Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Νεομάρτυς Θεόφιλος

Ἄρωμα πίστεως καί ἁγνότητας


AgoosTheofilos02  Σάν ξημερώνουν οἱ παγωμένες μέρες τοῦ χειμώνα ἀλλά καί τά καυτά πρωινά τοῦ καλοκαιριοῦ, ἡ Ἐκκλησία σημαίνει τήν καμπάνα τῆς χαρᾶς. Καλεῖ τά παιδιά της σ᾿ ἕνα μοναδικό πανηγύρι, ὅπου μυστικά καί θαυμαστά σμίγει ἡ γῆ μέ τόν οὐρανό. Εἶναι οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων, τῶν φίλων τοῦ Θεοῦ τοῦ ἀληθινοῦ. Χειμώνα-καλοκαίρι ἡ γῆ μας δέν παύει νά στέλνει ψυχές στόν οὐρανό. Κι ἐμεῖς δέν παύουμε νά τούς θυμόμαστε σεβαστικά καί νά τούς μιλοῦμε παρακλητικά γιά τούς ἀγῶνες καί τίς ἀγωνίες μας, στούς χειμῶνες καί τά καλοκαίρια τοῦ 21ου αἰώνα.
  Στήν καρδιά τοῦ καλοκαιριοῦ, 24 Ἰουλίου, χτυποῦν χαρμόσυνα οἱ καμπάνες στή Ζάκυνθο. Σπεδουν οἱ πιστοί νά τιμήσουν τόν Θεόφιλο τόν νεομάρτυρα. Τό γενναῖο παλληκάρι πού ἕνα μόνο φοβήθηκε πάνω στή γῆ: Μήν τύχει καί χάσει τήν ἁγνότητά του, μήν προδώσει τόν Σωτήρα Χριστό, μήν ἀρνηθεῖ τήν Ἑλλάδα! Λιθαράκι-λιθαράκι τό ᾿χτισε τό οἰκοδόμημα τοῦ ἔσω ἀνθρώπου δυνατό καί καθαρό, μέ προσευχή γιά τά μεγάλα καί προσοχή γιά τά μικρά.
  Στά 1630 ἐγκαταλείπει τό καράβι, ὅπου εἶχε ἀναζητήσει δουλειά, μόλις αὐτό ἀράζει στή Χίο, γιά νά φυλάξει τή νιότη του μακριά ἀπό τήν πονηριά καί τή διαφθορά. Στά χέρια τοῦ Θεοῦ παραδίδει τόν ἑαυτό του, κι Ἐκεῖνος μέλλει νά τόν ὁδηγήσει σέ δρόμους θαυμαστούς. Ὅταν πέφτει στή μανία τῶν Ἀγαρηνῶν, ὁμο-λογεῖ μέ σθένος καί σεμνότητα τήν πίστη του στόν Χριστό: «Χριστιανός εἶμαι καί Χριστιανός θά πεθάνω!». Εἶναι 24 Ἰουλίου τοῦ 1635, ὅταν τόν καταδικάζουν στόν διά πυρός θάνατο. Τό δεκαοκτάχρονο παλληκάρι ἔχει στραμμένο τό βλέμμα στόν οὐρανό. Ἀπό ἐκεῖ ἀντλεῖ δύναμη καί χάρη. «Φιλῶν τόν Θεόν Θεό-φιλος, προθύμως πρός πῦρ δι᾿ Αὐτόν κινεῖται θαρσαλέως».
  Τόν ἀντικρύζουμε μέ ἔκπληξη τόν ἡρωικό ἀδελφό μας νά μαζεύει μόνος του ξύλα γιά τή φωτιά τοῦ μαρτυρίου, βεβαιώνοντας πώς μέ χαρά προσφέρει τόν ἑαυτό του «θυσίαν ζῶσαν» (Ρω 12,1) στόν Κύριο τοῦ οὐρανοῦ. Τό σῶμα του, πού φιλοξενεῖ μιά καρδιά πυρωμένη ἀπό τήν πίστη τῶν πατέρων, τό τυλίγουν οἱ φλόγες. Κι ἐνῶ ἡ ψυχή του συντάσσεται στή χορεία τῶν μαρτύρων, μία ἄρρητη εὐωδία ξεχύνεται ἀπό τό ἅγιο σκήνωμά του, καθώς αὐτό καίγεται, καί πλημμυρίζει ὅλο τόν τόπο. Οἱ Ὀθωμανοί δέν ἀντέχουν τή νίκη τοῦ χριστιανοῦ. Πῶς νά ἀντέξουν στό μύρο τά κοράκια; Ἁρπάζουν ἕνα χοῖρο καί τόν ρίχνουν στή φωτιά. Τό ζωντανό ξεφεύγει ὅμως, καί τά ἀρώματα τῆς θυσίας τοῦ Θεόφιλου γε-μίζουν τήν ἀτμόσφαιρα ἐνισχύοντας τούς χριστιανούς καί καταισχύνοντας τούς ἐ-χθρούς. «Θεόν τόν σαρκωθέντα εὐθαρσῶς ὡμολόγησας, τά Ἀγαρηνῶν καταπτύσας ἀπιστίας διδάγματα, πυρί δέ ὑπ᾿ αὐτῶν κατακαείς ἀρώμασι ἐπλήρωσας τήν γῆν, τοῦ Θεοῦ φίλε γνήσιε».
  Ἀσπαζόμαστε εὐλαβικά τά λείψανά σου, μάρτυρα Θεόφιλε, καί σέ παρακαλοῦμε νά πρεσβεύεις στόν αἰώνιο Νέο γιά τά νιάτα τῆς πατρίδας μας· νά νικοῦν τή φωτιά τῶν πειρασμῶν καί νά σκορπίζουν τό ἄρωμα τῆς πίστεως καί τῆς ἁγνότητας.

Ἰχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 201-202