Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Τό τέλος τοῦ φτωχοῦ ἁγίου

 papadiamadisἩ ἀπόθεση τοῦ ἀσθενοῦς σαρκίου «εἰς γῆν ἐξ ἧς προῆλθεν» ἔχει κάτι τό ἱεροπρεπές καί τό ὁσιακό στήν περίπτωση τοῦ Παπαδιαμάντη. Σέ ἐπιστολή, πού ἔστειλε ὁ π. Γεώργιος Ρήγας στόν ἐκδότη Ἠλ. Δικαῖο, γράφει καί τ᾿ ἀκόλουθα γιά τίς τελευταῖες στιγμές τῆς ἐπιγείου ζωῆς τοῦ Παπαδιαμάντη:

 «Ἠσθένησε τήν 29ην Νοεμβρίου τοῦ 1910. Τήν τρίτην ἡμέραν τῆς ἀσθενείας του ἐλιποθύμησεν. Ὅταν δέ συνῆλθε, “τί μοῦ συνέβη;”, εἶπε. “Δέν εἶναι τίποτε• μιά λιποθυμία μικρά”, τοῦ εἶπον αἱ περιστοιχίζουσαι αὐτῶν τρεῖς ἀδελφαί του. “Τόσα ἔτη”, λέγει ὁ Ἀλέξανδρος, “ἐγώ δέν ἐλιποθύμησα• δέν ἐννοεῖτε ὅτι αὐτά εἶναι προοίμια τοῦ θανάτου μου; Φέρετε ἀμέσως τόν παπά καί μήν ἀναβάλλετε”. Ἐθρήνουν τότε αἱ ἀδελφαί του, ὁ δέ Παπαδιαμάντης βλέπων αὐτάς καί συλλογιζόμενος ὅτι ἐάν ἀποθάνῃ δέν ἔχουσιν ἄλλον βοηθόν καί συντηρητήν, ταῖς ἀπέτεινε τούς ἑξῆς παρηγόρους λόγους: “Ἔχω καλούς φίλους, οἱ ὁποῖοι θά ἐκδώσουν τάἔργα μου• ἡσυχάστε, φιλόστοργές μου ἀδελφές”. Μέτ᾿ ὀλίγον κληθέντες ἦλθον συγχρόνως καί ὁ ἱερεύς καί ὁ ἰατρός.Ὁ Παπαδιαμάντης πρό πάντων ἦτο χριστιανός καί χριστιανός εὐσεβής. Μόλις εἶδε τόν ἰατρόν, εἶπεν εἰς αὐτόν: “Τί θέλεις σύ ἐδῶ;”. “Ἦρθα νά σέ δῶ”, τοῦ λέγει ὁ ἰατρός. “Νά ἡσυχάσεις”, τοῦ λέγει ὁ ἀσθενής, “ἐγώ θά κάμω πρῶτα τά ἐκκλησιαστικά (δηλ. θά ἐπικαλεσθῶ τήν βοήθειαν τοῦ Θεοῦ) καί ὕστερα νά ᾿ρθεῖς ἐσύ”... Εἶχε σώας τάς φρένας του μέχρι τέλους καί ἐπεθύμει νά συγγράψῃ διήγημα. Ὁ νοῦς του μέχρι τῆς τελευταίας του ἀναπνοῆς ἦτο ἀφιερωμένος εἰς τόν Θεόν. Μόνος του, ὀλίγας ὥρας πρίν ἀποθάνῃ, ἔστειλε νά κληθῇ ὁ ἱερεύς διά νά κοινωνήσῃ: “Ξεύρεις! μήπως ἀργότερα δέν καταπίνω!”, ἔλεγεν. Ἦτο ἡ παραμονή τοῦ θανάτου του καί ὥς τις εἰρωνεία τοῦ ἀνηγγέλθη ἡ ἀπονομή τῆς παρασημοφορίας του διά τοῦ Σταυροῦ τοῦ Σωτῆρος.

 Τήν ἑσπέραν τῆς 2ας Ἰανουαρίου, παραμονήν τοῦ θανάτου του, “Ἀνάψτε ἕνα κερί”, εἶπε, “φέρτε μου ἕνα βιβλίο” (Σημ. δηλ. ἐκκλησιαστικόν βιβλίον). Τό κηρίον ἠνάφθη. Ἐπρόκειτο δέ νά ἔλθῃ καί τό βιβλίον. Ἀλλά πάλιν ἀποκαμών ὁ Παπαδιαμάντης εἶπεν: “Ἀφῆστε τό βιβλίο• ἀπόψε θά εἰπῶ ὅσα ἐνθυμοῦμαι ἀπ᾿ ἔξω”. Καί ἤρχισε ψάλλων τρεμουλιαστά: “Τήν χεῖράν σου τήν ἁψαμένην...” (Σημ. Εἶναι τοῦτο τροπάριον ἐκ τῶν Ὡρῶν τῆς παραμονῆς τῶν Φώτων). Αὐτό ἦτο καί τό τελευταῖον ψάλσιμον τοῦ Παπαδιαμάντη, ὅστις τήν ἰδίαν νύκτα, κατά τήν 2αν μετά τό μεσονύκτιον, ὅταν ἐξημέρωνεν ἡ 3η Ἰανουαρίου, παρέδωκε τήν ψυχήν του εἰς χεῖρας τοῦ Πλάστου. Ἡ Σκίαθος ὅλη ἔκλαυσε καί κλαίει διά τήν ἀπώλειαν τοῦ Παπαδιαμάντη...».

 Σήμερα μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι ὄχι μόνο ἡ «Σκίαθος» ἀλλ᾿ ἡ ὀρθόδοξη Ἑλλάδα ὁλόκληρη θρήνησε τήν κοίμηση τοῦ Ἀλεξάνδρου. Ὅσο δέ περνάει ὁ καιρός καί γνωρίζουμε περισσότερο τό ἔργο του, τόσο ἡ ἐκτίμησή μας μεγαλώνει πρός τήν ὑψηλή τέχνη του καί ὁ θαυμασμός μας πρός τό πρόσωπό του γίνεται πιό ἔνθερμος.

Π. Β. Πάσχος