Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Μίλησε ἡ φλογέρα

voskos cΣτό μεγάλο ἀρχοντικό τοῦ Ἀνέστη ὅλα ἦταν σάν τόν καιρό πού ἦταν γε­μάτο μέ παιδιά καί μεγάλους καί γέρους. Στρω­μέ­νο καί συγυρισμένο, λές κι ὅλοι λείπανε στά χωράφια κι ὅπου νά ᾽ναι θά γύριζαν. Λές κι οἱ παπποῦδες νά ἦταν στήν ἐκ­κλησιά καί θά ἐπέστρεφαν. Ἔτσι τό κρα­τοῦ­σε ἕ­τοι­μο ἡ Λενιώ καί δέν ἀπελ­πι­­­ζόταν. Οἱ παπ­ποῦ­δες φύγανε δί­χως νά δοῦν τό πο­θού­μενο, μά καί δίχως νά δοῦν τήν ἐρήμωση τοῦ σπιτιοῦ. Ὁ Ἀ­νέ­στης, σάν τοῦ πήρανε οἱ Τουρκα­λά­δες τά δυό μικρά του τά ἀγόρια, ἀνέ­βηκε στό βουνό ψάχνοντας γδικιωμό. Σάν ἄντρεψαν κι οἱ δυό μεγάλοι γιοί του, τόν ἀκολούθησαν. Τή Βασιλική του τήν πάντρεψε μόλις ἔκλεισε τά δώδεκα, γιά νά τή γλυ­τώ­σει ἀπό τό ἁρπακτικό μάτι τοῦ ἀγᾶ τοῦ τό­που τους. Κι ἔμεινε μόνη ἡ Λε­νιώ μέ τό στερνοπούλι της τόν Δημητρό, πού τόν κυ­οφοροῦσε ὅταν ξεκίνησε ὁ Ἀνέστης γιά τό βουνό.
- Μάνα, πῶς ἦταν ὅταν ἦταν γεμάτο τό σπίτι μας; τή ρώτησε ὁ Δημητρός.
- Γεμάτο, γιέ μου, ὅπως τό εἶπες, τοῦ ἀπάντησε καί, γιά πρώτη φορά ἀ­πό τότε πού τόν γέννησε, τήν τύλιξε ἡ ἀγωνία τοῦ ἐντελῶς ἄδειου σπιτιοῦ.
Πύρωσε τό σουβλί ὁ Δημητρός καί τό ἔχωσε στό καλάμι πού ἑτοίμαζε γιά φλο­γέ­ρα. Ἔκανε τό ἴδιο ξανά καί ξανά, ὥ­σπου ἄνοιξε ὅλες τίς τρύπες.
- Θά ξαναγιομίσει ποτέ; τή ρώτησε ξαφνιάζοντάς την.
- Θά ξαναγιομίσει, γιέ μου, τοῦ ἀπά­ντησε ἀβέβαια ἡ Λενιώ.
- Πότε; ἐπέμεινε ἐκεῖνος.
- Σάν ἔρθει ἡ λευτεριά! τοῦ ἀπά­ντησε καί ντράπηκε πού γιά μιά στιγμή ἀμφέβα­λε.
Ἔβαλε τή φλογέρα στά χείλη του ὁ Δημητρός καί φύσηξε ἕνα λά! Ἡ νότα βγῆκε ἀπό τό καλάμι καθαρή καί γλυκιά.
- Τό πίστευες, μάνα, πώς τό κομμάτι τό καλάμι πού ἔφερα τό πρωί θά ἔπαιζε ἀπόψε μουσική; Πές μου, τό πίστευες;
Τά μάτια τοῦ Δημητροῦ εἶχαν γίνει δυό πύρινες φλόγες καί τό πρόσωπό του κατακόκκινο σάν τή φωτιά στό τζάκι τους.
- Θά ἔρθει, μάνα μου, ἡ λευτεριά καί θά ξαναγιομίσει τό σπίτι μας, σοῦ τό λέω ἐγώ!
Ἔσκυψε τό κεφάλι ἡ Λενιώ μπροστά στό μεγαλεῖο τῆς ψυχῆς τοῦ παιδιοῦ της. Ναί, τό ἔνιωσε πώς τίποτα πιά δέν θά τόν κρατοῦσε κοντά της.
- Μάνα, θά σοῦ πῶ κάτι πού μπορεῖ νά σέ λυπήσει, μά πιό πολύ φοβᾶμαι πώς θά στενοχωρήσει τόν πατέρα μου.
Ἔκανε μιά παύση ὁ Δημητρός καί ὕστερα κατέβασε τό κεφάλι.
- Μάνα, δέν θέλω νά ἀνέβω στό βου­νό. Θέλω νά μείνω ἐδῶ κοντά σου, θέλω νά πηγαίνω τά βράδια στόν παπα-Γρηγό­ρη νά μάθω κι ἄλλα γράμματα, νά μάθω νά ψάλλω καί νά παίζω φλογέρα. Θέλω, σάν γυρίσει ὁ πατέρας μου καί τά ἀδέλφια μου μαζί μέ τή λευτεριά, νά ἔχει ψάλ­τη τό χω­ριό μας, γιά νά κάνουμε Δοξο­λογία.
Ἔμεινε ἄφωνη ἡ Λενιώ, ἄλλο περίμε­νε νά ἀκούσει κι ἄλλο ἄκουσε. Δέν ἤξερε ἄν ἔπρεπε νά χαρεῖ ἤ νά λυπηθεῖ, δέν ἤ­ξερε τί νά τοῦ πεῖ, πῶς νά τοῦ μιλήσει. Κι ὁ Δημητρός, πού κατάλαβε τή δυσκολία τῆς μάνας του, σηκώθηκε, πῆρε τό χέρι της, τό φίλησε μέ σεβασμό καί δίχως ἄλ­λη κουβέντα βγῆκε στόν δρόμο γιά τό μοναστήρι ὅπου τόν περίμενε ὁ παπα-Γρη­γόρης.
Ἔτσι κυλοῦσαν οἱ ὧρες, οἱ μέρες, τά χρόνια στό ἀρχοντικό τοῦ Ἀνέστη, μέ τή Λενιώ νά ἑτοιμάζει καθημερινά τό σπίτι γιά τή μεγάλη ὥρα καί τόν Δημητρό νά λείπει ὁλοένα καί περισσότερο καί νά γυρνᾶ ὅλο καί πιό ἀργά τά βράδια.
- Τί κάνεις, γιέ μου; Ποῦ τριγυρνᾶς ὅλη μέρα κι ὅλη νύχτα; τόν ρώτησε ἕνα πρωί ἡ Λενιώ.
- Ἀνοίγω δρόμους, γιά νά γιομίσει ξα­νά τό σπίτι μας, μάνα, τῆς ἀπάντησε καί χάθηκε στή στροφή τοῦ δρόμου, ὅπως κά­θε μέρα.
Τό κτύπημα στήν πόρτα ἔκανε τήν καρδιά τῆς Λενιῶς νά γοργοκτυπή­σει. Δέν περίμενε κανέναν τέτοια ὥρα. Οἱ δυό τοῦρκοι ὁπλοφόροι πού στέκονταν μπρο­στά της ἔκαναν τά πόδια της νά τρέμουν.
- Ἐδῶ εἶναι τό κονάκι τοῦ καπετάν Ἀνέστη; τή ρώτησε ἄγρια ὁ ἕνας.
- Τί θέλετε; τί ψάχνετε; ρώτησε ὅσο μποροῦσε ἄφοβα ἡ Λενιώ.
- Τόν γιό του τόν Δημητρό, ἀπάντησε ὁ ἴδιος καί τήν ἔσπρωξε γιά νά περάσουν μέσα.
- Ποιοί ἄλλοι μένουν ἐδῶ; ρώτησε ὁ δεύτερος, κοιτώντας γύρω τριγύρω τό μεγάλο στρωμένο σπίτι.
- Ὁ γιός μου κι ἐγώ! ἀπάντησε δίχως φόβο πιά ἡ Λενιώ.
- Ὁ γιός σου, κυρά, θά τό φάει τό κε­φά­λι του, εἶπε ἐκεῖνος πού μίλησε πρῶ­τος.
- Γιατί, τί ἔκανε τό παιδί μου; Σέ τί ἔ­βλαψε τήν αὐτοκρατορία σας; Ἴσα-ἴσα πού εἶναι ἄνθρωπος πού δέν τοῦ ἀρέσουν οἱ σκοτωμοί καί τά αἵματα καί μένει ἥσυχος στό χωριό μας, εἶπε θαρρετά ἡ Λενιώ.
- Ναί, καί ξεσηκώνει τά μυαλά τῶν παιδιῶν μέ τό μεγαλεῖο των Ἑλλήνων καί μέ τά φούμαρα τῆς λευτεριᾶς, ἐπενέβη ὁ δεύτερος καί τότε τό μάτι του στάθηκε πάνω στίς πολλές φλογέρες πού ἦταν ἀ­ραδιασμένες πάνω ἀπό τό τζάκι. Τίς κοίταξε μέ ἔκπληξη κι ὕστερα ἅρπαξε μιά στά χέρια του. Τήν κοίταξε καλά κι ὕστε­ρα τήν ἔφερε στά χείλη του καί φύσηξε. Ὁ ἄλλος τόν κοιτοῦσε τό ἴδιο ξαφνιασμένος καί ἅρπαξε κι αὐτός μιά ἀπό τό τζάκι. Τή γύρισε στό πίσω μέρος καί τότε τά χέ­ρια του ἄρχισαν νά τρέμουν.
- Ὁ σταυραετός! Ὁ σταυραετός! φώ­ναξε καί ὅρμησε πρός τή Λενιώ καί τῆς ἅρπαξε τά χέ­ρια. Ποῦ τίς βρῆκες; Ποῦ τίς βρῆκες, πές μου! τή ρώτησε μέ ἀγωνία.
- Κάποιες τίς ἔκανε ὁ πατέρας μου καί κάποιες ὁ γιός μου ὁ Δημητρός, ἀπάντησε σαστι­σμέ­νη ἡ Λενιώ, μή μπορώντας νά καταλάβει τό ξέσπασμα τοῦ Τούρκου.
- Οἱ δικές μας ἔχουν πάνω καί ἕνα γράμμα δίπλα στόν Ἀε­τό, εἶπε καί τράβηξε μέσα ἀπό τόν ντορβά του μιά ἴδια φλογέρα. Γράφει Π ἡ δική μου, εἶπε μέ δέ­ος αὐτή τή φορά.
- Κι ἡ δική μου Β, ψέλλισε ὁ ἄλλος καί κοίταξε τή γυναίκα πού εἶχε ἀπέναντί του ἕτοιμος νά σωριαστεῖ.
- Μοῦ πῆραν δυό ἀγόρια οἱ Τοῦρκοι, τόν Πάνο μου καί τόν Βασίλη μου, εἶπε ἡ Λενιώ καί σωριάστηκε στά πόδια του.
Ὅταν μετά τά μεσάνυχτα γύρισε ὁ Δημητρός, εἶδε φῶς ἀ­ναμμένο ἀκόμα στό σπίτι του καί ἀνησύχησε. Καθώς πλησίασε στήν πόρτα, ἄκουσε τόν ἦχο τῆς φλογέρας καί πίστεψε πώς γύρισαν τά ἀδέλφια του ἀπό τό βου­νό. Ἔβγαλε καί τή δική του γιά νά τούς καλωσορίσει καί ἄρχισε νά παίζει χαρούμενα.
- Ξαναγιόμισε τό σπίτι μας, γιέ μου, ξαναγιόμισε ἡ ἀγκαλιά μου, φώναξε κλαίγοντας ἀπό χα­ρά ἡ Λενιώ καί οἱ τρεῖς φλο­γέρες ἔπιασαν τόν πιό χαρούμενο σκο­πό.

Ἑλένη Βασιλείου