Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΔΕΥΤΕΡΗ ΜΑΝΑ

2h manaΝόμιζε πώς τίποτα δέν μαρτυροῦσε τήν πάλη τῆς καρδιᾶς της. Εἶχε τήν ἐντύπωση πώς κανείς δέν ἀντιλήφθηκε τόν πόνο πού κρυβόταν πίσω ἀπό τό χαμογελαστό πρόσωπό της, γι᾿ αὐτό ξαφνιάστηκε σάν ἄκουσε τή φιλόλογό της νά τή ρωτᾶ ἀνήσυχα:
 - Κατερίνα, σοῦ συμβαίνει τίποτα;
 Σήκωσε τότε τό βλέμμα της, ἔκανε τό ὕφος της ἐπιθετικό κι ἑτοιμάστηκε ν᾿ ἀμυνθεῖ. Μά ἐκεῖνο τό ἄλλο βλέμμα πού ἀντίκρυσε τήν ἀφόπλισε.
 Δέν μίλησε ἡ Κατερίνα, δέν ἀπάντησε στό ἀνήσυχο ἐρώτημα τῆς καθηγήτριάς της. Μά σάν εἶδε τά γεμάτα στοργή μάτια της ἔχασε κάθε δύναμη γιά ἐπίθεση. Δέν μπόρεσε νά συγκρατήσει ἄλλο τήν καρδιά της καί τά πυρωμένα της δάκρυα τῆς ἔτσουζαν τά μάτια. Καί τά δάκρυά της ἔγιναν λυγμοί καθώς ἔνιωσε στό κεφάλι της τό στοργικό χάδι τῆς καθηγήτριάς της.
 Ἡ Κατερίνα ἡ ἀπουσιολόγος τοῦ Β2, τό παιδί πού δυό χρόνια στό Λύκειο δέν ἔδωσε σέ κανέναν τήν παραμικρή ἐντύπωση ὅτι κάτι τήν ἀπασχολοῦσε, ὅτι κάτι τήν βασάνιζε, ἔκανε καί τούς συμμαθητές της νά τά χάσουν. Εὐτυχῶς τό κουδούνι τούς λύτρωσε ὅλους καί, μέ τήν εὐαισθησία πού διακρίνει αὐτή τήν ἡλικία, ἔφυγαν ἀπό τήν τάξη ἀφήνοντας μόνες τήν Κατερίνα καί τή φιλόλογό τους.
 - Κυρία... Κυρία, τό Σάββατο πρέπει νά πάω στό γάμο τοῦ πατέρα μου!... Δέν εἶναι φοβερό; Καλύτερα νά πεθάνω, νά πάω ἐκεῖ πού βρίσκεται ἡ μαμά...
 - Πόσα χρόνια πέρασαν ἀπό τότε πού πέθανε ἡ μαμά σου, Κατερίνα; Ἡ ἐρώτηση τῆς καθηγήτριας ξάφνιασε τήν Κατερίνα, γιατί φάνηκε πώς ἔβγαινε ἔξω ἀπό τήν καρδιά τοῦ προβλήματος.
 - Δέκα χρόνια, κυρία, ἀπάντησε ἡ Κατερίνα. Ἐγώ ἤμουν στήν πρώτη δημοτικοῦ κι ὁ ἀδερφός μου στά νήπια.
 - Κι ὁ πατέρας σου, παιδί μου, πόσων χρονῶν εἶναι;
 - Σαρανταδύο, ἀπάντησε ἐκείνη, καί τότε, γιά πρώτη φορά, κατάλαβε πόσο νέος ἦταν ὁ μπαμπάς.
 - Δηλαδή, ὅταν ὁ πατέρας σου ἔχασε τή γυναίκα του, ἦταν 32 χρονῶν. Καί τό θεωρεῖς τραγικό ὕστερα ἀπό δέκα ὁλόκληρα χρόνια, κι ἀφοῦ ὅλα αὐτά τά χρόνια σᾶς στάθηκε καί μάνα καί πατέρας, νά ξαναφτιάξει τώρα τή ζωή του; Νομίζεις, Κατερίνα μου, πώς δέν ἔχει αὐτό τό δικαίωμα;
 Τ᾿ αὐτιά τῆς Κατερίνας εἶχαν γίνει κατακόκκινα καί βούιζαν.
 - Ξέρεις κάτι, καλό μου παιδί; Ἦταν ἀπό τόν Θεό νά πεῖς τόν πόνο σου σέ μένα, γιατί κι ἐγώ λίγο-πολύ στήν ἡλικία σου ἤμουν, ὅταν κι ὁ δικός μου πατέρας ξαναπαντρεύτηκε. Καί ᾿γώ, τό λέω καί ντρέπομαι, πείσμωσα καί δέν πῆγα στό γάμο του. Καί μόνο αὐτό; Δέν ἤθελα νά γνωρίσω κἄν τή γυναίκα του. Ἔφυγα στή γιαγιά μου, τή μάνα τῆς μάνας μου, καί δέν ἤθελα νά ξαναδῶ οὔτε τόν ἴδιο.
 Ἡ Κατερίνα ἄκουγε καί δέν πίστευε στ᾿ αὐτιά της. Ἀκριβῶς τό ἴδιο εἶχε ἀποφασίσει κι ἐκείνη. Νά φύγει καί νά πάει στή γιαγιά της. Μά τέτοια σύμπτωση!
 - Ἄρα, λοιπόν, μέ καταλαβαίνετε! Εἶπε μονάχα μέ πόνο καί ξανάβαλε τά κλάματα.
 - Σέ καταλαβαίνω, Κατερίνα μου, ὅμως ἡ πραγματικότητα μοῦ ἀπέδειξε πόσο ἄδικο εἶχα. Ὁ πατέρας μου εἶχε ἀνάγκη ἀπό μιά συντροφιά, πού ἐμεῖς τά παιδιά του δέν μπορούσαμε νά τοῦ τήν προσφέρουμε. Ἡ γυναίκα πού παντρεύτηκε ἔγινε, κι ἄς ἤμουν ὁλόκληρη γυναίκα, δεύτερη μάνα μου. Ἀρκεῖ μονάχα νά σοῦ πῶ πώς μένει σήμερα στό σπίτι μου καί πώς μεγαλώνει τά δικά μου τά παιδιά.
 - Καί τ᾿ ἀγαπάει; ρώτησε ἔκπληκτη ἡ Κατερίνα.
 - Ὅσο ἀγάπησε καί τόν πατέρα κι ἐμένα κι ἀκόμα πιό πολύ.
 Τό κουδούνι εἶχε χτυπήσει ἐδῶ καί ἀρκετή ὥρα κι οἱ συμμαθητές τῆς Κατερίνας στριμωγμένοι ἔξω ἀπό τήν πόρτα περίμεναν.
 - Θά τά ξαναποῦμε ὥς τό Σάββατο, ἔδωσε τέρμα στή συζήτηση ἡ φιλόλογος. Ἐγώ θά ἔλεγα νά ψωνίσεις καί κανένα ὄμορφο ροῦχο ὥς τότε.
 Τά εἶπαν καί τά ξαναεῖπαν ὥς τή μέρα τοῦ γάμου ἡ Κατερίνα μέ τή φιλόλογό της, καί τήν Παρασκευή, τήν ὥρα πού σχολοῦσε ἡ Κατερίνα, τόλμησε καί ζήτησε αὐτό πού ἐπιθυμοῦσε ἡ καρδιά της:
 - Κυρία, θά μπορούσατε νά ᾿ρθεῖτε μαζί μου στό γάμο; Θά ... θά τό ἤθελα τόσο νά σᾶς ἔχω δίπλα μου...
 - Τό σκέφτηκα καί ᾿γώ Κατερίνα, μά δυστυχῶς ἐκείνη τήν ὥρα ἔχω ἄλλη σοβαρή ὑποχρέωση. Μή φοβᾶσαι·  θά τά καταφέρεις καί μόνη σου. Εἶμαι σίγουρη γι᾿ αὐτό.
 Μελαγχόλησε ἡ Κατερίνα. Λιγάκι καί τῆς κακοφάνηκε. Πιό σοβαρή ὑποχρέωση ἀπό τή δική της ὑπῆρχε;
 Ἔφτασε ἡ ὥρα τοῦ γάμου κι ἡ Κατερίνα βρέθηκε στήν ἐκκλησία μέ ἀρκετή ἀγωνία στήν καρδιά της. Τήν ἀρραβωνιστικιά τοῦ πατέρα της δέν τήν εἶχε δεῖ παρά μόνο σέ φωτογραφίες. Οὔτε κι ἐκείνη εἶχε δεῖ ποτέ τήν Κατερίνα. Ὁ γάμος θά γινόταν σέ κλειστό οἰκογενειακό κύκλο. Ἔτσι μπῆκε στήν ἐκκλησία νά περιμένει τούς μελλόνυμφους.
 Ἕνα σούσουρο τήν ἔκανε νά γυρίσει πρός τήν πόρτα καί τότε τῆς ἦρθε νά φωνάξει ἀπό τή χαρά της. Δίπλα στή νύφη περπατοῦσε ἡ κυρία της, ἡ φιλόλογός της. Ἔτρεξε κοντά της ἀπορημένη.
 - Κατερίνα, θά παντρέψω σήμερα τήν πιό καλή μου φίλη μέ τόν πατέρα σου. Ἔλα, καλό μου παιδί, νά σοῦ τή γνωρίσω...
 Κοίταξε ἡ Κατερίνα τή σεμνή νύφη δίπλα στόν πατέρα της. Βύθισε τό βλέμμα της μέσα στό δικό της καί τό εἶδε ἴδια φωτεινό καί γλυκό, ἴδια ζεστό καί στοργικό μέ τῆς καθηγήτριάς της.
 - Θά σ᾿ ἀγαπᾶ, Κατερίνα μου! Θά σ᾿ ἀγαπᾶ ὅπως ἀγάπησε τόν πατέρα σου, ὅπως ἀγάπησε τόν ἀδελφό σου πού τόν γνώρισε. Θά σ᾿ ἀγαπᾶ, γιατί ἀγαπᾶ τόν Θεό. Ἔπεσε στήν ἀγκαλιά τῆς καθηγήτριάς της ἡ Κατερίνα.
 - Καί θά γίνει δεύτερη μάνα μου; τή ρώτησε δακρυσμένη.
  - Φτάνει νά θελήσεις ἐσύ νά γίνεις κόρη της, τῆς ἀπάντησε ἐκείνη καί τήν ἔσπρωξε ἁπαλά στήν ἀγκαλιά τῆς φίλης της.
  - Θέλω, ψιθύρισε ἡ Κατερίνα, κι ἔνιωσε αὐτή τήν ἀγκαλιά τόσο πλατειά, τόσο ζεστή, σάν ἐκείνη πού χρόνια τώρα νοσταλγοῦσε κι ὀνειρευότανε.
 

Ἑ. Β.