Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Λειτουργικό κήρυγμα (Ἰω 20,19-31)

 Hagiasophia christ  Σήμερα τό εὐαγγελικό ἀνάγνωσμα κλείνει μέ ἕνα σύντομο λόγο πού συν­οψίζει τήν ὁμολογία τῆς πίστεώς μας. Ἀφοῦ ὁ Ἰωάννης ἐξιστορεῖ τίς ἐμ­φα­νίσεις τοῦ ἀναστημένου Κυρίου μας καί μάλιστα τήν τόσο ἐνδια­φέ­ρουσα ἐμφάνιση στόν Θωμᾶ, πού λέ­γεται ἄ­πιστος, λέγει γιά ποιόν σκοπό ἔγραψε τό εὐαγγέλιο· «ταῦτα δὲ γέ­γραπται ἵνα πιστεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πι­στεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀ­νόματι αὐτοῦ» (Ἰω 20,31).
   Ἡ φράση «Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός» εἶναι τό Σύμβολο τῆς πί­στε­ως τῆς πρώτης Ἐκκλησίας. Εἶναι μό­νο μερικές λέξεις, ἀλλά περιέχει τά πι­στεύω μας κι ὁ εὐαγγελιστής Ἰωάν­νης, ὅπως σημειώνει ὁ ἴδιος, ἔγραψε ὅσα ἔγραψε στό Εὐαγγέλιο γιά νά κα­ταλήξει σ᾽ αὐτό τό συμπέρασμα.
   Καί τό πρῶτο στοιχεῖο εἶναι τό ὄ­νομα Ἰησοῦς, πού σημαίνει τήν ἀν­θρώπινη φύση. Ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι οὐρανοκατέβατος. Εἶναι ἄνθρωπος πού γεννήθηκε ἀπό ἄνθρωπο, ἀπό τήν παρθένο Μαρία, στή Βηθλεέμ τῆς Ἰουδαίας. Καί αὐτό ἦταν πασίγνωστο στήν ἱστορία τῶν ἡμερῶν ἐκείνων. Καί ποιμένες, καί μάγοι καί τόσοι ἄλ­λοι τό εἶδαν, τό ἔζησαν. Εἶναι ἄνθρω­πος ὁ Ἰησοῦς, τό τονίζω, δέν εἶναι οὐρανοκατέβατος, ἕνας ἄγγελος ἤ ἕνα πνεῦμα. Ὄχι! Εἶναι τέλειος ἄν­θρωπος. Ἀλλά δέν εἶναι μόνον ἄν­θρωπος.
Αὐτό εἶναι τό ἕνα πού ἀποκα­λύ­πτεται ξεκάθαρα καί πού εἶναι πολύ ἐνδιαφέρον γιά τήν πίστη μας.
   Τό δεύτερο: Τί σχέση ἔχει αὐτός ὁ ἄνθρωπος Ἰησοῦς μέ ὅλους τούς ἄλ­λους ἀνθρώπους πού ἔζησαν, πού ζοῦν, πού θά ζήσουν πάνω στόν πλα­νήτη; Εἶναι ὁ Χριστός, ὁ Μεσσίας, ὁ ἀναμενόμενος, ὁ ποθούμενος, ὁ νο­σταλγούμενος, ὁ λυτρωτής τοῦ κό­σμου γιά τόν ὁποῖο ἔγραψαν οἱ προ­φῆτες. Γενεές γενεῶν, αἰῶνες τόν πε­ρίμεναν καί ἤλπιζαν σ’ αὐτόν· ὄχι μόνον ὁ Ἰσραήλ ἀλλά καί ὁ εἰ­δω­λο­λατρικός κόσμος. Εἶναι προσδοκία ὅλων τῶν ἐθνῶν.
   Τό τρίτο στοιχεῖο: Εἶναι ἄνθρωπος ὁ Ἰησοῦς καί εἶναι ὁ Χριστός ἀλλά εἶ­ναι σάν ὅλους τούς ἀνθρώπους ἤ ἔχει κάτι τό μοναδικό, τό ξεχωριστό; Αὐ­τός ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι μόνον ἄν­θρω­πος, δέν εἶναι μόνο ὁ Μεσσίας ἀλλά εἶναι ὁ υἱός τοῦ Θεοῦ. Καί ὅ­πως λέ­γει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, αὐ­τό πού γεννιέται ἀπό φυτό εἶναι φυτό, ἀπό ζῶο ζῶο, ἀπό ἄνθρωπο ἄν­θρω­πος, ἀπό τόν Θεό Θεός. Εἶναι Θε­­ός ὁ Ἰη­σοῦς Χριστός. Ἔτσι δέν εἶ­ναι μό­νον ἄνθρωπος ἀλλά καί Θεός, Θε­άν­θρω­πος. «Ἄν­θρω­πος τὸ φαινό­μενον», ὅ­πως ψάλλει ἡ Ἐκκλησία, «Θεὸς τὸ κρυπτόμενον». Τό ὅτι εἶναι ἄνθρω­πος τό βλέ­πουν ὅλοι: πεινάει, διψάει, κουράζεται, χαί­ρεται, λυ­πᾶται, δακρύζει. Ἀλλά εἶ­ναι καί Θεός. Καί πῶς φαίνεται; Μέ τόν ἀνα­μάρ­τητο βίο του· εἶναι ὁ μό­νος ἀ­ναμάρ­τη­τος. Μέ τά σημεῖα καί τίς δυνά­μεις πού ἐπι­τε­λεῖ. Δέν ἤμα­σταν παρόντες νά δοῦμε πῶς ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄν­θρωπο ἀπό τό χῶμα· ἀλλά μπροστά στά μάτια τοῦ κόσμου ὁ Ἰη­σοῦς παίρνει σάλιο καί χῶμα κάνει λάσπη καί πλά­θει μάτια ζωντανά. Καί πρό πάντων, ἡ θεότητά του ἀ­ποδεικνύεται μέ τήν ἀνάστασή του, πού εἶναι τό ση­μεῖο τῶν σημείων, τό θαῦμα τῶν θαυμάτων, αὐ­τό τό ὁ­ποῖο ἀκριβῶς διεπί­στωσε ὁ ἄπιστος Θωμᾶς καί ὁμολό­γησε καί ἀνέκραξε «ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θε­ός μου».
   Αὐτή εἶναι ἡ πίστη μας. Ἀλλά αὐτή ἡ πίστη ἔχει ἕνα ἀν­τί­κρυσμα, γι’ αὐτό συνεχίζει ὁ εὐαγγελιστής: Αὐτά τά ἔγραψα «ἵνα πι­στεύσητε ὅτι ᾿Ιησοῦς ἐστιν ὁ Χριστὸς ὁ υἱὸς τοῦ Θεοῦ, καὶ ἵνα πιστεύοντες ζωὴν ἔχητε ἐν τῷ ὀνόματι αὐτοῦ». Νά, λοιπόν, μιά ἀκόμη μαρ­τυρία ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι ὁ Χριστός καί ὅτι αὐτός ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Θε­άν­θρωπος, διότι ὅταν πιστεύουμε σ’ Αὐτόν ἔχουμε ζωή. Καί ὄχι φυσική ζωή πού ζοῦν καί τά ζῶα ἀλλά αἰώνια ζωή, πνευ­ματική ζωή, διότι αὐτός εἶναι ἡ πηγή τῆς ζωῆς, ἡ πηγή τοῦ φωτός ὡς Θεός, «ὅτι παρά σοι πηγὴ ζωῆς, ἐν τῷ φωτί σου ὀψό­μεθα φῶς». Πηγή ζωῆς, πηγή φωτός εἶναι ὁ Θεός. Καί ὁ Χρι­στός, ἐφόσον μᾶς δίνει τό φῶς καί τή ζωή ὅταν τόν πιστεύουμε, εἶναι Θε­ός. Καί αὐ­τό εἶναι προσιτό σέ ὅλους τούς ἀν­θρώ­πους. Θέλετε νά δεῖτε, νά διαπι­στώ­σε­τε ὅτι πράγματι ὁ Ἰησοῦς Χρι­στός εἶναι ὁ Σωτήρας, ὁ υἱός τοῦ Θε­οῦ; Πιστέψτε καί ἀ­μέσως θά δεῖτε ὅτι ζῆτε μιά ἄλλη ζωή, αἰώνια ζωή, πνευ­ματική ζωή. Αὐτά δέν εἶναι λόγια, δέν εἶναι ποίηση, ἀλλά ἔχουν ἀντίκρυσμα. Τί ἀν­τί­κρυσμα; Χιλιάδες καί μυριάδες ἁγίους καί μάρτυρες, πού ἄλλοι μέν ἐκ κοιλίας μητρός γεύθηκαν καί ἔμειναν κοντά στόν Χριστό ἀπολαμβάνοντας τήν αἰώνια ζωή, ἄλλοι πού ἔζησαν στήν ἁμαρτία, βούλιαξαν μέσα σέ ὀχετούς καί σέ ἀθλιότητες καί μέ τή μετάνοια, ὤ μέ τή μετάνοια!, ἔνιωσαν πλέον μιά ἄλλη ζωή, ἔγιναν διαφορετικοί ἄνθρωποι.

   Μά ὅταν δέν τή ζῶ αὐτή τή ζωή, ὅταν δέν βλέπω τό φῶς της; Ἔχω ἀνάγκη μετάνοιας. Ἕνας πού δέν μετανοεῖ ἤ πού ψευτομετανοεῖ εἶναι φυσικό νά μήν μπορεῖ νά δεῖ τό φῶς καί νά ζήσει τήν αἰώνια ζωή. Ὅταν ὁ ἄνθρωπος με­τα­νοήσει ἀληθινά, τότε μόνο ἔχει ζωή αἰώνια καί ἀληθινή. Καί αὐτό τό ζῆ πλέον καί δέν χρειάζεται ἀ­πο­δείξεις. Ἡ ἐμπειρία, ἡ προσωπική γεύση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ μεγαλύτερη ἀπο­λογία τοῦ χριστιανισμοῦ. Αὐτή ὁδήγησε τόν Θωμᾶ στήν ὁμολογία «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».

Στ. Ν. Σάκκος

Κυριακή 1-5-2011, Φίλυρο