Λειτουργικό κήρυγμα (Μθ 6,22-33)

 Πίστη καί ἐμπιστοσύνη

  ᾿Αγαπητά μου ἀδέλφια, ἡ Ἐκ­κλη­σί­α μας πάντοτε μᾶς στρώνει πλού­σιο τραπέζι μέ τόν ἄσαρκο λόγο, τή δι­δα­σκα­λία τοῦ εὐαγγελίου, καί μέ τόν ἔν­σαρκο λόγο, τό σῶμα καί τό αἷ­μα τοῦ Κυ­ρίου. Γι᾿ αὐτό καί ὅλη ἡ θεί­α Λειτουργία εἶ­ναι μία εὐχαριστία στόν Κύ­ριο, πού μᾶς ἀνέχεται καί μᾶς συγ­χωρεῖ, ἀλλά καί μᾶς εὐλογεῖ μέ δῶρα πολύτιμα καί ὕψιστα, τόν λόγο του καί τό μυστήριο.
   Σήμερα τό εὐαγγελικό ἀνά­γνω­σμα εἶναι ἀπό τήν Ἐπί τοῦ Ὄρους Ὁ­μιλία τοῦ Κυρίου μας. Τί θαυμαστή ὁμιλία! ᾿Αξίζει νά τή διαβάζει κανείς συχνά καί ὅλη μαζί καί περικοπή πε­ρικοπή. Σύντομα θά σχολιάσω ὁρι­σμένα ση­μεῖα.
   Ποιό εἶναι ἐκεῖνο πού ὁδηγεῖ τό σῶ­μα μας; Τό μάτι. ῾Ο λύχνος τοῦ σώ­­ματος εἶναι τά μάτια μας. Ὅπως ἔ­χου­με ἀνάγκη ἀπό μάτια καί φῶς γιά νά δοῦμε, ἔτσι καί ἡ ψυχή μας ἔχει ἀνάγκη ἀπό μάτια καί φῶς. Φῶς εἶναι ὁ Χρι­στός, εἶναι τό εὐαγγέλιό του. Τά μάτια εἶναι ἡ πίστη. Γι᾿ αὐτό ἄν κανείς χάσει τά σωματικά μάτια, τά πόδια, τά χέρια, εἶναι κακό, ἀλλά δέν εἶναι ἀ­πό­λυτη συμφορά. ῎Αν χά­σει τήν πίστη, πού εἶ­ναι τά μάτια τῆς ψυχῆς, αὐτό εἶναι τό τραγικό. Μέ τήν πίστη ἐ­πι­κοινωνοῦμε μέ τόν Θεό, συνο­μι­λοῦ­με, πιάνουμε τό χέρι του, τόν νιώ­θου­με καί κτυπάει ἡ καρδιά μας ἀπό ἀ­γάπη γι᾿ Αὐτόν. Με­γάλο δῶρο ἡ πί­στη! Τό ὕψιστο, διότι ὅλα προ­έρ­χονται ἀπό τήν πίστη. Μόνο μέ τήν πίστη ἔχουμε τή σωτηρία, ὅπως τό τονίζει ὁ ἀπ. Παῦ­λος· «δικαι­ω­θέν­τες οὖν ἐκ πί­στεως εἰρήνην ἔχομεν πρὸς τὸν Θεὸν διὰ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χρι­­στοῦ, δι᾿ οὗ καὶ τὴν προσα­γωγὴν ἐσχήκαμεν τῇ πίστει εἰς τὴν χά­ριν ταύτην ἐν ᾗ ἑστήκαμεν» (Ρω 5,1-2).
   Αὐτή ἡ πίστη κινδυνεύει ὅπως κιν­δυνεύουν καί τά μάτια μας, γι᾿ αὐ­τό λέ­γει· «ἐὰν οὖν ὁ ὀφθαλμὸς ἁπλοῦς ᾖ, ὅλον τὸ σῶμά σου φωτεινὸν ἔ­σται». Τί θά πεῖ «ἁπλοῦς»; Γερός, ὑγι­­ής καί γιά τήν ἀκρίβεια, ὅπως τό λέ­με ἐμεῖς, νά μήν ἀλληθωρίζει. Γι᾿ αὐ­τό λέγει ἀ­μέ­σως· «οὐδεὶς δύναται δυσὶ κυρί­οις δου­­λεύειν», δέν μπο­ρεῖτε νά δου­λεύ­ετε σέ δυό κυρίους. Ἄν ἀγα­­πήσετε τόν ἕναν, θά μισήσετε τόν ἄλ­λον. Ἄν ἀνεχθεῖτε τόν ἕναν, θά κα­τα­φρο­νή­σετε τόν ἄλ­λον. Καί φαί­νε­ται αὐτό σάν νά εἶναι κά­τι ἄλλο. ῎Οχι, συν­­δέ­εται, διότι ἡ πίστη, ὁ ἁ­πλοῦς ὀ­φθαλ­μός καταστρέφεται, ὅ­ταν ἀλλη­θωρίζει. Μποροῦμε νά κοι­τάζουμε μέ ἕνα μάτι τόν οὐρανό καί μέ ἕνα μάτι τή γῆ; Μέ τό ἕνα μάτι στόν Χριστό καί μέ τό ἄλλο στόν διά­βολο; Μέ τό ἕνα στήν ἀγάπη καί τό ἄλλο στό μί­σος; Μέ τό ἕνα χέρι νά κάνουμε τόν σταυ­ρό μας καί μέ τό ἄλ­λο νά κλέ­βου­με; Μέ τό στόμα μας ἀπό τή μιά νά εὐ­λογοῦμε τόν Θεό καί ἀπό τήν ἄλλη νά καταριόμαστε καί νά βλα­σφη­μοῦ­με; Νά πῶς βλά­πτεται ἡ πί­στη, ὅταν ἔ­χου­με δυό ἀ­φεντικά, δύο κυ­ρί­ους πού μᾶς κατευθύνουν. Μπο­ρεῖ νά εἴ­μαστε ἁ­μαρτωλοί, νά πέ­φτου­με, νά ἔχουμε ἀ­τέλειες, ἀδυναμίες. Μᾶς ἀ­νέ­χεται ὁ Κύ­ριος, μᾶς συγχωρεῖ. Φθάνει νά μήν ἔ­χουμε δύο ἀ­φεντικά, νά μήν προγραμματίζουμε τή ζωή μας ἔτσι, ὥστε νά κάνουμε τό χατίρι τοῦ κό­σμου καί τοῦ διαβόλου. ῎Οχι! «Παρελθέτω κό­σμος καὶ ἐλθέ­τω χά­ρις!». Δέν μποροῦμε νά εἴμαστε χρι­στιανοί καί νά εἴ­μαστε κοσμικοί. Προσέξτε! Ἄλ­λο κοσμι­κός καί ἄλλο κοινωνικός. Κοινωνικοί εἴ­μα­στε. Κο­σμικοί ὄχι. Ποιά ἡ διαφορά; Μιά κυρία π.χ. πού ὧρες κάθεται στόν καθρέ­φτη καί τρέχει στά διά­φορα πάρτι καί στίς κοσμικές ἐκ­δηλώσεις εἶναι κοσμική. Κοι­νωνική ποιά εἶ­ναι; Αὐτή πού τρέχει ὅπου ὑπάρχει φτώ­χια, στούς ἀρρώ­στους, στήν ἐλεη­μο­σύνη, στά καλά ἔρ­γα. ῞Οταν λοι­πόν ἔχουμε δύο ἀφεντικά, δέν μπο­ροῦμε νά ἔχουμε πίστη. Χάνει πλέον τό μά­τι μας τή δύναμη νά βλέπει, χά­νουμε τό φῶς, τόν Χριστό.
bird2   Στή συνέχεια ὁ Κύριος λέγει καί γιά ἕνα μεγάλο κακό, γιά τή μέριμνα. «Διὰ τοῦτο λέγω ὑμῖν, μὴ μεριμνᾶτε τῇ ψυχῇ ἡμῶν τί φάγητε καὶ τί πίητε μηδὲ τῷ σώματι ὑμῶν τί ἐνδύσησθε». Πολύ μεγάλα λόγια! ᾿Αλλά προσέξτε, διότι τό θέμα αὐτό εἶναι ἀπό τά πιό παρεξηγήσιμα. Δέν θέλει ὁ Κύριος νά ἐργα­ζό­μα­στε, νά φροντίζουμε, νά σπουδάζουμε; Τήν ἐργασία γιά τό καλό καί γιά τή σωτηρία τήν εὐλογεῖ ὁ Θεός. ᾿Ακόμη ἡ ἐργασία μας, γιά νά εἶναι εὐλογημένη, πρέ­πει νά γίνεται σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὄχι ἐρήμην τοῦ Θεοῦ. Λέγει ὁ ᾿Ιά­κωβος στήν Ἐπιστολή του· «Εἶναι πολλοί πού προ­γραμμα­τίζουν τή ζωή τους καί δέν λένε ἐάν ὁ Κύριος θελήσει» (βλ. 4,15). Δηλαδή μποροῦμε καί νά προ­γραμ­μα­τί­σουμε καί νά δουλέψουμε, ἀλλά σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. ῞Ενας π.χ. εἶναι πλούσιος καί μεριμνᾶ καί τρέχει ἀ­διαφορώντας γιά τόν Θεό καί γιά τήν ψυχή του. Γιατί; Γιά νά ἱκανοποιήσει τό πάθος τῆς σπατάλης, τῆς πο­λυ­τέλειας. ῾Ο ἄλλος πάλι ὁ φτωχός, πού δέν ἔχει πολλά, ἔχει ἄγχος, ἔ­χει ἀπελ­πισία, δέν ἐμπιστεύεται τόν Θεό πού τρέφει τά πουλιά, πού ντύνει τά λουλούδια. Αὐτό λέγει ὁ Κύριος. Ὅλα νά γίνονται μέ ἐμπιστοσύνη στόν Θεό. Καί πρό πάντων νά ἔχει προτεραιότητα τό ἔργο τοῦ Θεοῦ, τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ.
   ῎Ετσι τελειώνει καί ἡ περικοπή μας· «ζητεῖτε πρῶτον τὴν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ καὶ τὴν δικαιοσύνην αὐτοῦ». Καί δέν σταματάει ἐδῶ. «Καί ταῦτα πάντα προστεθήσεται ὑμῖν». Τό ἀκοῦτε; Προτεραιότητα στά πνευματικά ἀγαθά. Λύνοντας τά κοινωνικά προβλήματα καί ὄχι τά πνευματικά εἴμαστε πάντοτε δυστυχισμένοι. Προηγεῖται ἡ σωτηρία μας, πού συνδέεται μέ τήν αἰώνια ζωή καί τή βασιλεία τοῦ Θεοῦ, τήν αἰώνια πατρίδα μας· καί ὅσα χρειάζονται γιά τήν ἐδῶ ζωή, ὁ Κύριος θά τά φροντίσει.

Στ. Ν. Σάκκος
Κυριακή 20-6-1999, Φίλυρο