Εκτύπωση αυτής της σελίδας

"Καίει" ἡ καύση τῶν νεκρῶν

kafsi  Ἡ Ἐκκλησία τῆς Ἑλλάδος μέ τήν ὑπ᾽ ἀρ. 2959 ἐγκύκλιό της ἐνημέρωσε ὅτι «δέν δέχεται γιά τά μέλη της τήν ἀποτέφρωση τοῦ σώματος, διότι τοῦ­το εἶναι ναός τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κο 6,19)». Ὅποιος ἀποδεδειγμένα καί οἰκειοθελῶς ἐκφράζει τήν ἐπιθυμία «πε­ρί καύσεως τοῦ σώματός του, δη­λώ­νει τήν αὐτονόμησή του καί ὡς ἐκ τούτου δέν τελεῖται Νεκρώσιμος Ἀκολουθία καί Ἱερό Μνημόσυνο ὑπέρ αὐ­τοῦ».
  Ἔπρεπε νά γίνει ἕνα ξεκαθάρισμα  πάνω στό «καυτό» αὐτό θέμα, ἄν καί ἡ παράδοση εἴκοσι χριστιανικῶν αἰώ­νων καί πολλῶν ἄλλων προχριστιανι­κῶν ἐπιτάσσει χωρίς περιστροφές τόν ἐν­­ταφιασμό. Ὅλοι οἱ πολιτισμένοι λαοί τῆς ἀρχαιότητας φρόντιζαν (=κήδευ­αν) τούς νεκρούς τους, καθώς ἡ κηδεία ἀνήκει στά «ἄγραπτα κ᾽ ἀσφαλῆ θεῶν νόμιμα» (Σοφοκλέους Ἀντιγόνη, 454).
  Στήν Παλαιά Διαθήκη ἡ καύση τῶν νεκρῶν ἀντιμετωπίζεται ὡς εἰδωλολατρική συνήθεια, ἐνῶ ὁ διά πυρᾶς θάνατος συνδέεται μέ εἰδεχθῆ ἐγκλήματα. Ἡ Καινή Διαθήκη θεωρεῖ τόν ἐνταφιασμό τῶν νεκρῶν αὐτονόητο. Στήν ἱ­στορία τῆς Ἐκκλησίας μόνο ἐκκλη­σιομάχοι κατέ­φευ­γαν στήν ἀποτέφρωση τῶν σω­μά­των τῶν χριστιανῶν. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος παραβάλλει τόν ἐνταφιασμό μέ τή σπορά τοῦ σίτου· «ἐὰν μὴ ὁ κόκ­κος τοῦ σίτου πεσὼν εἰς τὴν γῆν ἀπο­θάνῃ αὐτὸς μόνος μένει· ἐὰν δὲ ἀπο­θάνῃ πο­λὺν καρ­πὸν φέρει» (Ἰω 12,24). Καί ὁ ἀ­πόστολος Παῦλος τόν παραλληλίζει μέ τή σπορά τοῦ κόκκου τοῦ σιταριοῦ καί τόν συνδέει μέ τήν προσδο­κία τῆς καινούργιας ζωῆς (βλ. Α΄ Κο 15,35-38). Στά νεότερα χρόνια τό ἀντιεκκλησιαστικό πνεῦμα τῆς γαλλικῆς ἐπανάστασης εἰσήγαγε τήν καύση τῶν νε­­κρῶν.
   Πολύ δικαιολογημένα, λοιπόν, ἡ Ἐκ­κλησία μας δέν ἐπιτρέπει νεκρώσιμη ἀκολουθία γιά τόν ἐπιθυμοῦντα μετά τόν θάνατό του τήν ἀποτέφρωση.
   Ὁ ἄνθρωπος ὡς σῶμα καί ψυχή εἰ­κονίζει τόν Θεό. Γι᾽ αὐτό καί ὁ ἱερός Δα­μασκη­νός στή νεκρώσιμη ἀκολουθία λέ­γει: «Καὶ ἴδω ἐν τοῖς τάφοις κειμένην τὴν κατ᾽ εἰκόνα Θεοῦ φθαρεῖσαν ἡμῖν ὡ­ραιότητα, ἄμορφον, ἄδοξον μὴ ἔχουσαν εἶδος». Σύμφωνα μέ τόν ἀπό­στο­λο Παῦ­λο τό σῶμα μας ἀποτελεῖ ναό Θε­οῦ καί κατοικητήριο τοῦ ἁγίου Πνεύματος (Α΄ Κο 3,16-17) καί μέσα σ᾽ αὐτό ὁ πιστός προσφέρει τή λογική λατρεία πρός τόν Κύριο. Γι᾽ αὐτό ἡ Ἐκ­κλησία μας δέν ἀ­ποστρέφεται τό σῶμα, ἀλλά τό τιμᾶ.
  Ἡ ἄρρηκτη ἑνότητα ψυχῆς καί σώ­ματος φαίνεται καί ἀπό τό γεγονός ὅτι ἡ λατρευτική καί μυστηριακή ζωή τῆς Ἐκκλησίας ἀναφέρεται στόν ὅλο ἄν­θρωπο. Γράφει χαρακτηριστικά ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «Αὐτὸς δὲ ὁ Θεὸς τῆς εἰρήνης ἁγιάσαι ὑμᾶς ὁλοτελεῖς, καὶ ὁ­λόκληρον ὑμῶν τὸ πνεῦμα καὶ ἡ ψυχὴ καὶ τὸ σῶμα ἀμέμπτως ἐν τῇ παρουσίᾳ τοῦ Κυρίου ἡμῶν Χριστοῦ τηρηθείη» (Α´ Θε 5,23). Ὁ ἁγιασμός καί ἡ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου δέν περιορίζεται μό­νον στήν ψυχή, ἀλλά διαπορθμεύεται στόν ὅλο ἄνθρωπο πού ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα.
   Ἐπιπλέον, ὅπως λέγει ὁ ἅγιος Γρη­γόριος Νύσσης, ἡ ψυχή καί μετά τόν θάνατο ἀναγνωρίζει τά δικά της μέλη παρά τή διάλυση τοῦ σώματος· δέν ἀπομα­κρύνεται ἀπό τό δικό της σῶμα «οὔτε εἰ ἐν τῇ κοινωνίᾳ τῶν συντριμ­μάτων οὔτε εἰ πρὸς τὸ ἀκατέργαστον τῆς τῶν στοιχείων ὕλης καταμιχθείη».
 Ἄλλωστε καί ὁ Χριστός, ὁ «πρω­τό­τοκος πάσης κτίσεως», μίλησε γιά τόν ἐνταφιασμό του (βλ. Ἰω 12,7) καί ἐν­τα­φι­άσθηκε μέ ἀκέραιη καί ἀλώβητη τή βιολογική του εἰκόνα, ἀφοῦ «οὐ κα­τέ­α­ξαν αὐτοῦ τά σκέλη». Τό ἄψυχο μάλιστα σῶμα Του δέν ἔπαυσε νά εἶναι ἑνωμένο μέ τή θεότητα ἀκόμη καί μέ­σα στόν τάφο, ὅπως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας· «Ἐν τάφῳ σωματικῶς, ἐν ᾅ­δου δὲ μετὰ ψυχῆς, ὡς Θεός, ... καὶ ἐν θρόνῳ ὑπῆρχες, Χριστέ, μετὰ Πατρὸς καὶ Πνεύματος».
  Ἀπό τήν ἄλλη πλευρά οἱ θιασῶτες τῆς καύσης τῶν νεκρῶν, γιά νά δικαι­ολογήσουν τίς ἐπιλογές τους, ἐπικα­λοῦν­ται χωροταξικά ἀδιέξοδα. Ἐάν ἡ Πολιτεία σέβεται τήν Ἐκκλησία καί τήν παράδοσή μας, θά βρεῖ τρόπο νά ἀντιμετωπίσει τήν ἔλλειψη χώρου. Γιατί στίς μουσουλμανικές χῶρες δέν ὑφίσταται πρόβλημα χώ­ρου; Οὐσιαστικά πί­σω ἀπό τήν ἀποτέ­φρωση ὑποκρύπτεται ἡ ἄρνηση τῆς ἀθανασίας τῆς ψυχῆς καί ἡ ἀπιστία στήν ἀνάσταση τῶν νε­κρῶν· ἀποτελεῖ προσπάθεια λή­θης τοῦ θανάτου καί ἐξαφάνισης τῶν ἰχνῶν του. Ὅλα αὐτά ἐνισχύ­ονται ἀπό τόν μηδενιστικό τρόπο ζωῆς καί τήν παρατηρούμενη στίς ἡμέρες μας ἀποϊερο­ποί­ηση κάθε ἱεροῦ καί ὁσίου.
   Ἀναμφισβήτητα ἡ μνήμη τῶν νε­κρῶν μᾶς συνδέει μέ τίς ρίζες μας, τήν παράδοσή μας καί ὁρίζει τό χρέος μας ἀπέναντι «σ᾽ αὐτούς πού πέρασαν καί σέ ὅσους θά περάσουν». Τό μαρτυρεῖ ἀπό τά χρόνια τῶν Σαλαμινομάχων ὁ αἰσχύλειος παιάνας: «Ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε/ ἐλευθεροῦτε πατρίδ’, ... θή­κας τε προγόνων». Ὁ πολιτισμός μας, ἡ ἱστορία μας, ἡ γλῶσσα καί τά ἔθιμά μας περνοῦν μέσα ἀπό αὐτούς τούς τάφους (παράβαλε τό παγκόσμιο ἐν­διαφέρον γιά τόν τάφο τῆς Ἀμφίπολης). Παράλληλα σφυρηλατοῦν τήν ἐλπίδα μας γιά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν.
   Ἐν κατακλείδι ἡ καύση συνιστᾶ ἀ­σέβεια πρός τό τελειότερο κτίσμα τοῦ Θεοῦ καί «βιασμό» τῆς φύσης, ἐνῶ ταυτόχρονα προκαλεῖ οἰκολογικό πρόβλη­μα καί ἀλλοίωση στά κοινωνικά μας ἤθη. Ἡ ἀποτέφρωση τῶν νεκρῶν, τῶν εἰκόνων δηλαδή τοῦ Θεοῦ, ἀποτελεῖ μία νέα μορφή εἰκονομαχίας. Καί ὅπως τότε ἡ Ἐκκλησία γιά ἕναν αἰώνα περίπου ἀγωνίσθηκε, γιά νά διαφυλάξει τίς εἰκόνες, ἔτσι καί τώρα ὀφείλει νά ἀναχαι­τίσει τήν εἰκονοκλαστική αὐτή προσπάθεια ἐνταφιάζοντας τά σώμα­τα -πού μπορεῖ νά εἶναι καί λείψανα καί νά διαπιστωθεῖ ἡ ἁγιότητα τοῦ κεκοιμη­μέ­νου κατά τήν ἐκταφή- καί νά μήν ἐπιτρέψει ἕνα ὁλοκαύτωμα τῆς κοινωνίας.

Εὐδοξία Αὐγουστίνου

Φιλόλογος-Θεολόγος