Εκτύπωση αυτής της σελίδας

ΜΕΤΑ ΦΟΒΟΥ ΘΕΟΥ, ΠΙΣΤΕΩΣ ΚΑΙ ΑΓΑΠΗΣ...

   Μέ ἀφορμή τήν πανδημία τῆς ἀσθένειας τοῦ κορονωϊοῦ covid-19 εὐρέως ἀπασχόλησε καί ἀπασχολεῖ τήν κοινή γνώμη, γενικότερα καί ὄχι μόνο τήν ἐκκλησιαστική, τό ἐρώτημα: Εἶναι δυνατόν νά μεταδοθεῖ ὁ ἰός μέσῳ τῆς θ. Κοινωνίας, ὥστε νά νοσήσει ὁ ἄνθρωπος;

   1. Τό σωστό ἐρώτημα
 theia koinonia  Τό ἐρώτημα, ὅπως ἔχει τεθεῖ, ἑστιάζει στό «τί» ἤ «ποιός» βρίσκεται στό ἅγιο Ποτήριο καί πῶς ἐνεργεῖ σέ ἐκεῖνον, πού τό/τόν προσεγγίζει, ἐάν δηλαδή καί κατά πόσον τοῦ μεταφέρει ζωή ἤ ἀσθένεια καί πιθανό θάνατο. Ἐντούτοις τέτοιο ἐρώτημα σέ κάθε περίπτωση δέν ὑφίσταται, οὔτε γιά ἐκεῖνον πού ἀποδέχεται τήν σαφή καί ξεκάθαρη πίστη τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε γιά ἐκεῖνον, πού δέν τήν ἀποδέχεται, καθώς βρίσκεται ἔξω ἀπό τόν προσωπικό του ὀρίζοντα καί τά ἐνδιαφέροντά του· δέν τόν ἀφορᾶ.
   Ἡ Ἐκκλησία πιστεύει καί ὁμολογεῖ ὅτι στό Μυστήριο τῆς θ. Κοινωνίας ὁ ἄνθρωπος μεταλαμβάνει «σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ». Τήν ὁμολογία αὐτή τήν ἔχει παραλάβει ἀπό τόν ἴδιο τόν Θεάνθρωπο Ἱδρυτή της, ὁ ὁποῖος καθιέρωσε τό Μυστήριο καί τό παρέδωσε στούς ἀνθρώπους-μαθητές του μέ τά λόγια· «λάβετε φάγετε τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου... πίετε ἐξ αὐτοῦ πάντες· τοῦτό ἐστι τό αἷμά μου» (Ματθ. 26,26-27). Μέ αὐτήν τήν ὁμολογία ἡ Ἐκκλησία πορεύεται στόν κόσμο τήν ἱστορική της πορεία, «καταγγέλλοντας» (Α’ Κορ. 11,26-27) τόν θάνατο καί τήν Ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ καί καλώντας τούς ἀνθρώπους κάθε τόπου καί ἐποχῆς νά προσεγγίσουν στό Μυστήριο, γιά νά λάβουν μέρος στήν Ἀνάσταση ζωῆς Ἐκείνου.
   Κατά συνέπεια, τό ἐρώτημα μέ τόν τρόπο πού τέθηκε ὄχι ἁπλῶς ἐμβάλλει τήν ἀμφιβολία, ἀλλά πιθανόν εἰσάγει καί ἐνσπείρει τήν ὑπόνοια ὅτι ὁ Χριστός μεταδίδει θάνατο καί ὄχι ζωή. Σύμφωνα μέ τήν βιβλική σκέψη, τέτοιου εἴδους ἐρωτήματα πού διαβάλλουν, προσβάλλουν καί συκοφαντοῦν προσωπικά τόν ἴδιο τόν Θεό καί τίς ἐνέργειές του στόν ἄνθρωπο, προέρχονται ἀπευθείας ἀπό τόν «διάβολο» (Πράξ. 13,10) καί εἶναι ἐπινοήματα τοῦ πονηροῦ «ὄφεως» (Γεν. 3,1) καί «πατέρα τοῦ ψεύδους» (Ἰω. 8,44), ὁ ὁποῖος ἐπιδιώκει ἀπό τήν ἀρχή νά πείσει τόν ἄνθρωπο νά δεῖ «μέ ἄλλο μάτι» τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ. Ὅ,τι, γιά παράδειγμα, ὁ Θεός ἀπαγόρευσε στόν ἄνθρωπο ὡς θανατηφόρο, εἶναι τελικά «καλὸν εἰς βρῶσιν καὶ ἀρεστὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἰδεῖν καὶ ὡραῖόν ἐστιν τοῦ κατανοῆσαι» (Γεν. 3,6). Τό θαυμαστό καί ἐμβληματικό κείμενο τῆς Γενέσεως περιγράφει λεπτομερῶς καί μέ παραδειγματικό τρόπο τήν διαδικασία, μέ τήν ὁποία ὁ ὄφις ἐπιτυγχάνει τόν σκοπό του: ἐκλογικεύοντας, (ὑπερ)ἀναλύοντας καί (παρ)ἑρμηνεύοντας τούς λόγους καί τίς ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά δώσει στόν ἄνθρωπο τήν (ψευδ)αἴθηση ὅτι ἐλέγχει τόν Θεό καί Δημιουργό του. Γιά τούς λόγους αὐτούς εὔκολα κατανοεῖ ὁ στοιχειώδης νοῦς γιά ποιόν λόγο τό ἐρώτημα, ὅπως τέθηκε στήν δημόσια συζήτηση, πού ἑστιάζει στό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ, εἶναι λάθος· διότι διατυπώθηκε κατ’ ἀρχάς ἀπό ἀνθρώπους πού εἶναι ἄσχετοι μέ τήν ζωή καί τήν θεολογία τῆς Ἐκκλησίας καί ἑπομένως εἶναι πολύ φυσικό τά θεολογικά ἐρωτήματα, πού θέτουν νά εἶναι ἐξ ὁλοκλήρου λανθασμένα.
   Ἀλλά καί ἀπό τό ἄλλο μέρος, ἡ φυσιολογική ἀντίδραση πού δημιουργήθηκε στήν Ἐκκλησία ἀπό ὅσους ἔχουν γεύση καί ἐμπειρία τῆς σωτήριας ἐνέργειας τοῦ Χριστοῦ στήν ζωή τους καί στόν κόσμο, ὁδήγησε στήν ὁμολογία ὅτι ὁ Χριστός καί τό Μυστήριο δέν μεταδίδει ἀσθένεια, ἀλλά ζωή, καί ἑπομένως εἶναι ἀδύνατο γιά τόν ἄνθρωπο νά νοσήσει. Δόθηκε ὅμως ἔτσι ἡ ἐσφαλμένη ἐντύπωση ὅτι ἡ θ. Κοινωνία εἶναι κάτι ὠσάν «μαγικό» μέ δεδομένη καί αὐτονόητη θετική ἐνέργεια ἐπάνω στόν ἄνθρωπο. Ἡ θέση αὐτή δέν ἀπηχεῖ τήν ἀλήθεια τῆς ὀρθόδοξης πίστης μας, διότι στό μυστήριο τῆς θ. Κοινωνίας ὑπάρχουν δύο «συμβαλλόμενοι»: ὁ Θεός Χριστός, πού κοινωνεῖται, καί ὁ ἄνθρωπος, πού κοινωνεῖ. Καί ἐφόσον γιά τό πρῶτο, τό πρόσωπο τοῦ Θεανθρώπου, δέν μπορεῖ νά ὑπάρχει καμία ἀμφιβολία, τό σωστό ἐρώτημα ὄφειλε νά ἑστιάζεται στό δεύτερο «συμβαλλόμενο» μέρος, στόν ἄνθρωπο. Καί αὐτό τό ἐρώτημα εἶναι τό ἑξῆς: Εἶναι δυνατόν ὁ ἄνθρωπος νά νοσήσει προσερχόμενος στό μυστήριο τῆς θ. Kοινωνίας; Ἡ ἀπάντηση ἐδῶ εἶναι καταφατική καί τήν διαβεβαιώνει αὐθεντικά ὁ θεόπνευστος ἁγιογραφικός λόγος ἀλλά καί ἡ διαχρονική ἐκκλησιαστική ἐμπειρία. Καί τοῦτο διότι, ὅπως ὁ ἄνθρωπος συνήθως ἀσθενεῖ, ὅταν παραβιάζει τούς κανόνες τῆς σωματικῆς ἤ ψυχικῆς ὑγείας, ἔτσι εἶναι δυνατόν νά νοσήσει, ἀκόμη καί σωματικῶς, ὅταν παραβιάζει τούς «κανόνες» τῆς πνευματικῆς ὑγείας στήν ὁποία μετέχει ὡς ὅλον (ψυχή καί σῶμα) καί ὄχι μεμονωμένα (μόνο ψυχή ἤ πνεῦμα).

   2. Προϋποθέσεις προσέλευσης στό Μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας
  Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐπεμβαίνει διαγνωστικά τονίζοντας ὅτι στήν πρώτη Ἐκκλησία τῆς Κορίνθου συνέβη νά ὑπάρχουν «πολλοὶ ἀσθενεῖς καὶ ἄρρωστοι», ἀπό τούς ὁποίους «κοιμῶνται ἱκανοί (=πεθαίνουν ἀρκετοί)» (Α΄ Κο 11,30), ἐξαιτίας, ὅπως ἐξηγεῖ, τῆς παράβασης τῶν «κανόνων» προσέλευσης στό μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας: «Ὥστε ὃς ἂν ἐσθίῃ τὸν ἄρτον τοῦτον ἢ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Κυρίου. Δοκιμαζέτω δὲ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καὶ οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καὶ ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω· ὁ γὰρ ἐσθίων καὶ πίνων ἀναξίως κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καὶ πίνει μὴ διακρίνων τὸ σῶμα τοῦ Κυρίου... εἰ δὲ ἑαυτοὺς διεκρίνομεν, οὐκ ἂν ἐκρινόμεθα· κρινόμενοι δὲ ὑπὸ τοῦ Kυρίου παιδευόμεθα, ἵνα μὴ σὺν τῷ κόσμῳ κατακριθῶμεν» (11,27-32).
   Ἡ μνήμη αὐτοῦ τοῦ κινδύνου, ἀλλά καί ἡ προτροπή τοῦ Ἀποστόλου, πέρασε στήν ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας ἔτσι ὥστε ἐκεῖνος, πού ἐπιθυμεῖ νά προσέλθει στό Μυστήριο, νά δοκιμάζει πάντοτε τόν ἑαυτό του καί νά φροντίζει «μὴ εἰς κρῖμά μοι γένοιτο ἡ μετάληψις τῶν ἀχράντων καὶ ζωοποιῶν Μυστηρίων σου, μηδὲ ἀσθενὴς γενοίμην ψυχῇ τε καὶ σώματι, ἐκ τοῦ ἀναξίως αὐτῶν μεταλαμβάνειν» (α’ εύχή τῆς θείας μεταλήψεως), ὅταν συνειδητοποιεῖ ὅτι «ἐγὼ ὁ ἐλεεινός, ὅλον τὸ Σῶμα τολμῶν δέξασθαι, μὴ καταφλεχθείην» (θ’ εὐχή), καί «γένοιτο τά ἅγια ταῦτα» «μὴ εἰς προσθήκην ἁμαρτιῶν, ἀλλ᾿ εἰς καθαρισμὸν καὶ ἁγιασμὸν καὶ ἀῤῥαβῶνα τῆς μελλούσης ζωῆς καὶ βασιλείας» (στ’ εὐχή).
   Ὅπως ὀρθά καί φωτισμένα τόνισαν οἱ πατέρες τῆς Ἱ. Μονῆς Κουτλουμουσίου, ἡ Ἐκκλησία ποτέ δέν ζήτησε οὔτε ζητᾶ οὔτε πρόκειται ποτέ νά ζητήσει ἰατρικό πιστοποιητικό ὑγείας προκειμένου κάποιος νά προσεγγίσει τό Μυστήριο, παρόλο πού ὅλοι γνωρίζουμε ὅτι μολυσματικοί ἰοί καί δυνητικά ἐνδογενῆ ἤ ἐξωγενῆ παθογόνα βακτήρια κατακλύζουν τούς ἀνθρώπους παντοῦ καί πάντοτε καί ὄχι μόνον σέ καιρούς ἐπι(παν)δημίας! Οἱ μόνες προϋποθέσεις, πού θέτει ἡ Ἐκκλησία, γιά τήν προσέλευση στό Μυστήριο διατυπώνονται σαφῶς καί ξεκάθαρα στήν πρόσκληση, πού ἀπευθύνει πρός ὅλους τούς πιστούς σέ κάθε θ. Λειτουργία: «Μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης προσέλθετε». Αὐτοί εἶναι οἱ «κανόνες» συμμετοχῆς στό Μυστήριο καί ἡ παραβίαση αὐτῶν ἐγκυμονεῖ τόν κίνδυνο ἀσθενείας, πνευματικῆς ἤ σωματικῆς.
   Τό τί σημαίνει ὁ κάθε ἕνας ἀπό αὐτούς τούς «κανόνες» ἐξηγεῖται μέ πλήρη σαφήνεια, χωρίς νά ἀφήνεται περιθώριο παρεξήγησης, μέ τόνο ζωηρό καί παραστατικό, στίς πατερικές προσευχές τῆς προετοιμασίας γιά τή θ. Κοινωνία. Σ' αὐτές τίς εὐχές περιλαμβάνεται καί περιγράφεται σέ βάθος ὅλη ἡ θεολογία τοῦ ἤθους, πού συνοδεύει τόν ἄνθρωπο κατά τήν προσέλευσή του στό Μυστήριο.
   Τό «μετά φόβου Θεοῦ» δηλώνει ὅλη ἐκείνη τήν συστολή πού αἰσθάνεται τό ἀσθενές καί εὔθραυστο ὀστράκινο δημιούργημα ἐνώπιον τοῦ παντοδύναμου Δημιουργοῦ του, ὁ «χόρτος» ἐνώπιον τῆς «φωτιᾶς». Εἶναι τό δέος πού κατακλύζει τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο ἐνώπιον τοῦ Θεανθρώπου Χριστοῦ. Ὁ μόνος φόβος, πού ἀπασχολεῖ τόν προσερχόμενο στό Μυστήριο, εἶναι νά μήν ἀπορριφθεῖ ἡ προσπάθεια τῆς κοινωνίας του μέ τόν Χριστό. Ἡ μόνη ἀγωνία ἀπό τήν ὁποία διακατέχεται εἶναι νά μήν τόν ἀποστραφεῖ ὁ Θεάνθρωπος λόγῳ τῆς ἀκαθαρσίας, τῆς ἀναξιότητας καί τοῦ μολυσμοῦ, πού ὁ ἴδιος φέρει ἐπάνω του. Βιώνει τή σήψη τῆς σκοτισμένης ὕπαρξής του, ἀλλά δέν ἀπελπίζεται. Γι’ αὐτό καί σέ ἐκείνη ἀκριβῶς τήν κρίσιμη στιγμή ἐπικαλεῖται τήν ἄπει-ρη ἀγαθότητα καί συγκατάβαση Ἐκείνου νά δεχθεῖ κοντά του τόν κάθε εἴδους μετα-νοημένο ἁμαρτωλό. Μνημονεύοντας τήν πόρνη, τόν τελώνη, τόν ληστή, τόν ἄσωτο, τήν χαναναία καί κάθε ἄλλον πού ἀναφέρεται στίς εὐαγγελικές διηγήσεις, συνειδητοποιεῖ ὅτι παραπάνω ἀπό ὅλους αὐτούς «ἄλλος, ὡς ἐγώ, οὐκ ἔπταισέ σοι οὐδὲ ἔπραξε τὰς πράξεις, ἃς ἐγὼ κατειργασάμην» (ζ’ εὐχή).
   Τό «μετά πίστεως» σημαίνει ἐκείνη τήν ἐσωτερική δύναμη τοῦ ἀνθρώπου, ἡ ὁποία, κατά τόν ὁρισμό τοῦ ἀπ. Παύλου, δίνει «ὑπόσταση στά ἐλπιζόμενα» καί «ἐλέγχει τά μή βλεπόμενα» (Ἑβρ. 11,1). «Βλεπόμενα» ἐν προκειμένῳ εἶναι ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος, ἐνῶ «μή βλεπόμενα» τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ. Ἡ ὁμολογία αὐτῆς τῆς πίστεως εἶναι τό τελευταῖο καθοριστικό βῆμα, πού κάνει ὁ ἄνθρωπος προκειμένου νά μετέχει στήν «φρικώδη θυσία»: «Πιστεύω, Κύριε, καὶ ὁμολογῶ ὅτι σὺ εἶ ἀληθῶς ὁ Χριστός, ὁ Υἱὸς τοῦ Θεοῦ τοῦ ζῶντος, ὁ ἐλθὼν εἰς τὸν κόσμον ἁμαρτωλοὺς σῶσαι, ὧν πρῶτὸς εἰμι ἐγώ. Ἔτι πιστεύω ὅτι τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ ἄχραντον Σῶμά σου καὶ τοῦτο αὐτό ἐστι τὸ τίμιον Αἷμά σου». Γιά τόν λόγο αὐτό καταλήγει μέ τήν καταφυγή σέ μία ἐφ’ ὅλης τῆς ὕλης ἱκεσία συγγνώμης: «Δέομαι οὖν σου· Ἐλέησόν με καὶ συγχώρησὸν μοι τὰ παραπτώματά μου, τὰ ἑκούσια καὶ τὰ ἀκούσια, τὰ ἐν λόγῳ, τὰ ἐν ἔργῳ, τὰ ἐν γνώσει καὶ ἀγνοίᾳ· καὶ ἀξίωσόν με ἀκατακρίτως μετασχεῖν τῶν ἀχράντων σου μυστηρίων, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ εἰς ζωὴν αἰώνιον» (ι’ καί τελευταία εὐχή).
   Τό «μετά ἀγάπης» δηλώνει τήν αὐθόρμητη, ἐλεύθερη καί ἐσωτερική ἐκείνη ἕλξη, πού ἀσκεῖ ἐπάνω στόν ἄνθρωπο, ἕνα ἄλλο πρόσωπο, πού εἶναι τό ἀγαπώμενο. Ἡ ἀγάπη ἀγκαλιάζει τήν συνάντηση δύο προσώπων, ἐμποτίζει τήν ἐπικοινωνία τους καί δημιουργεῖ τήν κατάλληλη ἐκείνη ἀτμόσφαιρα, στήν ὁποία αἰσθάνονται πληρότητα καί ἀπέραντη εὐτυχία, πού ἀγγίζει τά ἐνδόμυχα τῆς ὕπαρξής τους.
   Ἡ ἀγάπη γεννᾶται σέ ἔδαφος ἀπόλυτης ἐλευθερίας καί ὑπερβαίνει ὁποιονδήποτε περιορισμό, καθῆκον ἤ ὑποχρέωση, καθώς προσηλώνει τό πνεῦμα καί τό βλέμμα στό ἀγαπώμενο πρόσωπο, παραθεωρώντας κάθε ἄλλη ἱστορική συνθήκη τοῦ περιβάλλοντος χώρου καί χρόνου. Χαρακτηριστικά ἐκφράζει ὁ ὑμνογράφος τήν πυρωμένη ἀγάπη του πρός τόν Χριστό «ἀπερχόμενος μεταλαβεῖν» μέ συνοδό ρίγος μέθεξης: «Ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καὶ ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι· ἀλλὰ κατάφλεξον πυρὶ ἀΰλῳ τὰς ἁμαρτίας μου, καὶ ἐμπλησθῆναι τῆς ἐν σοὶ τρυφῆς καταξίωσον, ἵνα τὰς δύο σκιρτῶν με-γαλύνω, Ἀγαθέ, παρουσίας σου». Ἐξαίρετο ὑπόδειγμα οἱ θερμοί λόγοι ἀγάπης μέ τούς ὁποίους ὁ ἅγ. Συμεών ὁ νέος θεολόγος διατυπώνει μέ ἀνείπωτο θεϊκό ἔρωτα τήν δική του σφροδρή λαχτάρα συνύπαρξης μέ τόν ἐν Μυστηρίῳ μεταλαμβανόμενο Ἰησοῦ Χριστό· «ἵνα γοῦν μὴ μόνος μένω δίχα σου τοῦ Ζωοδότου, τῆς πνοῆς μου, τῆς ζωῆς μου, τοῦ ἀγαλλιάματός μου, τῆς τοῦ κόσμου σωτηρίας, διὰ τοῦτό σοι προσῆλθον, ὡς ὁρᾷς μετὰ δακρύων καὶ ψυχῆς συντετριμμένης, λύτρον τῶν ἐμῶν πταισμάτων ἱκετεύων τοῦ λαβεῖν με, καὶ τῶν σῶν ζωοπαρόχων καὶ ἀμέμπτων μυστηρίων μετασχεῖν ἀκατακρίτως...» (ζ’ εὐχή).
   Ἡ μυστηριακή αὐτή ἕνωση μέ τόν Χριστό ἀφορᾶ στόν ὅλο ἄνθρωπο, ὁ ὁποῖος μετέχει τοῦ Μυστηρίου ὄχι μόνον μέ τήν ψυχή ἀλλά καί μέ τό σῶμα. Ὁ ἄνθρωπος θεωρεῖται συνολικά ὡς ἑνιαία ψυχοσωματική ὀντότητα, πού προσδοκᾶ τήν εὐεργετική ἐπίδραση τοῦ Μυστηρίου νά ἀγγίξει ὅλες τίς πτυχές τῆς ὑπάρξεώς του, ὅπως ἐπανειλημμένως ἐκφράζεται ἐπιτακτικά· «Ψυχὴν σὺν τῷ σώματι ἁγιασθείην, Δέσποτα, φωτι-σθείην, σωθείην, γενοίμην οἶκός σου τῇ τῶν Μυστηρίων μεθέξει τῶν ἱερῶν...» (θ’ ὠδή, β’ τροπάριο)· «καὶ γενέσθω μοι τὰ ἅγια ταῦτα εἰς ἴασιν καὶ κάθαρσιν καὶ φωτισμὸν καὶ φυλακτήριον καὶ σωτηρίαν καὶ ἁγιασμὸν ψυχῆς τε καὶ σώματος» (β’ εὐχή)· «ἀλλὰ γενέσθω μοι ὁ ἄνθραξ τοῦ παναγίου σου Σώματος καὶ τοῦ τιμίου σου Αἵματος εἰς ἁγιασμὸν καὶ φωτισμὸν καὶ ῥῶσιν τῆς ταπεινῆς μου ψυχῆς καὶ τοῦ σώματος» (γ’ εὐχή)· «καταξίωσόν με ἀκατακρίτως μεταλαβεῖν... εἰς ἁγιασμὸν καὶ φωτισμὸν καὶ ῥώμην καὶ ἴασιν καὶ ὑγείαν ψυχῆς τε καὶ σώματος» (ε’ εὐχή). Ὁμοίως καί κατά τήν εὐχαριστία μετά ἀπό τήν θ. μετάληψη ὁ πιστός ζητᾶ ἀπό τόν φιλάνθρωπο Δεσπότη, πού εἶναι «ὁ ὑπὲρ ἡμῶν ἀποθανών τε καὶ ἀναστὰς καὶ χαρισάμενος ἡμῖν τὰ φρικτὰ ταῦτα καὶ ζωοποιά Μυστήρια, ἐπ᾿ εὐεργεσίᾳ καὶ ἁγιασμῷ τῶν ψυχῶν καὶ τῶν σωμάτων ἡμῶν» νά γίνουν «ταῦτα κἀμοὶ εἰς ἴασιν ψυχῆς τε καὶ σώματος» (α’ εὐχή). Ὁ δέ ὅσιος Συμεών ὁ Μεταφραστής ζητᾶ χαρακτηριστικά ἡ εὐεργετική ἐπίδραση τῶν ἱερῶν μυστηρίων νά διαπεράσει ἀναγεννώντας κάθε κύτταρο τῆς ὕπαρξής του: «δίελθε πρὸς μελῶν μου συνθέσεις, εἰς πάντας ἁρμούς, εἰς νεφρούς, εἰς καρδίαν· φλέξον δ᾿ ἀκάνθας τῶν ὅλων μου πταισμάτων» (γ’ εὐχή).

   3. Τό φίλτρο τῆς πίστεως
   Συνοπτικά, τά παραπάνω δεδομένα καθιστοῦν σαφές ὅτι στήν Ὀρθόδοξη παράδοση ἡ συμμετοχή στό Μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας δέν ἦταν ποτέ αὐτονόητη, αὐτοδίκαιη, δικαιωματική καί δεδομένη ἐκ τῶν προτέρων. Αὐτό συμβαίνει στίς θρησκεῖες, πού κυριαρχοῦν τά τελετουργικά, οἱ ἰδέες, οἱ ἀντιλήψεις καί οἱ δυσειδαιμονίες. Στήν χριστιανική Πίστη μέτρο ἀποτελεῖ ἡ κοινωνία τῶν προσώπων· ὁ Θεός, ὁ ὁποῖος προ-σεγγίζεται ἀπό τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερα, ἐν μετανοίᾳ καί ἀγάπῃ, ἡ ὁποία «ἔξω βάλλει τόν φόβον» (Α’ Ἰω. 4,18). Ἑπομένως, ἡ ὀρθή θέση ὅτι «ὁ Χριστός μεταδίδει ζωή καί ὄχι ἀσθένεια» δέν σημαίνει πάντοτε καί αὐτομάτως ὅτι αὐτή ἡ εὐεργετική δράση τοῦ Χριστοῦ ἔχει αὐτονόητη καί δεδομένη τή θετική ἐπίδραση στόν ἄνθρωπο.
   Γιά νά κατανοήσουμε τά ὅρια, ἀντιπροσωπευτικό παράδειγμα ἀποτελεῖ ἡ θεραπεία τοῦ ἐκ γενετῆς τυφλοῦ, πού περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάννης στό 9ο κεφάλαιο τοῦ εὐαγγελίου του, καί ὑπενθυμίζει ἡ Ἐκκλησία στό πλήρωμά της τήν περίοδο τοῦ Πεντηκοσταρίου.
   Τό «ποιός» εἶναι ὁ Χριστός καί «τί κάνει», τό ἀποκαλύπτει ὁ Ἰησοῦς σιωπηρά καί διακριτικά, ἀλλά συγχρόνως καί ἐκκωφαντικά δυνατά: μέ τήν συμβολική κίνηση νά φτιάξει πηλό μέ τόν σίελό του, νά τό τοποθετήσει στίς κόγχες τῶν ματιῶν τοῦ τυφλοῦ, νά δημιουγήσει ὀφθαλμούς καί ὁ ἄνθρωπος νά δεῖ τό φῶς, ἀποκαλύπτει ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, πού ἔπλασε τόν ἄνθρωπο «χοῦν ἀπό τῆς γῆς» (Γεν. 2,7). Ἀκόμη ὅτι εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Λόγος τοῦ Θεοῦ, πού εἶπε «γενηθήτω φῶς καί ἐγένετο φῶς» (Γεν. 1,3). Ἑπομένως, ἡ δράση του στήν φθαρτή καί ἄλογη φύση εἶναι σαφῶς καί ξεκάθαρα εὐεργετική —καί ἀσφαλῶς δέν μποροῦσε νά εἶναι διαφορετική· ὀφθαλμοί δημιουργήθηκαν, ἡ ἀσθένεια θεραπεύθηκε καί τό φῶς σκόρπισε τά σκοτάδια.
   Στούς ἀνθρώπους, ὅμως, πού ἔγιναν κοινωνοί τοῦ θαύματος, δέν ὑπῆρξε τό ἴδιο ἀποτέλεσμα, καθώς ὅπως, μᾶς ἀποκαλύπτει ἡ συνέχεια τῆς διήγησης, ἡ θαυματουργική ἐνέργεια τοῦ Χριστοῦ πέρασε μέσα ἀπό τό φίλτρο τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, τό ὁποῖο τούς διαχώρισε σέ τέσσερις κατηγορίες.
   Στήν πρώτη, τό θαῦμα «πέρασε καί δέν ἄγγιξε». Πρόκειται γιά τούς γείτονες τοῦ πρώην τυφλοῦ, οἱ ὁποῖοι παραξενεύτηκαν, θαύμασαν, ἀναρωτήθηκαν τί μπορεῖ νά συνέβη, ἀλλά σύντομα ἐπέστρεψαν στήν γνώριμη καθημερινότητά τους λησμονώντας τό γεγονός.
   Στήν δεύτερη, τό θαῦμα ἄγγιξε ἀλλά δέν ἄλλαξε πορεία ζωῆς, διότι ὑποχώρησε ἐνώπιον ἄλλων προτεραιοτήτων. Σέ αὐτήν τήν κατηγορία ἀνήκουν οἱ γονεῖς τοῦ πρώην τυφλοῦ, οἱ ὁποῖοι τό εἶδαν, τό ἀναγνώρισαν, τό ὁμολόγησαν, ἀλλά δέν τόλμησαν νά ἀκολουθήσουν τόν Ἰησοῦ ἀπό φόβο μήπως «ἀποσυνάγωγοι γένωνται».
Στήν τρίτη, τό θαῦμα δημιούργησε ἔχθρα, φθόνο καί μῖσος! Σέ αὐτήν τήν κατηγο-ρία ἀνήκουν οἱ γραμματεῖς καί φαρισαῖοι, οἱ ὁποῖοι ὅσο περισσότερα θαύματα ἔβλεπαν ἀπό τόν Ἰησοῦ, τόσο περισσότερο τόν μισοῦσαν!
   Στήν τέταρτη καί τελευταία κατηγορία ἀνήκει ὁ ἀποδέκτης τοῦ θαύματος, ὁ πρώην τυφλός, ὁ ὁποῖος τό ἔζησε, τό ἀπήλαυσε καί μέ τήν δύναμη τῆς ἐμπειρίας του τό ὁμολόγησε ἐνώπιον ὅλων προκαλώντας ἀπίστευτη ἀμηχανία καί ὀργή στούς ἀρνητές τοῦ θαύματος. Τούς ἄφησε στήν κυριολεξία ἐνεούς καί ἄφωνους!
   Συνεπῶς, στόν παρόντα αἰῶνα τά πάντα ἐξαρτῶνται ἀπό τήν ζωηφόρο πίστη. Πίστη εἶναι ἐκείνη ἡ ἐμπιστοσύνη μέ τήν ὁποία ὁ ἄνθρωπος προσεγγίζει ἄνευ ὄρων τόν Θεάνθρωπο Χριστό, γιά νά λάβει τό ποθούμενο· εἶναι ἡ δύναμη μέ τήν ὁποία «πιάνει ἐπαφή» μαζί του. Ἡ πίστη εἶναι συγχρόνως καί ὁ ἀγωγός μεταφορᾶς τῆς θείας χάριτος ἀπό τόν Χριστό στόν ἄνθρωπο καί τό μέτρο τῆς ποσότητας, πού λαμβάνει. Αὐτό ὑποδεικνύει ὁ Κύριος, ὅταν στά αἰτήματα θεραπείας συχνά ἀνταποκρινόταν μέ τά λόγια: «κατὰ τὴν πίστιν ὑμῶν γενηθήτω ὑμῖν» (Ματθ. 9,29). Καί ἡ πίστη αὐτή εἶναι καθαρά προσωπική ὑπόθεση σέ κάθε ἄνθρωπο. Ἀνθρωπίνως δέν μετριέται μέ ἀντικειμενικά κριτήρια, δέν ἀξιολογεῖται, δέν τυποποιεῖται σέ συγκεκριμένες μορφές, ἐκφράσεις καί σχήματα. Μόνον καλλιεργεῖται καί ἐμβαθύνεται μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ καί τήν προσωπική ἐργασία τοῦ καθενός στόν «ἔσω ἄνθρωπο» (Ρωμ. 7,22).

   4. Ἀναβίωση τῶν ἐρωτημάτων τῆς Χριστολογίας
   Στό περιεχόμενο τῆς πίστεως ἑπομένως ἀπευθύνεται τό ἀρχικό ἐρώτημα «ἐάν ἡ θ. Κοινωνία μπορεῖ πιθανόν νά μεταδώσει νόσο», ἀγγίζοντας μία θεμελιώδη θεολογική πτυχή, πού ἀφορᾶ στήν «σχέση» τοῦ Θεοῦ Χριστοῦ πρός τά εὐχαριστιακά δῶρα τοῦ ἄρτου καί τοῦ οἴνου: ἄν καί κατά πόσον, δηλαδή, ὁ Χριστός εἶναι παρών στά εὐχαριστιακά δῶρα, ἤ κατά πόσον ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος νοοῦνται ὡς πραγματική προσωπική παρουσία τοῦ Χριστοῦ, ἤ μέ ποιό τρόπο καί ἕως ποίου σημείου ὑλικά ἀντικείμενα καί Θεότητα συνυπάρχουν καί συμπλέκονται μεταξύ τους στά εὐχαριστιακά δῶρα. Εἶναι πράγματι ἐνδιαφέρον τό φαινόμενο ὅτι στά θεολογικά αὐτά ἐρωτήματα τῆς περιόδου τῆς πανδημίας ἀναβίωσαν σχεδόν ταυτόσημα οἱ προβληματισμοί καί τά ἐρωτήματα τῆς ἀρχαίας Χριστολογίας: «Τελικά, ὁ Ἰησοῦς πόσο Θεός καί πόσο ἄνθρωπος ἦταν; Μέ ποιόν τρόπο ἑνώθηκαν οἱ δύο φύσεις στό πρόσωπό του καί σέ ποιά σχέση βρίσκονται μεταξύ τους;». Πρόκειται γιά τό ἐρώτημα δηλαδή πού εἶχε θέσει ὁ Κύριος στούς μαθητές του· «τίνα με λέγουσιν οἱ ἄνθρωποι εἶναι;» (Μάρκ. 8,27). Τό ἐντυπωσιακό εἶναι ὅτι κάποιες ἀπό τίς ἀπαντήσεις, πού δόθηκαν ἀπό Ὀρθοδόξου πλευρᾶς, ἦταν σάν νά μήν ἔχουν μεσολαβήσει οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι, οὔτε χιλιάδες σελίδες πατερικῶν συγγραμμάτων. Ἀποδεικνύεται ὅτι τελικά δέν εἶναι τυχαῖο, πού τό Χριστολογικό ζήτημα ἀπασχόλησε τόσο ἔντονα καί γιά τόσο πολύ χρόνο τήν Ἐκκλησία καί, ἐνῶ ἄλλαξε τόσες πολλές διαφορετικές μορφές, παρέμεινε στήν βάση του τό ἴδιο. Ἀφοῦ ἀκόμη καί σήμερα ὑπό νέα μορφή ἀναδεικνύεται ὡς τό δυσκολώτερο θέμα, πού καλεῖται νά προσεγγίσει ὁ ἀνθρώπινος νοῦς, αὐτό πού προκαλεῖ τά ὅρια τῆς λογικῆς τοῦ ἀνθρώπου. Διότι μέσα στήν κρίση τῆς πανδημίας, ἡ κατανόηση τοῦ Μυστηρίου δέν περιορίστηκε σέ μία θεωρητική ἀναζήτηση μόνο, ἀλλά προκάλεσε καί ἀπαίτησε στάση ζωῆς μέ χειροπιαστές πιθανές συνέπειες.
   Ἡ σαφής ἀπάντηση στό ἐρώτημα αὐτό, πού δόθηκε ἀπό τήν Δ’ Οἰκουμενική Σύνοδο, ἦταν ὅτι ὁ Χριστός εἶναι τέλειος Θεός καί τέλειος ἄνθρωπος καί ὅτι οἱ δύο φύσεις, διατηρώντας πλήρως τίς ἰδιότητές τους, συνδέονται ἐν μυστηρίῳ σέ αὐτόν «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως, ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» μέ σκοπό τήν ἐξυγίανση τῆς ἀσθενοῦς ἀνθρώπινης φύσης, κατά τό γνωστό λόγιο τοῦ Μ. Ἀθανασίου «αὐτὸς γὰρ ἐνηνθρώπησεν, ἵνα ἡμεῖς θεοποιηθῶμεν». Τό «πῶς» τῆς ἕνωσης αὐτῆς εἶναι ἀπρόσιτο στόν πεπερασμένο νοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἀπερίγραπτο καί ἀνεξήγητο, ἐνῶ γίνεται ἀντιληπτό μόνον διά τῆς ἐμπειρίας τῶν αἰσθήσεων, ἡ ὁποία μαρτυρεῖ ἐν πίστει ὅτι ὁ Χριστός εἶναι «ἄνθρωπος τό φαινόμενον καί Θεός τό κρυπτόμενον».
   Τό ἴδιο ἀκριβῶς συμβαίνει καί μέ τά εὐχαριστιακά δῶρα: χωρίς νά χάνουν τίς ἰδιότητές τους, ἄρτος καί οἶνος εἶναι σῶμα καί αἷμα Χριστοῦ «ἀσυγχύτως, ἀτρέπτως ἀδιαιρέτως καί ἀχωρίστως» κατά τρόπο πού δέν εἶναι δυνατόν νά περιγραφεῖ, νά ἐξηγηθεῖ ἤ νά ὁριοθετηθεῖ μέ τήν ἀνθρώπινη λογική, παρά μόνο νά καταστεῖ οἰκεῖος διά τῆς ἐμπειρίας τῆς πίστεως. Τό νά ἀρνηθεῖ κανείς θεωρητικά τήν πιθανότητα μόλυνσης ἀπό τά εὐχαριστιακά δῶρα μέ τήν αἰτιολογία μιᾶς οἰονεί ἀφθαρτοποιήσεώς τους κινεῖται στόν χῶρο τοῦ αἰρετικοῦ μονοφυσιτισμοῦ, ἐνῶ τό νά ἀποδεχθεῖ —ἔστω καί ἐμμέσως— τήν πιθανότητα μόλυνσης μέ ἀναφορά στήν φθαρτή φύση τους κινεῖται σαφῶς στόν χῶρο τῶν αἰρέσεων τοῦ δοκητισμοῦ, τοῦ ἀρειανισμοῦ καί τοῦ νεστοριανισμοῦ. Δυστυχῶς, ὅπως φαίνεται, μεταλλαγμένα στελέχη τῶν ἀρχαίων αὐτῶν πνευματικῶν «ἰῶν», πού κυκλοφοροῦν ἀκόμη στό περιβάλλον τοῦ σημερινοῦ «χριστιανικοῦ» κόσμου, διατηροῦν τήν δύναμη νά προσβάλουν ὑγιεῖς ἀλλά ἀπρόσεκτους ὀργανισμούς. Φορεῖς παρόμοιων ἀντιλήψεων ἦταν ἀσφαλῶς καί οἱ σταυρωτές τοῦ Κυρίου, οἱ ὁποῖοι εἴτε ὅταν τόν δίκαζαν, εἴτε ὅταν τόν ράπιζαν, τόν φραγγέλωναν ἤ τόν σταύρωναν, εἶχαν τήν αἴσθηση ὅτι ἔχουν στά χέρια τους ἕνα ὑλικό στοιχεῖο, πού ὑπόκειται στίς διαδικασίες τῆς φθορᾶς αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί γι’ αὐτό ἔπραξαν ὅ,τι ἔπραξαν. Ἐάν ἐπέτρεπαν στόν ἑαυτό τους νά ἀντιληφθεῖ ποιός ἦταν ὁ Ἰησοῦς, τό λογικό εἶναι νά μήν τολμοῦσαν νά προχωρήσουν στήν ἐφαρμογή τῶν ἀποφάσεών τους.
   Ἡ ἀπάντηση στό δίλημμα βρίσκεται στήν πνευματική ἐμπειρία τῆς ἐν Χριστῷ κοινωνίας ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ, ἡ ὁποία προσεγγίζεται μέ τήν πίστη· ἐκεῖ ὅπου παραχωρεῖται μέ εὐλάβεια ἡ πρωτοβουλία στήν θεία Χάρη καί στήν ἐνέργεια τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Δέν εἶναι δυνατόν νά ὑπαγορεύουμε συμπεριφορές στόν Θεό! Ἐκεῖνος γνωρίζει γιατί φθείρονται τά εὐχαριστιακά δῶρα, ἐνῶ ἀφθαρτοποιεῖται τό νερό τοῦ ἁγιασμοῦ, γιατί τά σώματα ἄλλων ἁγίων φθείρονται καί ἄλλων παραμένουν ἄφθαρτα. «Tίς ἔγνω νοῦν Kυρίου, καὶ τίς αὐτοῦ σύμβουλος ἐγένετο;» (Ἠσ. 40,13). Μέσα στόν χῶρο τῆς Πίστεως τίποτε δέν εἶναι δεδομένο καί μηχανιστικό οὔτε ὅ,τι γίνεται, γίνεται μαγικά ἤ δικαιωματικά, ἀλλά μέσα σέ μία συνεχῆ, δυναμική καί ἐλεύθερη δόση καί ἀντίδοση Θεοῦ καί ἀνθρώπου, μέ μία συνεχῆ κατάφαση στήν ἰσόβια διαδικασία σταδιακῆς ἀφθαρτοποιήσεως τοῦ θνητοῦ ἀνθρώπου καί μέ μία ἀδιάκοπη συνεργασία πίστεως καί χάριτος, ὅπου τά πάντα ἐπανεπιβεβαιώνονται κάθε στιγμή ἕως ὅτου «ἡ ζωή ἡμῶν» φανερωθεῖ «ἐν δόξῃ» (Κολ. 3,4). Ἐφόσον δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνα παράδειγμα ὀποιασδήποτε μολύνσεως ἀπό τό Μυστήριο, ἀλλά πολλές μαρτυρίες γιά τό ἀκριβῶς ἀντίθετο, τί ἐξυπηρετεῖ, στά ἀλήθεια, ἐκκλησιαστικοί ἄνθρωποι νά συμβάλλουν στήν ἀμφιβολία περί αὐτοῦ;

   5. Ὁ τρόπος μεταδόσεως τοῦ Μυστηρίου: δύναται ἡ Ἐκκλησία νά τόν ἀλλάξει καί ἀπαιτεῖται νά τό ἐπιχειρήσει στήν παρούσα συγκυρία;
  Ἕνα ἀκόμη σχετικό ἐρώτημα πού τέθηκε μέ ἀφορμή τήν πρόσφατη πανδημία εἶναι τό ἐρώτημα ἐάν ἡ ἁγία λαβίδα μεταφέρει τόν ἰό τῆς ἀσθενείας ἤ τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ -ἤ καί τά δύο μαζί!- καί ἑπομένως μέ ποιόν τρόπο ἡ ὑλικότητα μετέχει καί συνάπτεται μέ τήν Θεότητα. Ἁπλά διαδικαστικό θά ἦταν τό θέμα, ἐάν δέν ὑπῆρχε στό ὑπόβαθρο ἡ ἀμφισβήτηση τῆς οὐσίας τοῦ Μυστηρίου περί τῆς μεταδόσεως μολυσμοῦ, πού δίδει προβάδισμα στήν φθαρτή ὑλικότητα ἔναντι τῆς πραγματικῆς παρουσίας τῆς Θεότητας. Ἡ Ἐκκλησία ἀσφαλῶς δύναται νά ἀποφασίζει ἐλεύθερα καί νά ἀποδέχεται ὅποιον τρόπο θεωρεῖ κάθε φορά κατάλληλο γιά τήν μετάδοση τοῦ Μυστηρίου, ὅπως ἔχει γίνει ἐπανειλλημμένως στό παρελθόν. Καί ἔχει στήν παράδοσή της πολλές ἐπιλογές γι' αὐτό τό θέμα. Ἐντούτοις, ὅπως σαφῶς προκύπτει ἀπό τίς σχετικές ἀποφάσεις τοπικῶν καί Οἰκουμενικῶν Συνόδων καί τίς αὐθεντικές ἑρμηνεῖες τους ἀπό διακεκριμένους καί ἁγίους λογίους, πού καταγράφονται στό Πηδάλιον, μοναδικό κίνητρο καί ἀφορμή τῆς Ἐκκλησίας γιά κάθε κίνησή της ἦταν ἡ προστασία καί ἡ ἀσφάλεια τοῦ Μυστηρίου ἀπό τήν ἐξύβριση καί τήν βεβήλωση, πού ἑκούσια ἤ ἀκούσια προκαλοῦσαν σέ αὐτό κάποια μέλη της. Ποτέ ὅμως γιά νά καλύψει τήν ὑποτίμηση, τήν ἀμφισβήτηση ἤ τήν ἀτίμωσή του, ὅπως προτείνεται τώρα! Τό σεπτό Οἰκουμενικό μας Πατριαρχεῖο, ἐπικυρώνοντας τήν θέση πού εἶχε ἐξαρχῆς λάβει ἡ Ἱερά Σύνοδος τῆς Ἐκκλησίας μας, ἤδη ὁμολόγησε εὐθαρσῶς τήν ἀλήθεια, διαφυλάσσοντας τήν ἁγία Παράδοση τῆς Ὀρθοδοξίας καί βάζοντας τά πράγματα στή θέση τους!
   Χαρακτηριστικό εἶναι τό παράδειγμα δύο διαφορετικῶν τοποθετήσεων, δύο ἁγίων γιά δύο διαφορετικούς τρόπους μεταδόσεως τοῦ Μυστηρίου: τῆς ἀρχαιότερης ἰδιόχειρης παραλαβῆς του ἀπό τόν λειτουργό ἱερέα καί τῆς μεταγενέστερης μετάδοσης διά τῆς λαβίδος. Ὁ ἅγ. Χρυσόστομος ἐξαίρει τά ἀνθρώπινα χέρια ἔναντι τῆς λαβίδος ὡς μέσον μετάληψης τοῦ πυρός τῆς Θεότητας: «οὐκ ἐτόλμησεν ἅψασθαι τῇ χειρὶ τὰ Σεραφίμ, ἀλλὰ τῇ λαβίδι· σὺ δὲ τῇ χειρὶ λαμβάνεις!» (Εἰς τό· Εἶδον τὸν Κύριον καθήμενον ἐπὶ θρόνου ὑψηλοῦ, 6,3). Ὁ ἅγ. Συμεών Θεσσαλονίκης ἐξαίρει τήν λαβίδα ἔναντι κάθε ἄλλου μέσου ὡς προερχόμενη ἀπό τό οὐράνιο θυσιαστήριο (Ἠσ. 6,6): «τοῦ ἀρχιερέως δὲ τοῖς προσελθοῦσι μεταλαβεῖν διδόντος διὰ λαβίδος· καὶ τοῦτο κατὰ τὴν ὀπτασίαν τοῦ Ἠσαΐου, ὅτι οὐ χρὴ πάντας ἀμέσως μετέχειν, ὡς εἴρηται, τῶν θείων τε καὶ φρικτῶν» (Περί τῆς θ. λειτουργίας, 62). Παρά τήν φαινομενική αὐτή διαφορά, καί οἱ δύο ἅγιοι Πατέρες δέν ὑποστηρίζουν ἁπλῶς τόν τρόπο μεταδόσεως πού ἴσχυε στήν ἐποχή τους, ἀλλά ἔχουν ἕναν κοινό στόχο: νά συνειδητοποιήσει ὁ προσερχόμενος τήν ἱερότητα τοῦ Μυστηρίου, διά τοῦ ὁποίου προσεγγίζει τόν Θεό, ἀφοῦ, ὅπως συνεχίζει ὁ ἅγ. Συμεών: «ἐπὶ τοῖς θείοις εὐλαβεῖσθαι δεῖ καὶ συστέλλεσθαι. Καὶ εἰ τὰ χερουβὶμ ηὐλαβεῖτο, πολλῷ γε μᾶλλον ἡμᾶς εὐλαβεῖσθαι χρή, καὶ ταῦτα οὐ τύπον, ἀλλὰ τὴν ἀλήθειαν ὁρῶντας αὐτήν».
   Βεβαίως, οἱ φοβίες, οἱ ἀναστολές καί οἱ ἐνδοιασμοί τῶν ἀνθρώπων εἶναι πραγματικοί καί δέν ρίπτονται ἀβασάνιστα στόν καιάδα τῆς καταδίκης. Ἡ Ἐκκλησία δέν ἔχει στούς κόλπους της μόνον δυνατούς «τῇ πίστει» (Ρωμ. 15,1) καί ἁγίους, ἀλλά καί ἀσθενεῖς, ἀδύναμους ἀνθρώπους μέ λογισμούς καί «διακρίσεις διαλογισμῶν» (Ρωμ. 14,1). Ἐντούτοις, ὅλα αὐτά ἀποτελοῦν πρόκληση γιά τήν καλλιέργεια τῶν ἀνθρώπων. Προβάλλει ἐπιτακτική ἡ ἀνάγκη νά στηριχθεῖ ἡ πίστη τῶν ἀνθρώπων στά μυστήρια τῆς «ἅπαξ παραδοθεῖσας πίστεως» (Ἰούδα 3) καί τῆς «ἁγίας ἐντολῆς» (Β’ Πέτρ. 2,21), ὥστε νά κατανοήσουν ὅτι ἡ προσέλευση καί ἡ συμμετοχή στή θ. Εὐχαριστία δέν εἶναι οὔτε αὐτονόητο δικαίωμα, οὔτε συμβατική ἤ τελετουργική ὑποχρέωση οὔτε μετάληψη κάποιου μαγικοῦ φίλτρου, πού ἐνεργεῖ αὐτόνομα καί αὐτοδίκαια. Στό Μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας προσφέρεται χειροπιαστή ἡ θεία Χάρη, ἡ ὁποία συνεργεῖ μέ τήν πίστη τοῦ ἀνθρώπου, γιά τήν σταδιακή μεταμόρφωση καί θέωσή του, τήν ὁποία ὁ ἴδιος λαχταρᾶ. Ἑάν παρόλα αὐτά κάποιος ἔχει ἐνδοιασμούς ἤ ἀπορίες γιά τά θέματα τῆς πίστεως, ὅπως εἶναι φυσικό πολλές φορές νά συμβαίνει, «Βέλτιον [ἐστίν] σιωπᾷν καὶ πιστεύειν», συμβουλεύει ὁ Μ. Ἀθανάσιος, «ἢ ἀπιστεῖν διὰ τὸ ἀπορεῖν· διότι ὁ μὲν ἀπορῶν [σ.σ. ἀλλά σιωπῶν!] δύναταί πως καὶ συγγνώμην ἔχειν, ὅτι ὅλως κἂν ζητήσας ἠρέμησεν· ὁ δὲ διὰ τὸ ἀπορεῖν ἐπινοῶν ἑαυτῷ τὰ μὴ δέοντα, καὶ τὰ μὴ ἄξια περὶ Θεοῦ φθεγγόμενος, ἀσύγγνωστον ἔχει τῆς τόλμης τὴν δίκην» (Λόγος κατά Ἀρειανῶν, 2,36).
   Ἡ ἐμπειρία τῆς Ἐκκλησίας εἶναι μακραίωνη καί πλούσια τόσο ὡς πρός τήν δυσκολία τῶν καταστάσεων ὅσο καί ὡς πρός τήν ἔκφραση τῆς ἐλευθερίας τῶν ἀνθρώπων. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ἀπό τούς ἱερεῖς τῆς Κρήτης ὁ π. Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης προσέτρεξε στήν Σπιναλόγκα, γιά νά ὑπηρετήσει τούς χανσενικούς. Καί ἀπό τούς κληρικούς τῆς Ἀφρικῆς ὁ π. Θεμιστοκλής Ἀδαμόπουλος παρέμεινε -μόλις τό 2016- στήν Σιέρρα Λεόνε [σ.σ. ἀδιάφορα μακριά γιά νά ἀσχοληθεῖ ὁ «προοδευμένος» δυτικός κόσμος, ὄχι ὅμως καί ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία] νά ὑπηρετήσει τούς ἀνθρώπους, πού πέθαιναν κατά χιλιάδες ἀπό τόν ἰό ἔμπολα [ἀλήθεια: οἱ Ὀρθόδοξοι ἀφρικανοί δέν ἔπρεπε τότε νά προστατευθοῦν μέ ἀλλαγή τρόπου μεταδόσεως;]. Μέ τήν πίστη τῶν ἀνθρώπων αὐτῶν συνεργάστηκε ἡ θ. Χάρη, γιά νά κάνει τό θαῦμα. Ἄλλωστε καί στήν προκειμένη πανδημία τοῦ κορονωϊοῦ ἤδη ὁ χρόνος ἔχει κυλήσει ὑπέρ τῆς ἀλήθειας τοῦ Μυστηρίου ἐπιβεβαιώνοντας γιά μία ἀκόμη φορά, στήν πατρίδα μας τουλάχιστον, τήν μακραίωνη αὐτή ἐκκλησιαστική ἐμπειρία. Ἤδη ὅλο καί εὐρύτερα μέσα στήν ἑλληνική κοινωνία γίνεται ἀντιληπτό ὅτι μετά ἀπό δύο περίπου μῆνες, πού ἄνοιξαν καί πάλι οἱ ναοί καί χιλιάδες ἄνθρωποι —μικροί, μεγάλοι, νέοι, γέροι, εὐπαθεῖς καί μή ὁμάδες—, ἐλεύθερα προσέρχονται στό Μυστήριο τῆς θ. Εὐχαριστίας, τά στατιστικά δεδομένα φαίνεται ὅτι διαψεύδονται καί τά κρούσματα προσβολῆς ἀπό τήν ἀσθένεια εἶναι μηδενικά. Αὐτό διασφαλίζει ὅτι ἡ κατάσταση θά συνεχίσει ἔτσι καί στό μέλλον; Ἀσφαλῶς καί ὄχι! Διότι ἀνά πᾶσα στιγμή εἶναι δυνατόν νά ἀλλάξει, ἐάν ἡ θεία βουλή ἀποδοκιμάσει τά ἀνάξια χείλη, τά χέρια καί τίς καρδιές, πού τολμοῦν νά προσεγγίζουν τό φρικτό Μυστήριο. «Τίς γάρ ἔγνω νοῦν Κυρίου; Ἤ τίς σύμβουλος αὐτοῦ ἐγένετο;» (Ἠσ. 40,13). Ἑντούτοις, πρός τό παρόν ὁ Κύριος ἔτσι ἐπιλέγει νά κάνει αἰσθητή τήν παρουσία του ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ του, καταισχύνοντας «χείλη δόλια» (Ψαλμ. 11,4) καί βέβηλα.
   Στήν Ὀρθόδοξη Παράδοση ἔχει ἐπικρατήσει μία καί μόνον θεολογία καί ἕνα μόνον ἦθος γιά τήν προσέλευση ὅλων τῶν ἀνθρώπων χωρίς ἐξαίρεση στήν θ. Εὐχαριστία καί στήν μετάληψη τῶν Τιμίων Δώρων: ὅσο κι ἄν φαίνεται παράξενο, εἶναι ἡ θεολογία καί τό ἦθος τῆς πόρνης γυναικός τοῦ εὐαγγελίου (Λουκ. 7,36-50). Ἀηδιασμένη ἀπό τήν ἀθλιότητα τῆς ζωῆς της καί λαχταρώντας τήν σωτήρια συνάντηση μέ τόν Θεάνθρωπο, ἡ ταλαίπωρη αὐτή γυναίκα διείσδυσε κρυφά στό σπίτι τοῦ Σίμωνα (μέ κίνδυνο βάναυσης κακοποίησής της), ἔτρεξε καί ἀγκάλιασε τά πόδια τοῦ Ἰησοῦ, τά μούσκεψε μέ τά δάκρυά της, τά σκούπισε μέ τά χείλια της καί τά στέγνωσε μέ τά μαλλιά της. Δέν ἀναλογίσθηκε οὔτε γιά μιά στιγμή πόσα μικρόβια ἔφεραν ἐπάνω τους, πόσο λερωμένα ἦταν, οὔτε πόση λάσπη καί ἰδρῶτα εἶχαν ἀπό τήν ὀδοιπορία, μιᾶς καί ὁ φαρισαῖος οἰκοδεσπότης τά εἶχε ἀφήσει ἄπλυτα. Αὐτή ἦταν ἡ προσφορά ἀγάπης τοῦ ἀνθρώπου στόν Θεάνθρωπο, μέ τήν ὁποία εἰσέπραξε τήν ἀντιπροσφορά τῆς ἀπαλλαγῆς της ἀπό τήν πραγματική αἰτία μολυσμοῦ καί τῆς δωρεᾶς τῆς ἀληθινῆς ὑγείας: «ἀφέωνται αἱ ἁμαρτίαι αὐτῆς αἱ πολλαί, ὅτι ἠγάπησε πολύ».
   Σέ κάθε περίπτωση, κάθε κρίση, μικρή ἤ μεγάλη, ἀποτελεῖ μετρητή τῆς ἀξίας καί τοῦ εἰδικοῦ βάρους τοῦ καθενός ἀνθρώπου ξεχωριστά καί ὄχι τοῦ Θεοῦ. Ἡ ἀγάπη καί ἡ συντριβή τῆς μετάνοιας προετοιμάζουν καί καλλιεργοῦν τήν ψυχή, ὥστε νά συμμετέχει μέ συναίσθηση στό Μυστήριο τῶν Μυστηρίων. Ὅσοι στή δύσκολη αὐτή περίοδο χρειάστηκε νά παλαίψουμε μέ λογισμούς ἀπιστίας καί ὀλιγοπιστίας, ἡ Ἐκκλησία μᾶς προσφέρει τό μυστήριο τῆς μετάνοιας καί τῆς ἐξομολόγησης ὥστε νά ἐλαφρύνουμε τήν ψυχή μας καί στέκει δίπλα μας γιά νά καλλιεργήσει καί νά στηρίξει τήν πίστη μας μέ τόν λόγο τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά καί γιά ὅσους δέν ταλαντεύτηκαν ἀπό τόν ἄνεμο τῆς ἀμφισβήτησης καί ἔμειναν «ἑδραῖοι τῇ πίστει», ὅλα αὐτά τά γεγονότα εἶναι μία καλή εὐκαιρία γιά νά ἐλέγξουμε τόν πόθο καί τήν ἀγάπη μέ τήν ὁποία προσερχόμαστε στό Μυστήριο.
   Νά θυμόμαστε ἀκατάπαυστα ὅτι θά ἔρθει κάποια στιγμή ἡ ὥρα τῆς προσωπικῆς μας συνάντησης μέ τόν Υἱό τοῦ ἀνθρώπου, «ὅταν ἔλθῃ ἐν τῇ δόξῃ αὐτοῦ» (Ματθ. 25,31). Ἄν μέ ἀφορμή τήν πανδημία, μᾶς κοιτάξει στά μάτια καί μᾶς ἀπευθύνει τό ἐρώτημα: «Ἀφοῦ ὅταν σέ προσκάλεσα, σέ διαβεβαίωσα ὅτι “τοῦτό ἐστι τό σῶμά μου καί τοῦτό ἐστι τό αἷμά μου”, ἐσύ “ὁλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;”», δέν εἶναι ἄραγε ἡ παροῦσα κρίση μία πολύ καλή εὐκαιρία νά ἑτοιμάσουμε τήν κρίσιμη ἀπάντηση, πού θά δώσουμε;

Ἀθανάσιος Παπαρνάκης
Ἀναπληρωτής Καθηγητής
Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ.