Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Ἁγίου Νικολάου Καβάσιλα,Θεία Λειτουργία

«Τὰ μετὰ τὴν θυσίαν» Β´
KAVASILAS  Ὁ ἅγιος Νικόλαος πολλές φορές ἀναφερόμενος στή θεία Λειτουργία τήν ἀποκάλεσε «διήγησιν» καί «εἰ­κό­να» τῆς ζωῆς τοῦ Χριστοῦ, τῆς οἰκο­νο­μίας τοῦ Θεοῦ. Ὁ ἄρτος πού οἱ πι­στοί προσφέρουν, μᾶς εἶπε ὁ ἅγιος πατέρας, διη­γεῖ­ται οὐσιαστικά τά μεγάλα γεγονότα τῆς ζωῆς τοῦ σωτῆρος Χριστοῦ, ἀπό τή γέννησή του μέχρι τήν Πεντηκοστή καί τήν ὁ­λοκλήρωση τοῦ σχεδίου του γιά τή σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου. Στό πα­ρόν ἄρθρο θά ἑ­στιάσου­με σέ δυό πινελιές τοῦ ἁγίου, καθώς φωτισμένα ἑρμηνεύει τό μυστήριο τῶν μυ­στη­ρί­ων.
  Ἑρμηνεύοντας τήν ἀπόκριση τῶν πιστῶν «εἷς ἅγιος, εἷς Κύριος» στήν ἐκ­φώνηση τοῦ ἱερέως «τὰ ἅγια τοῖς ἁγίοις», διευκρινίζει ὅτι κανείς δέν εἶ­ναι ἅγιος ἀφ’ ἑαυτοῦ, καθώς ὁ ἁ­γιασμός δέν εἷναι «ἔργον ἀνθρώπινον» ἀλλά ὅ­λα «ἐξ ἐκείνου» τοῦ Θεοῦ καί «δι’ ἐ­κεῖ­νον». Στήν προκειμένη περίπτωση, ἐξη­γεῖ ὁ ἅγιος, ἁγίους ὁ ἱε­ρέ­ας ἀποκαλεῖ ἐκείνους πού εἶναι τέ­λειοι στήν ἀ­ρετή ἀλλά καί ἐκείνους πού «ἐπεί­γονται» πρός τήν τελειότη­τα ἀλλά «λείπονται ἔτι». Τέλειοι λοιπόν εἶναι ὅλοι ὅσοι ἐ­πεί­γον­ται πρός τήν τελειότητα, παρά τό γεγονός ὅτι ἀκόμη δέν τήν ἔχουν ἐπιτύχει. Γιά τόν λόγο αὐτό ἄλλωστε ὁ ἀπόστολος Παῦλος, προσθέτει ὁ «θεῖ­ος δι­δά­σκαλος», ἀποκαλεῖ ἅ­γι­ον «δῆ­μον ὁλόκληρον», τήν ἐκκλησία τῶν ἐξ Ἑ­βραίων χριστιανῶν, στήν πρός Ἑ­βραίους Ἐπιστολή του (βλ. Ἑβ 3,1).
  Προκειμένου δέ νά καταστήσει καταληπτό τό γεγονός ὅτι ἡ ἁγιότητα δέν εἶναι ἔργο καί ἐπίτευγμα ἀνθρώπινο, ὁ ἅγιος Νικόλαος ζω­γρα­φίζει μπροστά μας ἕναν ἥλιο καί πολλά κάτοπτρα. Ὅ­πως ὅλα τά κάτοπτρα, ὅλοι οἱ καθρέπτες, ἄν το­ποθετηθοῦν κάτω ἀπό τόν ἥλιο θά λάμ­­πουν καί θά ἀκτινοβολοῦν κα­θρεφτίζοντας τόν ἕνα καί μοναδικό ἥλιο, ἔτσι καί οἱ πιστοί πού προσβλέπουν στόν Κύριο καί Θεό, θά λάμπουν ἀπό τό φῶς του, θά ἀκτινοβολοῦν ἀπό τήν ἁγιότητα τοῦ μόνου ἁ­γίου Θεοῦ, τοῦ ἡλίου τῆς δικαιοσύ­νης.
  Δέν πρόκειται γιά συμβολισμούς, σπεύδει νά ὑπογραμμίσει ὁ ἅγιος μυσταγωγός· τουναντίον, «τὰ μυστήρια», τά Τίμια Δῶρα, εἶναι «ἀληθινὴ βρῶσις καὶ πόσις». Τό θαυμαστό μάλιστα εἶναι ὅτι ἐνῶ ὅλες οἱ ἄλλες τροφές πού ὁ ἄνθρωπος καταναλώνει μεταβάλλονται σέ ἀνθρώπινη σάρκα, τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ μεταβάλλει τό ἀν­θρώ­πι­νο σῶμα σέ σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «τῶν κρειττόνων ὑπερνικώντων», διότι τά ἀνώτερα νικοῦν τά κατώτερα.
  Στό σημεῖο αὐτό ὁ «ὑποφήτης τῶν δογμάτων τῆς πίστεως» ἅγιος Νικόλα­ος ζωγραφίζει μέ τήν πένα του μία ἄλ­λη εἰκόνα: Ὅπως ὅταν ὁ σίδηρος ἑ­­νωθεῖ μέ τή φωτιά, δέν παθαίνει τίποτε ἡ φω­τιά ἀλλά ὁ ἴδιος ὁ σίδηρος μεταβάλ­λε­ται σέ πῦρ, ἔτσι καί ἡ ἀν­θρώπινη φύση, ὅταν ἑνωθεῖ μέ τό πῦρ τῆς θεότητας, μεταβάλλεται σέ μέλος Χριστοῦ. Γιά τόν λόγο αὐτό καί ὁ ἀπό­στολος Παῦ­λος γράφει στούς Κορινθίους «ἡ­μεῖς δὲ ἐστε σῶμα Χριστοῦ καὶ μέλη ἐκ μέρους» (Α´ Κο 12,27).
  Ὀνομάζει μάλιστα ὁ ἀπόστολος, ἐ­πεξηγεῖ ὁ ἅγιος, τούς πιστούς μέλη τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ, ὄχι μόνον γιά νά δείξει τήν ὑποταγή τους σ’ Αὐ­τόν, ἀλλά καί γιά νά σημάνει ὅτι οἱ πιστοί ἤδη ζοῦν τήν ἐν Χριστῷ ζωή, ἔ­χοντας κε­φαλή τόν Ἰησοῦ Χριστό καί σῶμα τους τό σῶμα του. Γιά τόν λόγο αὐτό, δέν θά ἦ­ταν ἄτοπο, καταλήγει ὁ ἅγιος, νά ποῦ­με ὅτι στό μυστήριο αὐτό τῆς θείας Εὐχαριστίας σημαίνεται ἡ Ἐκκλησία.
  Ἡ «ἀπόρρητος σοφία» τοῦ Θεοῦ καί ἡ «ἄφατος φιλανθρωπία» του δέν ἀρκεῖται στό νά καταστήσει τήν ἀν­θρώπινη φύση ἀντανάκλαση τῆς θεϊ­κῆς δόξας· τῆς δίδει τή δυνατότητα νά ἑνωθεῖ μέ τόν Θεό. Τέτοιο εἶναι τό μέγεθος τῆς δωρεᾶς, γιά τήν ὁποία τά ἀνθρώπινα χείλη δέν εἶναι ἱκανά νά προφέρουν λόγους εὐχαριστίας, σημειώνει ὁ ἱερός ἑρμηνευτής. Γιά τόν λόγο αὐτό, στό τέ­λος τῆς «ἁγίας τελετῆς τῶν μυστηρί­ων», τῆς θείας Λειτουργίας δηλαδή, ὁ πιστός ζώντας τό μεγαλεῖο τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πα­ρα­καλεῖ τόν Θεό νά γεμίσει τό στόμα του μέ λόγους αἰνέσεως καί εὐχαρι­στί­ας: «Πληρωθήτω τὸ στόμα ἡ­μῶν αἰνέσεώς σου, Κύριε, ὅπως ἀνυμνήσωμεν τὴν δόξαν σου».
  Ἀντλώντας ἑπομένως ἁγιότητα ἀ­πό τόν μόνο ἅγιο Κύριό μας Ἰησοῦ Χριστό, γίνονται ἅγιοι καί οἱ πιστοί. Ἀρ­κεῖ νά ἔχουν στραμμένα τά κάτοπτρα τῆς ψυ­χῆς τους στόν «μόνον τῶν ψυ­χῶν ἥ­λι­ον» καί ὄχι στίς μαῦρες τρύπες τῶν παθῶν πού καταβροχθίζουν κάθε ἀρε­τή, μέχρις ὅτου ἀντικρίσουν τόν Κύριό τους, ὄχι πλέον «δι’ ἐσόπτρου ἐν αἰ­νί­γματι» (Α´ Κο 13,12), ἀλλά «κα­θώς ἐστι» (Α´ Ἰω 3,2), στήν αἰώνια βα­σιλεία του. Κατά τόν ἅγιο ἑρμηνευτή, τό κάτοπτρο τῆς ἀνθρώπινης ὕπαρξης ἀντανακλᾶ τό φῶς τοῦ ἁγίου Θεοῦ ἀλλά καί θεώνεται πυρακτούμενο μέσα στό καμίνι τῆς ἀ­φάτου ἀγάπης καί τῆς ἀπορ­ρήτου σο­φίας τοῦ ὑπέρτατου Θεοῦ.

Δέσποινα Καλογεράκη

Δρ Θεολογίας