Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Κυρ. Σαμαρείτιδος Ἰω 4,5-42

   samaritissa Βρισκόμαστε στήν ἀρχή τῆς δημοσίας δράσεως τοῦ Κυρίου. Ἡ ἐπιτυχία τοῦ Κυρίου κίνησε τόν φθόνο τῶν φαρισαίων, καί αὐτός ἀποφεύγοντας νά τούς παροξύνει ἀφήνει τήν Ἰουδαία, ὅπου ἦταν τό κέντρο τῶν φαρισαίων καί φεύγει πρός βορρᾶν, στή Γαλιλαία, ὅπου ἦταν πιό ἤρεμα τά πνεύματα καί οἱ ἄνθρωποι πιό ἁπλοί. Στή μετάβασή του περνᾶ ἀπό τή Σαμάρεια, πού ἦταν ἐξ ὁλοκλήρου ἔξω ἀπό τήν ἐθνική ζωή τοῦ Ἰσραήλ. Ὁ δρόμος αὐτός ἦταν ὁ κυριώτερος καί ὁ πιό συνηθισμένος δρόμος τῶν Ἰεροσολύμων πρός βορρᾶν καί εἰδικά γιά τόν Ἰησοῦ ἦταν καί ὁ πιό ἀσφαλής. Περνώντας ἀπό τήν Σαμάρεια γίνεται ἡ συνάντησή του μέ τή Σαμαρείτισσα. Στήν περικοπή πού θά μελετήσουμε ὁ Κύριος ἀποκαλύπτει τόν ἑαυτό του στή Σαμαρείτισσα καί τούς συμπολίτες της.

Λέξεις:

5.  Πλησίον τοῦ χωρίου = κοντά στήν τοποθεσία

6.  πηγή = πηγάδι

    κεκοπιακώς = κουρασμένος

    ἐκαθέζετο οὕτως = καθόταν ἔτσι ὅπως ἦταν

    ἀντλῆσαι ὕδωρ = γιά νά βγάλει νερό

8.  ἀπεληλύθεισαν εἰς τήν πόλιν = εἶχαν πάει στήν πόλη.

9.  οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις = γιατί δέν χρησιμοποιοῦν τό ἴδιο

     ἀγγεῖο οἱ Ἰουδαῖοι μέ τούς Σαμαρεῖτες.

10. εἰ ᾔδεις = ἄν ἤξερες

     σύ ἄν ᾔτησας αὐτόν = θά τοῦ ζητοῦσες ἐσύ

     ὕδωρ ζῶν = νερό τρεχούμενο, φρέσκο

11. ἄντλημα = κουβᾶς

12. καί τά θρέμματα αὐτοῦ = καί τά ζῶα του

14. ἁλλομένου = πού ἀναβλύζει

15. ἐνθάδε = σ’ αὐτό τό μέρος, ἐδῶ

19. θεωρῶ = καταλαβαίνω

22. ὅ οὐκ οἴδατε = αὐτό πού δέν γνωρίζετε

25. ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα = θά μᾶς τά ἀναγγείλει ὅλα

27. ἐπί τούτῳ = ἐκείνη τήν ὥρα

     ἐθαύμασαν = ἀπόρησαν

28. τήν ὑδρίαν αὐτῆς = τή στάμνα της

29. δεῦτε ἴδετε = ἐλᾶτε νά δεῖτε.

31. ἠρώτων αὐτόν = τόν παρακαλοῦσαν

32. ἐγώ βρῶσιν ἔχω = ἐγώ ἔχω φαγητό

35. ἐπάρατε = σηκῶστε

     θεάσασθε τάς χώρας = κοιτᾶξτε τά χωράφια

36. συνάγει = συγκεντρώνει

  

     4,4. ῎Εδει δέ αὐτόν διέρχεσθαι διά τῆς Σαμαρείας.

    διά τῆς Σαμαρείας: Ἡ Σαμάρεια ἦταν μεγάλη περιοχή τῆς Παλαιστίνης, ἴση περίπου μέ τή Θράκη, μεταξύ Ἰουδαίας καί Γαλιλαίας, μέ πρωτεύουσα τήν πόλη Σαμάρεια. Οἱ Σαμαρεῖτες ἦταν Ἰουδαῖοι στήν καταγωγή. Ὅταν ὅμως οἱ Ἀσσύριοι κατέκτησαν τήν περιοχή τους, πῆραν πάρα πολλούς στή βαβυλώνιο αἰχμαλωσία καί γιά νά ἀντικαταστήσουν αὐτούς πού πῆραν στή Βαβυλώνα ἔφεραν καί ἐγκατέστησαν στή Σαμάρεια πέντε εἰδωλολατρικά ἔθνη. Διάφορα γεγονότα, πού τά διηγοῦνται τά βιβλία Δ’ Βασιλειῶν καί Β’ Παραλειπομένων, ἔκαναν τά ἔθνη αὐτά νά λατρεύουν μαζί μέ τά εἴδωλά τους καί τόν ἀληθινό Θεό τοῦ Ἰσραήλ καί νά δεχθοῦν ἀπό τή Γραφή μόνο τήν Πεντάτευχο. Ὅταν ἐπέστρεψαν ἀπό τή βαβυλώνιο αἰχμαλωσία οἱ Ἰουδαῖοι, οἱ Σαμαρεῖτες δέν ἔγιναν δεκτοί στήν ἀνοικοδόμηση τοῦ ναοῦ. Γι’ αὐτό ἔκτισαν δικό τους ναό στό ὄρος Γαριζίν. Πῆραν καί ἕναν ἀποστάτη Ἰουδαῖο ἱερέα καί τόν ἔκαναν ἀρχιερέα στόν ναό τους καί ἔκαναν ἐκεῖ τά θρησκευτικά τους καθήκοντα. Οἱ Ἰουδαῖοι τούς ὑποτιμοῦσαν σάν μαγαρισμένους, αὐτοί ὅμως ἤθελαν πολύ νά θεωροῦνται γνήσιοι Ἰουδαῖοι. Ἰσχυρίζονταν μάλιστα ὅτι εἶχαν γενάρχες τόν Ἐφραίμ καί τόν Μανασσῆ, τά παιδιά τοῦ Ἰωσήφ. Ὅτι ἦταν ἀλλογενεῖς οἱ Σαμαρεῖτες φαίνεται καί ἀπό τά λόγια τοῦ Χριστοῦ (βλ. Μθ 10,5· Λκ 17,18). Κι ὅμως αὐτό δέν ἐμποδίζει τόν Κύριο νά περάσει ἀπό τή Σαμάρεια καί μάλιστα ν’ ἀνοίξει συζήτηση μέ μία Σαμαρείτισσα καί ἔτσι νά σώσει καί αὐτήν καθώς καί πολλούς συμπατριῶτες της.

    4,5. ἔρχεται οὖν εἰς πόλιν τῆς Σαμαρείας λεγομένην Συχάρ, πλησίον τοῦ χωρίου ὅ ἔδωκεν ᾿Ιακώβ ᾿Ιωσήφ τῷ υἱῷ αὐτοῦ·

    Συχάρ: Ὁ ἱστορικός Εὐσέβειος λέει γιά τήν πόλη αὐτή ὅτι βρισκόταν στόν δρόμο ἀπό τήν Ἰουδαία πρός τήν Γαλιλαία πρίν ἀπό τή Συχέμ. Σήμερα ὑπάρχει ἐκεῖ κοντά ἡ κωμόπολη Ἀσκάρ.

    4,6. Ἦν δέ ἐκεῖ πηγή τοῦ ᾿Ιακώβ. ὁ οὖν ᾿Ιησοῦς κεκοπιακώς ἐκ τῆς ὁδοιπορίας ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τῇ πηγῇ· ὥρα ἦν ὡσεί ἕκτη.

    ἦν δέ ἐκεῖ πηγή τοῦ Ἰακώβ: Τό πηγάδι τό εἶχε ἀνοίξει ὁ Ἰακώβ καί τό κληροδότησε ἔπειτα στόν Ἰωσήφ. Στήν Παλαιά Διαθήκη ἀναφέρονται πολλά τέτοια πηγάδια τοῦ Ἀβραάμ, τοῦ Λώτ, τοῦ Ἰσαάκ, τοῦ Ἰακώβ κτλ. Τό πηγάδι τοῦ Ἰακώβ βρέθηκε μέ τίς ἀνασκαφές. Βρίσκεται 1,5 χιλιόμετρο ἔξω ἀπό τόν μεγάλο δρόμο τῆς Σαμάρειας τόν ὁποῖο βάδιζε ὁ Ἰησοῦς.

    κεκοπιακώς: Ὁ Ἰησοῦς σάν τέλειος ἄνθρωπος εἶχε ὅλα τά ἀδιάβλητα πάθη τοῦ ἀνθρώπου, ἐκτός ἀπό τήν ἁμαρτία, δηλαδή πεινοῦσε, νύσταζε, κουραζόταν κτλ. Κουρασμένος λοιπόν ἀπό τήν ὁδοιπορία, ξέκλινε λίγο ἀπό τόν δρόμο καί στάθηκε στό πηγάδι νά ξεκουραστεῖ.

    ἐκαθέζετο οὕτως ἐπί τῇ πηγῇ: Κάθισε ὅπως ἦταν, δηλαδή χωρίς κανένα κάθισμα ἤ στρωσίδι. Αὐτό δείχνει τήν ἁπλότητά του.

    ὥρα ἦν ὡσεί ἕκτη: Οἱ Ἑβραῖοι μετροῦσαν τίς ὧρες ἀπό τήν ἀνατολή τοῦ ἡλίου. Ἡ δική μας ὥρα 6 π.μ. ἦταν γι’ αὐτούς ἡ πρώτη ὥρα. Ἕκτη ὥρα ἦταν ἡ 12η μεσημβρινή.

    4,7. Ἔρχεται γυνή ἐκ τῆς Σαμαρείας ἀντλῆσαι ὕδωρ. λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· δός μοι πιεῖν.

    Τό «ἐκ τῆς Σαμαρείας» δέν σημαίνει ὅτι ἡ γυναίκα ἦρθε ἀπό τήν πόλη Σαμάρεια, ἀλλά ὅτι ἦταν ἀπό τήν περιοχή τῆς Σαμαρείας, δηλαδή ντόπια καί ὄχι ξένη.

    Γιατί ἡ γυναίκα αὐτή ἦρθε νά πάρει νερό ἀπό μιά τόσο μακρινή πηγή, ἀφοῦ ὁπωσδήποτε θά ὑπῆρχε πηγή καί μέσα στό χωριό, δέν ξέρουμε. Ἴσως βρισκόταν ἔξω στά χωράφια γιά δουλειές καί γυρνώντας στό σπίτι της ἦρθε νά πάρει νερό. Ἴσως πάλι νά διάλεξε ἕνα τόσο μακρινό πηγάδι καί μιά τέτοια μεσημεριάτικη ὥρα, πού ὁ καυτερός ἥλιος ἐμποδίζει τούς ἀνθρώπους νά κυκλοφοροῦν ἔξω, γιατί δέν ἤθελε νά τήν βλέπουν πολλοί καί νά τήν σχολιάζουν γιά τή ζωή της πού δέν ἦταν ἠθική.

    4,9. λέγει οὖν αὐτῷ ἡ γυνή ἡ Σαμαρεῖτις· πῶς σύ ᾿Ιουδαῖος ὢν παρ᾿ ἐμοῦ πιεῖν αἰτεῖς, οὔσης γυναικός Σαμαρείτιδος; οὐ γάρ συγχρῶνται ᾿Ιουδαῖοι Σαμαρείταις.

    Ἡ Σαμαρείτισσα ξαφνιάζεται πού ὁ Ἰησοῦς τῆς ζητᾶ νερό, γιά δύο λόγους:

    α) Τόν ἕνα τόν ἀναφέρει ἀμέσως στή συνέχεια ὁ εὐαγγελιστής· οὐ γάρ συγχρῶνται Ἰουδαῖοι Σαμαρείταις. Οἱ Ἰουδαῖοι ἀπέφευγαν ἀκόμη καί νά χρησιμοποιοῦν τά σκεύη πού χρησιμοποίησε κάποιος Σαμαρείτης, ἀπέφευγαν δηλαδή κάθε οἰκειότητα μέ τούς Σαμαρεῖτες, γιατί ὅπως εἴπαμε τούς θεωροῦσαν μαγαρισμένους. Ἤξερε ἡ Σαμαρείτισσα ὅτι ἕνας Ἰουδαῖος θά προτιμοῦσε νά σκάσει ἀπό δίψα, ὅπως θά λέγαμε, παρά να πιεῖ ἀπό τό ἀγγεῖο μιᾶς Σαμαρείτισσας. Ὅτι ἦταν Ἰουδαῖος ὁ Ἰησοῦς μποροῦσε νά τό καταλάβει ἀπό τά ροῦχα του καί τήν προφορά του.

    β) Γιατί ἦταν γυναίκα. Οἱ ραββῖνοι περιφρονοῦσαν πολύ τή γυναίκα. Τό νά ἀσχολεῖται ραββῖνος μέ γυναίκα τό θεωροῦσαν πολύ ἀνάξιο τῆς ἰδιότητάς του. Σώζονται πολλά σχετικά ραββινικά ἀποφθέγματα: Μή συζητᾶς μέ γυναίκα. Στό δρόμο μή παρατείνεις συζήτηση μέ γυναίκα, οὔτε καί μέ τή σύζυγό σου. Καλύτερα νά καοῦν οἱ λόγοι τῆς τορά (= τοῦ νόμου), παρά νά παραδοθοῦν σέ γυναίκα. Οἱ γυναῖκες εἶναι ἀνεπίδεκτες θρησκευτικῆς μαθήσεως. Ἄν ἄνδρας συνομιλεῖ μέ γυναίκα, βλάπτει τόν ἑαυτό του, ἀπομακρύνεται ἀπό τόν νόμο καί κληρονομεῖ τή γέενα. Ἀκόμη καί οἱ μαθητές ἔνιωσαν κατάπληξη ὅταν εἶδαν τόν Ἰησοῦ νά συζητᾶ μέ γυναίκα.

    4,10. Ἀπεκρίθη ᾿Ιησοῦς καί εἶπεν αὐτῇ· εἰ ᾔδεις τήν δωρεάν τοῦ Θεοῦ, καί τίς ἐστιν ὁ λέγων σοι, δός μοι πιεῖν, σύ ἂν ᾔτησας αὐτόν, καί ἔδωκεν ἄν σοι ὕδωρ ζῶν.

    Ἡ ἀπάντηση τῆς Σαμαρείτισσας στόν Ἰησοῦ, πού τῆς ζήτησε νερό, ἔδειχνε καθαρά τήν ἀπροθυμία της. Δέν εἶχε καμία διάθεση νά τοῦ δώσει νερό. Ἀλλά ὁ Κύριος μέ καλωσύνη συνεχίζει τή συζήτηση ἀποκαλύπτοντάς της ὅτι ἔχει νά τῆς δώσει αὐτός ἕνα ἀνώτερο νερό. Ἡ ἀπάντησή του δείχνει στή Σαμαρείτισσα ὅτι ὁ Ἰουδαῖος αὐτός τόν ὁποῖο ἔβλεπε μπροστά της, δέν εἶχε καμία σχέση μέ τούς ραββινικούς ἀφορισμούς, οἱ ὁποῖοι δημιουργοῦσαν μία καταπιεστική ἀτμόσφαιρα στήν ψυχή κάθε Σαμαρείτη. Τήν κάνει νά αἰσθάνεται ἄνετα μαζί του.

    ὕδωρ ζῶν: Σημαίνει φρέσκο νερό καί τρεχούμενο νερό σέ ἀντίθεση πρός τό στεκούμενο καί παλιό. Ὁ Χριστός λέει τή φράση μέ μεταφορική ἔννοια, ἀλλά ἡ Σαμαρείτισσα νομίζει ὅτι μιλάει γιά κάποιο νερό πού εἶναι καλύτερο στήν ποιότητα ἀπό τό νερό τῆς πηγῆς τοῦ Ἰακώβ.

    4,11. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· κύριε, οὔτε ἄντλημα ἔχεις, καί τό φρέαρ ἐστί βαθύ· πόθεν οὖν ἔχεις τό ὕδωρ τό ζῶν;

    Τό «κύριε» δέν σημαίνει ὅτι ἡ Σαμαρείτισσα ὁμολογεῖ τόν Ἰησοῦ Κύριο. Δέν εἶναι ἐκεῖνο τό «Κύριε» μέ τό ὁποῖο ἀποκαλοῦμε τόν Χριστό. Εἶναι τό «κύριε» πού λέμε καί μεῖς σήμερα ὅταν ἀπευθυνόμαστε σέ κάποιον· κύριε Θωμᾶ, κύριε Ἰωάννη, κτλ.

    4,15. Λέγει πρός αὐτόν ἡ γυνή· Κύριε, δός μοι τοῦτο τό ὕδωρ, ἵνα μή διψῶ μηδέ ἔρχωμαι ἐνθάδε ἀντλεῖν.

    Ἡ Σαμαρείτισα νόμισε ὅτι τό ὕδωρ τό ζῶν γιά τό ὁποῖο τῆς μιλᾶ ὁ Ἰησοῦς, εἶναι ἴσως μιά μαγική πηγή ἀπό τήν ὁποία ἀναπηδᾶ δροσερό νερό, ὅλα τά χρόνια τῆς ζωῆς τοῦ ἰδιοκτήτη. Γι’ αὐτό καί μέ λαχτάρα ζητᾶ νά τῆς δώσει ὁ Κύριος αὐτό τό σπουδαῖο νερό, μέ τήν ἀφελέστατη δικαιολογία ὅτι δέν θά εἶναι πιά ἀναγκασμένη νά ἔρχεται στήν πηγή τοῦ Ἰακώβ γιά νά παίρνει ἀπό κεῖ νερό. Θά ἔχει τή βρύση μές στό σπίτι της. Ἀπό τά λόγια της αὐτά φαίνεται πόσο ἀμαθής καί ἁπλοϊκή ἦταν.

    4,18. Πέντε γάρ ἄνδρας ἔσχες, καί νῦν ὃν ἔχεις οὐκ ἔστι σου ἀνήρ· τοῦτο ἀληθές εἴρηκας.

    Ἡ Σαμαρείτισσα αὐτή φαίνεται ὅτι ἐκτός ἀπό τήν ἀφέλειά της εἶχε καί ἀνήθικη ζωή, τήν ὁποία ξεσκεπάζει ὁ Κύριος. Τό ξεσκέπασμα αὐτό γίνεται μέ πολύ ἤπιο καί εὐγενικό τρόπο. Παρόλο πού δέν ὑπάρχουν μπροστά ἄλλα πρόσωπα, ὁ Κύριος μιλᾶ στή γυναίκα μέ λεπτότητα καί εὐγένεια.

    4,19. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· Κύριε, θεωρῶ ὅτι προφήτης εἶ σύ.

    Ἡ Σαμαρείτισσα δέν ταράσσεται πού ὁ Ἰησοῦς ἀποκαλύπτει τή βρώμικη ζωή της, ἀλλά μέ ὅλη τήν ἀφέλειά της ὁμολογεῖ ἀμέσως ὅτι ὁ συνομιλητής της εἶναι προφήτης. Ἡ ὁμολογία της εἶναι συγχρόνως καί μία ὁμολογία τῆς ἀθλιότητός της. Εἶναι σάν νά λέει: Ναί, Κύριε, εἶμαι τέτοια ὅπως μέ βλέπεις, μιά διεφθαρμένη γυναίκα.

    4,20. Οἱ πατέρες ἡμῶν ἐν τῷ ὄρει τούτῳ προσεκύνησαν· καί ὑμεῖς λέγετε ὅτι ἐν Ἰεροσολύμοις ἐστίν ὁ τόπος ὅπου δεῖ προσκυνεῖν.

    Μόλις κατάλαβε ἡ Σαμαρείτισσα ὅτι ἔχει μπροστά της ἕνα προφήτη, ρωτᾶ γιά τή λατρεία τοῦ Θεοῦ. Ἀκόμη καί μία γυναίκα κατωτάτης διανοητικῆς καί ἠθικῆς ὑποστάθμης τήν ἀπασχολεῖ ἕνα τόσο ὑψηλό πνευματικό θέμα· πῶς καί ποῦ πρέπει νά λατρεύουμε τόν Θεό. Ἄν καί ὁ ἄνθρωπος μέ τόν ὁποῖο μιλάει εἶναι ἀλλόφυλος καί ἀντίπαλος, ἐπειδή ἔχει προσωπική ἐμπειρία γιά τήν ὑπερφυσική του δύναμη (τῆς ἀποκάλυψε τή ζωή της), τόν ἀναγνωρίζει σάν προφήτη καί ζητᾶ τή γνώμη του γιά τό πνευματικό θέμα πού τήν ἀπασχολοῦσε.

    4,22. ὑμεῖς προσκυνεῖτε ὃ οὐκ οἴδατε, ἡμεῖς προσκυνοῦμεν ὃ οἴδαμεν· ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν ᾿Ιουδαίων ἐστίν.

    ὑμεῖς προσκυνεῖτε … οἴδαμεν: Τό νόημα τῶν λέξεων αὐτῶν εἶναι· Σεῖς δέν ξέρετε τί πιστεύετε, ἐμεῖς ξέρουμε τί πιστεύουμε. Πολλοί αἱρετικοί, καί μάλιστα οἱ ἀρειανοί, ἐπειδή ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς βάζει τόν ἑαυτό του μέσα σέ κείνους πού προσκυνοῦν τόν Θεό, ὑποστήριξαν ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἦταν μόνον ἄνθρωπος. Ἀλλά αὐτό δέν εἶναι σωστό, γιατί ἐδῶ ὁ Ἰησοῦς δέν μιλάει σάν υἱός τοῦ Θεοῦ, πρᾶγμα πού δέν φαντάζεται κἄν ἡ Σαμαρείτισσα. Μιλάει σάν ἕνας ἁπλός Ἰουδαῖος, ἀφοῦ ἔτσι τόν ἔβλεπε ἡ γυναίκα. Κι ἄλλες φορές μέσα στήν Ἁγία Γραφή ὁ Κύριος δέν κάθεται νά ἐξηγήσει ποιός πράγματι εἶναι, ἀλλά μιλᾶ «κατά τήν ὑπόνοιαν τῶν ἀκουόντων», ὅπως λέει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, δηλαδή ὅπως τόν βλέπουν οἱ ἀκροατές του.

    ὅτι ἡ σωτηρία ἐκ τῶν Ἰουδαίων ἐστίν: Φυσικά ἡ Σαμαρείτισσα δέν μποροῦσε νά φαντασθεῖ ὅτι αὐτός μέ τόν ὁποῖο μιλᾶ εἶναι ὁ Σωτήρ τοῦ κόσμου πού ἀνέτειλε ἀπό τή φυλή τοῦ Ἰούδα. Μποροῦσε ὅμως νά καταλάβει ὅτι ἡ μόνη θρησκεία ἡ ὁποία εἶχε τή δύναμη νά σώσει τούς ἀνθρώπους ἦταν ἐκείνη τήν ὁποία πῆραν οἱ Σαμαρεῖτες ἀπό τούς Ἰουδαίους. Κι αὐτό τῆς λέει ὁ Κύριος. Τό νόημα τῶν λόγων του εἶναι ὅτι ἀφοῦ μέχρι στιγμῆς οἱ διδάσκαλοι τῆς ἀλήθειας γιά τή σωτηρία εἶναι οἱ Ἰουδαῖοι, αὐτοί ξέρουν τί πιστεύουν καί αὐτῶν ἡ γνώμη γιά τή λατρεία εἶναι ἔγκυρη.

    4,25. Λέγει αὐτῷ ἡ γυνή· οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται ὁ λεγόμενος Χριστός· ὅταν ἔλθῃ ἐκεῖνος, ἀναγγελεῖ ἡμῖν πάντα.

    οἶδα ὅτι Μεσσίας ἔρχεται: Οἱ Σαμαρεῖτες ἤξεραν ὅτι θά ἔλθει ὁ Μεσσίας ἀπό τήν Πεντάτευχο (Γέ 49,10· Λε 10,15· Ἀρ 24,17). Κι αὐτή ἀκόμη ἡ ἀφελής καί ἁμαρτωλή γυναίκα ἤξερε τή Γραφή καί περίμενε τόν Μεσσία.

    Ἡ λέξη Μεσσίας ἀναφέρεται δύο φορές στήν Καινή Διαθήκη: Στό κατά Ἰωάννην εὐαγγέλιο· μία φορά στή συνάντηση Ἰησοῦ καί Ναθαναήλ καί μία φορά ἐδῶ. Καί στίς δύο φορές ὁ εὐαγγελιστής τήν ἑρμηνεύει μέ τό «Χριστός». Πράγματι, Μεσσίας στά ἑβραϊκά θά πεῖ Χριστός δηλαδή χρισμένος. Στήν Παλαιά Διαθήκη χριστοί ἦταν οἱ προφῆτες, οἱ βασιλεῖς καί οἱ ἀρχιερεῖς. Χρίονταν μέ λάδι ὅταν ἀνελάμβαναν τό ἀξίωμά τους. Στήν Καινή Διαθήκη ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός καί συγκεντρώνει στό πρόσωπό του και τά τρία μεγάλα ἀξιώματα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης.

    4,26. Λέγει αὐτῇ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι.

    Ἡ ἁπλοϊκή Σαμαρείτισσα εἶναι τό μοναδικό πρόσωπο στό ὁποῖο τόσο ξεκάθαρα ἀποκαλύπτεται ὁ Ἰησοῦς.

     4,32. Ὁ δέ εἶπεν αὐτοῖς· ἐγώ βρῶσιν ἔχω φαγεῖν, ἣν ὑμεῖς οὐκ οἴδατε.

     Οἱ μαθητές παρακαλοῦν τόν κουρασμένο καί νηστικό δάσκαλο νά φάει. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς πού ξέρει ὅτι σέ λίγο θά καταφθάσουν οἱ κάτοικοι τῆς Συχάρ δέν θέλει νά τόν βροῦν νά τρώει. Πρέπει νά εἶναι ἕτοιμος νά σπείρει τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό λέει στούς μαθητές του· «ἐμόν βρῶμά ἐστιν ἵνα ποιῶ τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με καί τελειώσω αὐτοῦ τό ἔργον». Εἶναι σάν νά λέει: Σέ 10 λεπτά θά γεμίσει ὁ τόπος αὐτός ἀπό κόσμο, στόν ὁποῖο πρέπει νά κηρύξω καί σεῖς μοῦ λέτε νά φάω; Ἀφῆστε νά κηρύξω πρῶτα, πρᾶγμα πού εἶναι ἡ κύρια ἀποστολή μου καί ἀναγκαιότερο τοῦ φαγητοῦ=, καί ἔπειτα τρώω.

    4,35-38. οὐχ ὑμεῖς λέγετε … εἰσεληλύθατε: Παίρνοντας ἀφορμή ἀπό τό περι­στατι­κό τῆς Σαμαρείτισσας ὁ Ἰησοῦς ἀναφέρει μερικούς γενικούς κανόνες πού ρυθμίζουν τήν ἱεραποστολική ζωή καί δράση γενικά.

    Δέν χρειάζεται νά ἐξετάσουμε σχολαστικά ποιοί εἶναι οἱ «σπείροντες» καί ποιοί οἱ «θερίζοντες».

    4,40. Ὡς οὖν ἦλθον πρός αὐτόν οἱ Σαμαρεῖται, ἠρώτων αὐτόν μεῖναι παρ᾿ αὐτοῖς· καί ἔμεινεν ἐκεῖ δύο ἡμέρας.

    ἠρώτων αὐτόν μεῖναι παρ’ αὐτοῖς: Οἱ Σαμαρεῖτες ἦρθαν στόν Χριστό παρακινημένοι ἀπό τήν πρόσκληση τῆς Σαμαρείτισσας. Ἐδῶ ὅμως φαίνεται ὅτι εἶχαν καί οἱ ἴδιοι ἐνδιαφέρον, γι’ αὐτό καί τοῦ ζητοῦν νά μείνει νά τούς διδάξει.

     Τά κυριώτερα νοήματα

    1. Ὁ Θεός εἶναι ἀσύλληπτος καί ἡ λατρεία του πρέπει νά εἶναι ἀνάλογη. Ἀπό τή διήγηση τοῦ εὐαγγελίου φαίνεται ὅτι ἡ ἀμάθεια καί ἡ ἁπλοϊκότητα τῆς Σαμαρείτισσας βρίσκονταν στό κατώτατο ἐπίπεδο. Μπροστά σέ μιά τέτοια ἀφέλεια θά ἀπελπιζόταν καί ὁ πιό ὑπομονετικός διδάσκαλος. Κι ὅμως ὁ Ἰησοῦς αὐτό τό πρόσωπο διάλεξε γιά νά τοῦ μεταδώσει τήν πιό ὑψηλή διδασκαλία γιά τή φύση τοῦ Θεοῦ καί τή λατρεία. Τά μεγάλα μαθήματα πού ἀποκαλύπτει ὁ Ἰησοῦς στή Σαμαρείτισσα εἶναι:

    α. Ἡ φύση τοῦ Θεοῦ: Ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα. Δέν ἔχει καμία σχέση μέ τήν ὕλη καί μέ τίς συνθῆκες πού ἐπηρεάζουν τήν ὕλη, δηλαδή χῶρο, χρόνο κτλ. Αὐτό γιά τήν ἐποχή ἐκείνη πού οἱ ἄνθρωποι πίστευαν στά εἴδωλα καί πού καί αὐτός ὁ ἀληθινός Θεός τῶν Ἰουδαίων περιοριζόταν μόνο στόν ἰσραηλιτκό λαό, ἦταν μία θεϊκή ἀποκάλυψη.

    β. Ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ: Ἀφοῦ ὁ Θεός εἶναι πνεῦμα, ἀνάλογη πρέπει νά εἶναι καί ἡ λατρεία του. Δέν μπορεῖ νά ἱκανοποιεῖται ἀπό θυσίες ζώων ἤ καί ἀνθρώπων, οὔτε ἀπό τήν προσφορά ὑλικῶν πραγμάτων. Ζητᾶ ὁ Θεός λατρεία πνευματική, «ἐν πνεύματι». Ἀκόμη, ἡ λατρεία τοῦ Θεοῦ πρέπει νά γίνεται «ἐν ἀληθείᾳ», δηλαδή μέ τόν ἀπολύτως ὀρθό τρόπο. Ἡ λατρεία τῶν Σαμαρειτῶν ἦταν εἰδωλολατρική, ἐσφαλμένη. Ἡ λατρεία τῶν Ἰουδαίων ἦταν βέβαια ἀληθινή στήν ἀρχή, ἀφοῦ ὁ Θεός τήν ὅρισε, ἀλλά ἦταν προσωρινή καί εἶχε καταντήσει καί τυπική. Ὁ νέος τρόπος λατρείας τόν ὁποῖο διδάσκει ὁ Χριστός εἶναι ὁ ἀπόλυτα σωστός.

    γ. Ἡ σχέση τοῦ Θεοῦ μέ τόν ἄνθρωπο: Ὁ Θεός, πού εἶναι πνεῦμα, εἶναι καί Πατήρ. Δέν εἶναι ξένος πρός τούς ἀνθρώπους, ἀλλά ἔχει μαζί τους μία τόσο στενή καί τόσο τρυφερή σχέση. Τό ὅτι ὁ Θεός εἶναι πατέρας μας ἔχει συνέπειες στήν καθημερινή μας ζωή:

    Ι. Μᾶς ἐνθαρρρύνει στίς δυσκολίες. Ἄν ὁ φυσικός πατέρας φροντίζει καί ἐνδιαφέρεται γιά τά παιδιά του, πόσο μεγαλύτερη εἶναι ἡ φροντίδα καί τό ἐνδιαφέρον τοῦ πολυεύσπλαγχνου οὐράνιου πατέρα μας!

    ΙΙ. Μᾶς ἐμπνέει νά ἐντείνουμε τόν ἀγώνα μας γιά νά εἶναι ἡ ζωή μας τέτοια πού πρέπει νά εἶναι ἡ ζωή τῶν παιδιῶν ἑνός τέτοιου πατέρα.

    Ἄλλα νοήματα

    1. Προσωπική πνευματική ἐμπειρία: Τά λόγια τῶν Σαμαρειτῶν «οὐκέτι διά τήν σήν λαλιάν πιστεύομεν· αὐτοί γάρ ἀκηκόαμεν, καί οἴδαμεν ὅτι οὗτός ἐστιν ἀληθῶς ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου ὁ Χριστός», ἐκφράζουν ἕνα βασικό νόμο τῆς πνευματικῆς ζωῆς. Ἔχει βέβαια μεγάλη ἀξία τό κήρυγμα. Ὅταν μάλιστα ὁ κήρυκας εἶναι φλογερός καί πιστός, ἔχει τή δύναμη νά συναρπάζει, νά συγκινεῖ. Ἀλλά καί τό πιό δυνατό κήρυγμα μπορεῖ νά διαψευσθεῖ ἀπό ἕνα ἄλλο ἀντίθετο. Ὅσα καί ἄν ἀκούσει κανείς γιά τόν Χριστό, ὅσο καί ἄν ἐνθουσιασθεῖ ἀπό τά λόγια τῶν ἄλλων, εἶναι ἀνάγκη νά ἀποκτήσει δική του προσωπική ἐμπειρία, γιατί αὐτή κανείς δέν μπορεῖ νά τή διαψεύσει. Πρέπει νά γευθεῖ καί νά ὁμολογήσει μόνος του ὁ καθένας ὅτι «χρηστός ὁ Κύριος». Γι’ αὐτό καί στό σχέδιο τῆς θείας οἰκονομίας ἔρχεται ὁ ἴδιος ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ στόν κόσμο, καί ἡ σωτηρία συντελεῖται μέ τήν προσωπική γνωριμία καί ἕνωση μαζί του. Αὐτή ἡ προσωπική ἐμπειρία ἦταν ἡ δύναμη πού κίνησε τούς ἀποστόλους στό κήρυγμα, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Πέτρος· «οὐ γάρ σεσοφισμένοις μύθοις … μεγαλειότητος» (Β΄Πέ 1,16).

    Ἄν δέν ἑνωθοῦμε μέ τόν Χριστό, ἄν δέν γίνουμε ἕνα μαζί του ἐφαρμόζοντας τόν λόγο του καί ζώντας τά μυστήριά του, δέν εἶναι δυνατόν νά ζήσει ὁ Χριστός στήν καρδιά μας, δέν μποροῦμε νά ποῦμε ὅτι τόν γνωρίσαμε.

    2. Ἡ θεία χάρις: Σέ λίγη ὥρα ἡ Σαμαρείτισσα, μία ἀμαθής καί ἁπλοϊκή γυναίκα, γίνεται μάρτυρας τῆς παρουσίας τοῦ Χριστοῦ στόν κόσμο καί εὐαγγελίστρια τῶν συμπολιτῶν της. Ἡ ἀλλαγή της αὐτή εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ. Γι’ αὐτό θά ποῦμε δυό λόγια σήμερα γιά τή χάρη. Στόν φυσικό κόσμο ὑπάρχουν τεράστιες δυνάμεις, μία ἀπό τίς ὁποῖες εἶναι ὁ ἠλεκτρισμός. Τί ἀκριβῶς εἶναι ὁ ἠλεκτρισμός δέν μπόρεσε κανείς νά ὁρίσει. Τά θαυμαστά ὅμως ἀποτελέσματα τοῦ ἠλεκτρισμοῦ μαρτυροῦν τήν παρουσία του. Ἔτσι καί στόν πνευματικό κόσμο λειτουργοῦν ἀσύλληπτες καί ἀνεξερεύνητες δυνάμεις, τίς ὁποῖες μελετοῦμε ἀπό τά ἀποτελέσματά τους. Μιά τέτοια δύναμη εἶναι καί ἡ χάρη. Τήν χρησιμοποιοῦμε καί σήμερα. Ὅταν ζητοῦμε κάτι ἀπό ἕναν ἄνθρωπο, τοῦ λέμε «κάνε μου τή χάρη», ἤ ὅταν μιλοῦμε γιά κάποιον φυλακισμένο πού ἀμνηστεύθηκε λέμε ὅτι «πῆρε χάρη». Στήν Ἁγία Γραφή τό νόημα τῆς λέξεως «χάρις» εἶναι πολύ πιό πλούσιο. Χάρις εἶναι ἡ ἀγάπη τήν ὁποία δίνει ὁ Θεός στόν ἄνθρωπο χωρίς ἐκεῖνος νά τό ἀξίζει. Ἕνας πατέρας εἶναι ὑποχρεωμένος νά ἀγαπᾶ τό παιδί πού γέννησε, ἐφ’ ὅσον αὐτό παραμένει παιδί του. Ἄν ὅμως ἀποδειχθεῖ ἀνάξιο τῆς ἀγάπης τοῦ πατέρα, ἁρπάξει τήν περιουσία του καί ἀπομακρυνθεῖ καί γίνει ἐχθρός του, τότε ὁ πατέρας δέν ἔχει καμία ὑποχρέωση ἀπέναντί του. Ἄν ἐξακολουθήσει νά τό ἀγαπᾶ, αὐτή ἡ ἀγάπη εἶναι χάρις. Καί μᾶς ὁ Θεός πατέρας μας μᾶς ἀγαπάει μετά ἀπό τόσες παραβάσεις καί ἀποστασίες. Αὐτή ἡ ἀγάπη του εἶναι χάρις.

    Μιλώντας γιά τή χάρη ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στή Σαμαρείτισσα, τήν παραβάλλει μέ τό νερό τῆς πηγῆς. Πράγματι, ὑπάρχουν μερικές ὁμοιότητες ἀνάμεσα στό νερό καί στή χάρη.

    * Τό νερό εἶναι ἡ βάση γιά νά ἀρχίσει, νά συντηρηθεῖ καί νά αὐξηθεῖ ἡ ζωή τοῦ φυτικοῦ καί τοῦ ζωϊκοῦ βασιλείου. Καί ἡ χάρη εἶναι ἡ αἰτία πού μᾶς ὁδηγεῖ καί μᾶς κατευθύνει καί μᾶς συγκρατεῖ στήν πνευματική ζωή.

    * Τό νερό κατεβαίνει ἀπό τόν οὐρανό καί ἀπορροφᾶται ἀπό τή γῆ, γιά νά δώσει τά θαυμαστά ἀποτελέσματα στή ζωή καί τή λειτουργία τῶν φυτῶν. Καί ἡ χάρη ἐξαποστέλλεται ἀπό τόν ἐπουράνιο πατέρα μας καί ἐνεργεῖ μέσα στά βάθη τῆς ὑπάρξεώς μας. Γιά νά τό καταλάβετε καλύτερα ἀναφέρω τήν ἑξῆς εἰκόνα: Βλέπουμε στόν οὐρανό μιά κόκκινη φωτιά ἀπό τήν ὁποία βγαίνει ἕνα ἄσπρο σύννεφο, τό ὁποῖο πέφτει στή γῆ ἄλλοτε σάν βροχή, ἄλλοτε σάν δύναμη καί ἄλλοτε σάν φῶς καί τή λούζει. Ἔτσι ἡ ἄγονη γῆ βλασταίνει λουλούδια καί δίνει καρπούς. Ἐξηγῶ τό παράδειγμα. Ἡ φωτιά εἶναι ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ. Μιά ἀγάπη φλογερή, πλατειά, ἀσύλληπτη. Τό ἄσπρο σύννεφο εἶναι ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ, δηλαδή ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ τήν ὁποία χαριστικά μᾶς δίνει, ἐνῶ δέν τήν ἀξίζουμε. Ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ ἔρχεται στή ζωή μας σάν βροχή. Εἶναι τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ πού μᾶς δροσίζει, μᾶς καθαρίζει, μᾶς δυναμώνει καί μᾶς φωτίζει. Ἔτσι ἀποδίδουμε πνευματική καρποφορία· τήν εἰρήνη, τή χαρά τῆς ψυχῆς, τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό.

    * Τό νερό σβήνει τή δίψα, καί ἡ χάρη ἱκανοποιεῖ τούς πόθους τῆς ταραγμένης ψυχῆς μας.

    Ἀλλά ὁ παραλληλισμός τῆς χάριτος μέ τό νερό δέν ἐξαντλεῖ ὅλες τίς ἰδιότητές της, γι’ αὐτό καί ὁ Κύριος προσθέτει τίς διαφορές πού ὑπάρχουν ἀνάμεσα στό νερό καί στή χάρη: «πᾶς ὁ πίνων ἐκ τοῦ ὕδατος τούτου διψήσει πάλιν· ὅς δ’ ἄν πίῃ ἐκ τοῦ ὕδατος οὗ ἐγώ δώσω αὐτῷ … γενήσεται ἐν αὐτῷ πηγή ὕδατος ἁλλομένου εἰς ζωήν αἰώνιον» (Ἰω 4,13-14).

    Πλούτη, δόξες, πολυτέλειες, τιμές, κατακτήσεις, ἡδονές καί ὅλα τά ἐφήμερα ἀγαθά μοιάζουν μέ τό νερό. Δέν ἔχουν τή δύναμη νά σβήσουν τή βαθειά δίψα γιά τήν αἰώνια εὐτυχία. Στή δίψα αὐτή ἀπαντᾶ μόνο ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ. Ἡ χάρη ἀκόμη ἔχει τή δύναμη νά ξεπερνᾶ τά πιό δύσκολα ἐμπόδια. Ἕνα παράδειγμα μᾶς δίνει ἡ περικοπή πού μελετήσαμε. Ἡ Σαμαρείτισσα ἦταν πλανεμένη πνευματικά, εἰδωλολάτρις, ἀλλά καί ἠθικά παραστρατημένη. Καί ὅμως, ἀπό τή στιγμή πού δέχεται τή χάρη τοῦ Θεοῦ γίνεται ἄλλος ἄνθρωπος. Φωτίζεται, ἀλλάζει ἡ ἴδια καί γίνεται εὐαγγελίστρια γιά νά μεταφέρει τό μήνυμα τῆς σωτηρίας καί στούς ἄλλους. Γίνεται ἡ ἁγία Φωτεινή. Τέτοια παραδείγματα ἔχει ἄπειρα νά μᾶς παρουσιάσει ἡ Ἐκκλησία μας. Εἶναι οἱ προφῆτες, ἀπόστολοι, διδάσκαλοι καί πατέρες, ἅγιοι καί ὅσιοι μέ ἐπικεφαλῆς τήν Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, τήν ὁποία ὁ ὑμνωδός τῆς Ἐκκλησίας μας σ’ ἕνα Χαιρετισμό χαιρετίζει ὡς «λαμπρόν τῆς χάριτος γνώρισμα».

    Ἡ θεία χάρη μέ ἄπειρους τρόπους κατεργάζεται τόν ἁγιασμό καί τή σωτηρία τῶν ἀνθρώπων. Ἄς εὐχηθοῦμε νά μήν ἀφήσει ἀσυγκίνητες καί τίς δικές μας ψυχές. Νά τίς ἀγγίσει καί νά τίς μεταμορφώσει μέ τή δύναμη τοῦ εὐαγγελίου, γιά νά μᾶς κάνει καί μᾶς τούς ἴδιους γνωρίσματά της καί νά φαίνεται ἡ δύναμή της πάνω στόν ἴδιο τόν ἑαυτό μας. Ἀμήν.

Στεργίου Σάκκου, Εὐαγγελικές περικοπές (βοήθημα γιά κυκλάρχες)