληπτα, βρίσκουμε λεπτομέρειες για τα συναισθήματά του αλλά και τις δυσκολίες που συνάντησε.
  Σας διαβάζω μερικά αποσπάσματα: «αισθάνομαι μία δύναμη μέσα μου που με ωθεί διαρκώς προς τη Μακεδονία…Αναλαμβάνω αυτόν τον αγώνα με όλη μου την ψυχή και με την ιδέα ότι είμαι υποχρεωμένος να τον αναλάβω, Είχα και έχω την ακράδαντη πεποίθηση ότι μπορούμε να εργαστούμε στη Μακεδονία και να σώσουμε πολλά. Με την πεποίθηση αυτή θεωρώ καθήκον μου να θυσιάσω το παν για να πείσω την κοινή γνώμη. Είμαι βέβαιος ότι ενός ανδρός το αίμα αν ποτίσει το χώμα της Μακεδονίας θα ξυπνήσουν όσοι κοιμούνται, θα ενθαρρυνθούν οι τρομοκρατημένοι, θα φυτρώσουν στην ευγενική γη εκδικητές και σωτήρες».
  Αλλού γράφει:  «Όταν ξεκινήσαμε ήταν σκοτάδι βαθύ. Οι οδηγοί μας έλεγαν ότι είναι σχεδόν ακατόρθωτο να προχωρήσουμε. Αλλ’ επειδή επιμέναμε, υπάκουσαν. Μόλις όμως περάσαμε μέσα στο πυκνό σκοτάδι την επικίνδυνη  τουρκική ζώνη αμέσως, ως δια μαγείας, τα πυκνά σύννεφα διαλύθηκαν και η σελήνη και τα άστρα μας φώτισαν τον φοβερότατο δρόμο, τον οποίον επί 3 ώρες ακολουθήσαμε δια μέσου παρθένων δασών, κρημνών, ανωφερειών και λοιπών. Πιστέψαμε όλοι, με όλη την ψυχή μας, ότι ο Θεός εκείνην την στιγμήν ευλογούσε  το έργο μας και με  τα  αστέρια του φώτιζε τον δρόμο μας. Η πεποίθηση αύτη μας έδωσε υπεράνθρωπες δυνάμεις και, χωρίς να το καταλάβουμε σχεδόν, βαδίσαμε επί 9 ώρες, κουβαλώντας ο καθένας  βάρος 15-20 οκάδων. Τις δυσκολίες τις οποίες υπερνικήσαμε, δεν ημπορώ να σου τις περιγράψω. Σε κάθε βήμα κινδυνεύαμε  να πέσουμε ή να χάσουμε τα μάτια μας από τα κλαδιά  των δέντρων [..…..]. Το ψύχος είναι δριμύτατο. Τα πόδια μας παγωμένα…Αλλά όλα αυτά τα υφιστάμεθα με χαρά για  την αγαπημένη μας Μακεδονία!».
  Αυτός ο ήρωας που όργωσε τη Μακεδονία, ενίσχυσε ηθικά και υλικά τους κατατρεγμένους και καταπιεσμένους Έλληνες, οργάνωσε, δίδαξε με λόγια κυρίως όμως με το παράδειγμά του, εκφράζει στην γυναίκα του την ψυχική του αγωνία για την έκβαση της αποστολής του, «Δεν φαντάζεσαι την κατάστασή  μου την ψυχική. Θέλω και πρέπει να μείνω εδώ αλλ’ ο πολυτάραχος και σχεδόν άγριος βίος μου με κάμνει να νοσταλγώ τον ήσυχο και γλυκύ οικογενειακό βίο. Και εδώ έχω τις ικανοποιήσεις μου και εκεί την ευτυχία μου. Αλλ’ εδώ με κρατεί επί πλέον το καθήκον και προ πάντων οι υποχρεώσεις τις οποίες ανέλαβα. Αισθάνομαι ότι θυσιάζομαι, αλλά τουλάχιστον θα κατορθώσω τίποτε;» Σε άλλη περίπτωση φρικιά στη σκέψη των ζοφερών προοπτικών: «Τρέμω και συγκινούμαι σκεπτόμενος ότι εγώ, ο οποίος ούτε μύγα σκότωσα ποτέ, από αύριο θα φονεύσω, θα δολοφονήσω ίσως και ανθρώπους ακόμη. Τρέμω, αλλ’ ανυπομονώ να το κάμω». « Εμένα μη με σκέπτεσαι πλέον, αλλ’ ευχήσου δια την επιτυχία της αγίας μας αποστολής. Τα παιδιά μας φιλώ και ευλογώ»
  Όταν έγραφε αυτές τις γραμμές είχε πλέον πάρει την απόφαση της θυσίας, που δεν άργησε να έρθει. Λαβωμένος θανάσιμα, σε σύγκρουση με Τούρκους στο χωριό Στάτιτσα, που σήμερα προς τιμήν του λέγεται Μελάς,  κάλεσε τον φίλο και συνεργάτη του Πύρζα και βγάζοντας το σταυρό που φορούσε στον κόρφο του, του είπε: «Το σταυρό να τον δώσεις στη γυναίκα μου και το τουφέκι, στο γιο μου τον Μίκη. Και να τους πεις, ότι το καθήκον μου το έκαμα». Η είδηση του θανάτου του κυκλοφόρησε αμέσως και συγκλόνισε το πανελλήνιο.
  Τη συγκλονιστική εντύπωση ο Κωστής Παλαμάς την έκλεισε στους παρακάτω στίχους:
Σε κλαίει λαός. Πάντα χλωρό να σειέται το χορτάρι
στον τόπο που σε πλάγιασε το βόλι, ω παλικάρι.
Πανάλαφρος ο ύπνος σου. Του Απρίλη τα πουλιά
σαν του σπιτιού σου να τα’ κους λογάκια και φιλιά
Και να σου  φτάνουν του σκληρού χειμώνα οι καταρράχτες
σαν τουφεκιού αστραπόβροντα και σαν πολέμου κράχτες.
Πλατιά του ονείρου μας η γη και απόμακρη.
Και γέρνεις εκεί και σβεις γοργά.
Ιερή στιγμή. Σαν πιο πλατιά τη δείχνεις ,και τη φέρνεις σαν πιο κοντά!
  Ο θάνατος του έγινε ύμνος και τραγούδι. Όλη η Μακεδονία έκανε το όνομά του θρύλο και σύνθημα γενικού ξεσηκωμού. Το παράδειγμά του ακολούθησαν απ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος κι άλλοι αξιωματικοί κι εθελοντές, όπως ο Κων/νος Μαζαράκης, ο λοχαγός Μωραΐτης, ο Τέλος Άγρας, ο Κω/νος Γαρέφης ο Ιωάννης Δεμέστιχας και πολλοί άλλοι, που αγωνίστηκαν και πολλοί έδωσαν τη ζωή τους για να πετύχουν το μεγάλο σκοπό: Να μας χαρίσουν τη Μακεδονία.
  Σήμερα, που βιώνουμε στην πατρίδα μας έντονα την κρίση σε όλα τα επίπεδα, ο Παύλος Μελάς και όλοι όσοι αγωνίστηκαν για να ελευθερώσουν το χώμα που πατάμε, έρχεται να μας αφυπνίσει, να μας ταρακουνήσει, να ξυπνήσουμε από τον λήθαργο, πριν είναι αργά.  Δεν είναι μυθικό πρόσωπο. ΄Ηταν άνθρωπος σαν και μας. Με μια διαφορά... Προτίμησε τον αγώνα από τον εφησυχασμό. Την ταλαιπωρία από την άνετη ζωή. Την ελευθερία από τη σκλαβιά. Το θάνατο από τη ζωή, για να περάσει δαφνοστεφανωμένος  στην αιωνιότητα. Και να παραμένει για όλους μας φωτεινό παράδειγμα ενός ανθρώπου που άκουσε τη φωνή της συνείδησής του και αγωνίσθηκε  και θυσιάστηκε «για να μην καταστρέψουν οι Βούλγαροι τον τρόπο του να σκεπτόμαστε  και να αισθανόμαστε Έλληνες».