Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ἔσχατος καιρός

    ΕΡΩΤΗΣΗ: Ὥστε τό 1914 ἐνθρονίστηκε ὁ Χριστός βασιλεύς; Προηγουμένως δέν ἦταν; Καί πῶς ἐννοοῦν τό «ἔσχατος καιρός»;
    ΑΠΑΝΤΗΣΗ: Θ’ ἀπαντήσω πρῶτα στή δεύτερη ἐρώτηση καί στήν ἄλλη συνέντευξή μας στήν πρώτη, γιατί ἡ ἀπάντηση σ’ αὐτήν εἶναι μεγάλη. Ἔπειτα, ὄπως σᾶς εἶπα στήν ἀρχή, συνδέουν μέ τή θεωρία τους γιά τήν «συντέλεια τοῦ αἰῶνος» τή θεωρία γιά τόν ἔσχατο καιρό. Καί ἐδῶ πολύ πλανῶνται «μή γνωρίζοντες τίς Γραφές».
Γιά τόν ἔσχατο καιρό γράφουν οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ τά πιό παράδοξα καί αὐθαίρετα πράγματα. Μεταφέρω ἐπί λέξει τί γράφουν στό βιβλίο τους «Ἡ ἀλήθεια πού ὁδηγεῖ στήν αἰώνιο ζωή», σελ. 94. «Ἡ ἁγία Γραφή χαρακτηρίζει τόν παρόντα καιρό ὡς "ἔσχατες ἡμέρες", ἤ "ἔσχατον καιρόν". (Β΄ Τιμ.γ΄ 1· Δαν. ια΄ 40). Τά πράγματα δείχνουν ὅτι πρόκειται γιά ἕνα περιορισμένο χρονικό διάστημα πού ἔχει μιά ὁρισμένη ἀρχή κι ἕνα ὁρισμένο τέλος. Ἄρχισε τό ἔτος 1914, ὅταν ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἐνθρονίσθηκε ὡς βασιλεύς στούς οὐρανούς. Θά τελειώσει ὅταν ὁ Θεός καταστρέψει αὐτό τό παρόν πονηρό σύστημα πραγμάτων»· καί λίγο πιό κάτω· «Σέ πόσον καιρό θά γίνει αὐτό; Ὁ Υἱός τοῦΘεοῦ, Ἰησοῦς Χριστός, δίνει τήν ἀπάντηση. Ἀφοῦ ἐφιστᾶ τήν προσοχή μας στά πολλά πράγματα πού χαρακτηρίζουν τή χρονική περίοδο ἀπό τό ἔτος 1914 κι ἐμπρός ὡς τόν "ἔσχατον καιρόν", λέγει ὁ Ἰησοῦς: "Δέν θέλει παρέλθει ἡ γενεά αὕτη, ἑωσοῦ γείνωσι πάντα ταῦτα" (Ματ. κδ΄34)». Καί συνεχίζουν νά ἰσχυρίζονται ὅτι μένει λίγος καιρός ὥς τό τέλος τοῦ κόσμου, ἀφοῦ κατά τόν Δαυΐδ ἡ ζωή ὑπολογίζεται σέ 70 χρόνια καί ἀφοῦ πρέπει νά ζοῦν στό τέλος τοῦ κόσμου ἄνθρωποι πού ζοῦσαν τό 1914, νά, ὅπου νά 'ναι ἔρχεται τό τέλος τοῦ κόσμου.
    Κατ’ ἀρχήν ἡ ἔκφραση «ἔσχατος καιρός», πού συναντᾶται καί σέ ἄλλα χωρία τῆς Γραφῆς, ἐκτός ἀπ’ αὐτά πού σημειώνουν στό βιβλίο τους οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ, δέν σημαίνει αὐτό πού λένε αὐτοί. Καί οἱ ἀπόστολοι Ἰούδας καί Ἰωάννης στίς Ἐπιστολές τους γράφουν ὅτι οἱ μέρες, στίς ὁποῖες ζοῦσαν ἐκεῖνοι, ἦταν «ἔσχατος καιρός» καί «ἐσχάτη ὥρα». Καί ἄλλοι αἱρετικοί στήν ἀρχαιότητα παρεξήγησαν τήν ἔκφραση, ἀλλά τούς διέψευσε ἡ πραγματικότητα. «Ἔσχατον καιρόν» ἐννοοῦν οἱ συγγραφεῖς τῆς ἁγίας Γραφῆς κάθε καιρό μαρασμοῦ πού ἀκολουθεῖ μετά ἀπό μιά δόξα τῆς Ἐκκλησίας, τόν καιρό τῆς κάμψεως καί τοῦ ξεπεσμοῦ, τόν καιρό τῆς καταπτώσεως καί τῆς διαφθορᾶς. Κατ’ ἐπανάληψιν ἡ Ἐκκλησία μετά ἀπό ἕναν τέτοιον «ἔσχατον καιρόν» γνώρισε καιρούς ἀνθήσεως, προκοπῆς καί ἀναζωπυρώσεως. Εἶναι καί ὁ καιρός τῆς β΄ παρουσίας ἔσχατος καιρός. Ἀλλά δέν λέγεται μόνο αὐτός ἔτσι. Αὐτό ἔδειξαν πλέον ἡ Γραφή καί ἡ παρελθοῦσα ἰστορική πραγματικότητα. Ὅσο γιά τό διάστημα 1914-1984 ἤ ἔστω 2000, ὅτι εἶναι ὁ τελευταῖος καιρός πρίν ἀπό τή β΄ παρουσία, αὐτό δά δέν βγαίνει ἀπό πουθενά, ἀπό κανένα χωρίο τῆς Γραφῆς. Εἶναι ἀνοησία καί νά τό σκεφτεῖ κανείς. Ὁ χρόνος τῆς β΄ παρουσίας κατά τή Γραφή εἶναι τελείως ἄγνωστος ἀκόμη καί στούς ἀγγέλους. Ὄχι νά τόν ξέρουν καί οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ!
    Τελείως αὐθαίρετη διαστρέβλωση εἶναι ἡ ἐξήγηση τοῦ ἄλλου χωρίου, τοῦ Μθ 24, 34, ὅταν ὁ Χριστός εἶπε στούς μαθητές του: «Ἀμήν λέγω ὑμῖν, οὐ μή παρέλθῃ ἡ γενεά αὕτη, ἕως ἄν πάντα ταῦτα γένηται». Ὅταν λέει ὁ Χριστός «ἡ γενεά αὕτη» ἐννοεῖ τή γενιά του, τή γενιά πού ζοῦσε ὅταν ἐκεῖνος ἦταν κάτω στή γῆ, καί ὄχι τή γενιά τοῦ 1914-2000. Μέ ποιό κριτήριο αὐτό τό «αὕτη» μπορεῖ νά ἐννοεῖ τή γενιά τοῦ 1914 καί ἑξῆς καί ὄχι ὁποιαδήποτε ἄλλη γενιά τῆς ἱστορίας; Μέ τήν ἔκφραση δέ «ταῦτα πάντα γένηται» ἤ κατά τήν ἔκφραση τῶν ἄλλων εὐαγγελιστῶν «τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ ἐληλυθυῖαν ἐν δυνάμει» (Μρ 9,1· Λκ9,27) ὁ Χριστός ἐννοεῖ ἕνα γεγονός πού ἡ μιά του ὄψη εἶναι ἡ καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ καί γενικά ἠ κατάργηση τῆς παλιᾶς Ἰουδαϊκῆς θρησκείας, πού ἔγινε τό 70 μ.Χ.,καί ἡ ἄλλη του ὄψη εἶναι τό φούντωμα καί ἡ προκοπή τῆς χριστιανικῆς Ἐκκλησίας, πού πραγματοποιήθηκε ἀκριβῶς στά ἴδια χρόνια. Κι αὐτά ὅλα συνέβησαν, ὅταν ἀκόμη ζοῦσε ἡ γενιά ἡ σύγχρονη μέ τό Χριστό ἐπί τῆς γῆς. Παίρνουν αὐτά τά ρητά οἱ μάρτυρες τοῦ Ἰεχωβᾶ ξεκομμένα ἀπό τήν περιοχή τους, καί στόν ἀκροατή τους πού δέν ξέρει, δέν μπορεῖ νά ξέρει, τί σημασία ἔχουν ἐκεῖ πού λέγονται, τά ἑρμηνεύουν μέ τίς πιό ἀπίθανες καί ἀνόητες ἑρμηνεῖες. Ἔτσι τρομοκρατοῦν τίς ἄμαθες ψυχές, καί στήν κατάσταση τῆς τρομοκρατίας προσπαθοῦν νά ἐπιδράσουν, νά γίνουν χειραγωγοί καί καθοδηγηταί τοῦ θύματός τους.

Ἀπολύτρωσις 29 (1974) 168-169