Πεφταστέρια

peftasteria  Φαρές, Ἐσρώμ, Ἀράμ, Ἀμιναδάβ...
  Σάν τά φύλλα τά φθινοπωρι­νά, πού πέφτουν στή γῆ καί χάνο­νται, εἶναι καί τά ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων. Ἔρχονται, φεύ­γουν, σβήνουν οἱ γενεές στή λήθη τῶν αἰώνων. Σάν πυροτεχνήματα μέ­σα στό σκοτάδι τῆς νύχτας.
  Τί σημασία ἔχει ποιός γέννησε ποιόν; Καλά τό εἶπε ἐκεῖνος ὁ παλιός σοφός: «οὐδὲν καινὸν ὑ­πὸ τὸν ἥλιον». Ὅλα τά ἴδια μέ χθές. Βραδιάζει, ξημερώνει, βραδιάζει, ξημερώνει. Ἀλλάζουν οἱ ἐ­ποχές, χειμῶνες, καλοκαίρια. Οἱ ἄν­θρωποι ὁ καθένας στή δουλειά του. Νά, μιά πτωχή χήρα μαζεύει στάχυα γιά νά ζήσει κι αὐ­τή κι ἡ πεθερά της. Τή λένε Ρούθ. Ποιός θά τή θυμᾶται αὔριο;
  «Βοὸζ δὲ ἐγέννησε τὸν Ὠβήδ ἐκ τῆς Ρούθ, Ὠβήδ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰεσσαί, Ἰ­εσσαὶ δὲ ἐγέννησε τὸν Δαυΐδ τὸν βασιλέα» (Μθ 1,5-6). Οἱ βασιλεῖς κι ἄν ξεχνιοῦνται! Μέ πάταγο. Στό πέρασμα τῶν αἰ­ώνων, στίς αἰχμαλωσίες, στίς με­τοι­κεσίες, ὅπως ἔ­γινε καί στή με­τοικεσία Βαβυλῶνος μέ τόσους. Σάν τούς διάτ­το­ντες ἀστέρες εἶναι ἡ λάμψη τους.
  «Ματθὰν δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰακώβ, Ἰα­κὼβ δὲ ἐγέννησε τὸν Ἰωσὴφ τὸν ἄν­δρα Μαρίας» (Μθ 1,15-16).
  Εἶχε βραδιάσει ἔξω. Οἱ ἄνθρωποι εἶ­χαν τελειώσει τίς δουλειές τους. Μαζεύτηκαν στά σπίτια τους. Θά ποῦν κι ἀπό­ψε θρύλους, μύθους, ἱστορίες, γε­νε­αλο­γίες νά γλυκάνουν τήν ψυχή τους μέχρι νά τούς πάρει ὁ ὕπνος κι αὔριο πάλι τά ἴδια ἀπ᾽ τήν ἀρχή. Ξενυχτοῦσαν μόνο οἱ βοσκοί στά βοσκοτόπια καί τά ἀφεντικά στά πανδοχεῖα πού περίμεναν τούς τελευταίους ταξιδιῶτες γιά τή μεγάλη ἀ­πογραφή.
  Κανείς σέ ᾽κεῖνα τά μέρη δέν κατά­λα­βε τίποτε. Κι ἄς ἦταν ἀπ᾽ τή γενιά τοῦ Ἀβραάμ, ἀπ᾽ αὐτόν πού εἶχαν ἀρχίσει ὅ­λα. «Ἀβραὰμ ἐγέννησε τὸν Ἰσαάκ, Ἰσα­ὰκ δὲ...» (Μθ 1,2). Δέν κατάλαβαν τίπο­τε. Ἐ­κεῖνοι πού κατάλαβαν ἦταν ἀπό πο­λύ μακριά, ἀπ᾽ τά μέρη τῆς Ἀνατο­λῆς. Τό μεγάλο ἀστέρι δέν ἄφηνε καμιά ἀμφιβολία γιά ὅλα αὐτά πού χρόνια μελετοῦσαν· ἀ­πό­ψε ἔγινε τό ἀσύλληπτο. Τό μόνο «καινὸν ὑπὸ τὸν ἥλιον».
  Ἕνα ὄνομα, «τὸ ὑπὲρ πᾶν ὄνομα» (Φι 2,9), διέσχισε τόν χῶρο, τόν χρόνο, τίς διαστάσεις, τίς γενεές, τούς αἰῶνες, τό ἄπειρο. Καί νά, τό Βρέφος σαλεύει μέσα στά ἄχυρα. «Θά καλέσεις τό ὄνομά του Ἰη­σοῦν. Θά καλέσουν τό ὄνομά του Ἐμ­μανουήλ» (βλ. Μθ 1,21-23).
  Ἐκείνη ἡ νύχτα δέν ἔμοιαζε μέ καμιά ἄλλη. Ἡ γενεαλογία εἶχε τελειώσει. Ἦ­ταν Χριστούγεννα. Ἀλλά καί ἡ μέρα πού ξημέρωσε ἦταν ἀλλιῶς. Τό ὄνομα Ἰη­σοῦς, πού ἀπογράφτηκε ὡς δοῦλος στούς καταλόγους τῆς Βηθλεέμ, θά ἀ­θώωνε ὅλα τά ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων ἀπ᾽ τήν ἀρχαία κατάρα. «Τὰ ἔτη ἡμῶν ὡσεὶ ἀράχνη ἐμελέτων» (Ψα 89,9). Τά ὀνόματα τῶν ἀνθρώπων δέν θά ἦταν πλέ­ον σάν τά πεφταστέρια πού χάνονται μέσα στή νύ­χτα καί σβήνουν. Ὁ καθένας μποροῦσε τώρα νά πάρει ἕνα και­νό ὄ­νομα, δικό του, καταδικό του. Ὁ Ἀστέρας ὁ λαμπρός, ὁ πρωινός ἄνοιξε τόν δρόμο μέσα ἀπ᾽ τό πανδοχεῖο, γιά νά ζοῦν ὅλα τά ὀ­νόματα τῶν ἀνθρώπων γιά πάντα, ἀπογεγραμμένα στούς οὐ­ρανούς, στήν Ἐκκλησία τῶν πρωτοτόκων. Μαζί γιά πά­ντα μέ τόν πρωτότοκο Υἱό τῆς Παρθένου «ἐξ οἴκου καὶ πατριᾶς Δαυΐδ» (Λκ 2,4).

Ζ.Γ.

"Ἀπολύτρωσις", Δεκ. 2021