Μεγάλωσα στά σύνορα. Στόν γαλαξία τῶν στεναγμῶν καί τοῦ πολικοῦ ψύχους. Σέ μία κουκκίδα τοῦ χάρτη πού πολλοί ἀπ᾽ αὐτούς πού νιώθουν ἀσφαλεῖς δέν εἶναι σίγουροι ἄν ἀνήκει στήν ἑλληνική ἐπικράτεια. Τό τσουχτερό κρύο ἐκεῖ, μαζί μέ τά κόκκαλα, θερίζει κι ὅλα τά μικρόβια, κρατώντας τά βλέμματα καθαρά, ὅπως καί τίς ψυχές.
Μεγαλώνοντας μαζί μέ τά ἀπροσκύνητα ἔλατα τῶν βουνῶν, νιώθεις ὅπως τά δένδρα, τίς ρίζες σου νά ἀγκαλιάζουν σφιχτά τά βράχια. Τήν ἀνάσα σου, πού βγαίνει θαμπή, ἕνα μέ τήν πνοή τοῦ ἀνέμου. Τό κορμί σου, πού ἀντρειώθηκε μέ τά κρυστάλλινα νερά τῶν πηγῶν, φρουρό ἀκοίμητο, κομμάτι ἀδιαίρετο ἑνός ἀόρατου τείχους, πού εἶναι ἐκεῖ γιά νά προστατεύσει αὐτό πού -ποτισμένο μ᾽ αἷμα- σοῦ ἐμπιστεύθηκαν· ὅ,τι ἀκέραιο χρωστᾶς νά παραδώσεις.
Ὅταν κάθε μέρα ἀγναντεύεις τίς μικρές τσιμεντένιες πυραμίδες ὁριοθέτησης πού πληγώνουν τίς πλαγιές, χωρίζοντας τή γῆ σου ἀπ’ αὐτή πού θεωρεῖται ξένη, ἔχεις μέσα σου μία ἄλλη διάσταση γιά τό τί μπορεῖ νά εἶναι «πατρίδα».
Ἐκεῖ, μία ἀνάσα δίπλα ἀπ᾽ τά σύνορα, ἀποκτᾶς τήν ψυχολογία τοῦ ἀκρίτα. Δέν μπορεῖς νά εἶσαι ἀδιάφορος. Ὅπου ἡ Ἑλλάδα πονᾶ, πονᾶς κι ἐσύ -κομμάτι ἀπ᾽ τό ἴδιο σῶμα εἶσαι- ἡ Μακεδονία, ἡ Θράκη καί τό Καστελλόριζο νιώθεις νά σέ πληγώνουνε τό ἴδιο.
Ἐκεῖ, στό σύνορο, μαθαίνεις νά μήν περιμένεις τίποτε ἀπ᾽ ὅσους αἰσθάνονται πολύ μακριά γιά νά νοιαστοῦν, ἀπό ὑπουργούς πού σέ θυμοῦνται μόνο στίς ἐκλογές κι ἀπό φωνές πού μιλοῦν γιά νά σέ χαρακτηρίσουν «ἐθνικιστή» κι «ἀκραῖο».
Δέν ρίχνεις πιά τό βλέμμα σου μ᾽ ἐλπίδα στίς «εὔφορες» κοιλάδες τῆς Ἀττικῆς, μόνο τό σηκώνεις ψηλά στό γαλανό οὐρανό, πάνω ἀπό Θερμοπύλες καί ἄγονες γραμμές καί κρεμᾶς τήν ἐλπίδα σου στό ἀκοίμητο βλέμμα τοῦ παντοδύναμου Θεοῦ. Ἐκεῖ, στά σύνορα τῆς λευτεριᾶς, τό ξέρεις πώς δέν εἶσαι ἀκραῖος, εἶσαι ἀκρίτας.
Μεγάλωσα σέ καιρούς πού κάθε ἠθική ἀξία ἀμφισβητεῖται ἀνοιχτά καί νοσεῖ θανάσιμα. Ὅπου ἡ πνευματική προοπτική τοῦ Εὐαγγελίου, πού προήγαγε τήν ἀνθρώπινη κοινωνία, ἀποξηλώνεται ἀπό τή ρίζα της καί πετιέται σά ροῦχο παλιακό, ἤ σάν ἄμορφη μάζα, σερβίρεται ὡς καινούργια συνταγή «ἀλληλοσεβασμοῦ» καί «συνύπαρξης» ἀπό σύγχρονους διανοητές καί bon viveurs τῆς νέας ἐποχῆς.
Νιώθω πώς ζῶ στά σύνορα τῆς πνευματικῆς ἐπικράτειας τοῦ Θεοῦ, πού ὅλο μικραίνει, ἀπειλούμενη ἀπό πνευματικούς παγετῶνες. Ὅπου ἡ τσουχτερή ἀνάσα τῆς διαφθορᾶς, μαζί μέ τά θύματά της, θερίζει καί κάθε νοσηρότητα, ἀφήνοντας -ἄθελά της- καθαρές τίς ψυχές ὅσων ἀν- τέξουν, ὅπως καί τά βλέμματα.
Σ᾽ αὐτό τό σύνορο, μαθαίνεις νά μήν περιμένεις τίποτε ἀπ᾽ ὅσους θά σέ θυμηθοῦν σάν ὑπηρέτη τῶν δικῶν τους προσδοκιῶν, ἤ ἀπό φωνές πού, ἄν σοῦ μιλήσουν, θά ᾽ναι γιά νά σέ ποῦν «σκοταδιστή» ἤ «ξεπερασμένο»... Ἐδῶ ἔμαθες νά κρεμᾶς τήν ψυχή σου μαζί μέ τήν ἐλπίδα σου στό γαλήνιο βλέμμα τοῦ παντεπόπτη Θεοῦ.
Πρίν ἀπό σένα στρατιές μαρτύρων κι ἁγίων πού, ἀσάλευτοι σάν τά αἰωνόβια δένδρα κι ἀπροσκύνητοι σάν φρουροί, φύλαξαν τή ματωμένη ἀλήθεια ἀνόθευτη κι ἔτσι σοῦ τήν παρέδωσαν, σάν πνοή αἰωνιότητας πού δροσίζει τόν δικό σου οὐρανό.
Κι ἐσύ, πού μ᾽ αὐτά τά κρυστάλλινα νάματα τῆς Πίστης ἀντρειώθηκες, ὀφείλεις νά μένεις ἄγρυπνος γιά νά κρατήσεις ἀτόφιο καί ἀκέραιο τόν θησαυρό πού σοῦ χαρίστηκε, κι ἔτσι νά τόν παραδώσεις μέ τήν σειρά σου, ἀνόθευτο ἀπό τά ἄγονα σπέρματα ἐπίγειας ἀγωνίας.
Στό σύνορο ἑνός κόσμου πού νοσεῖ θανάσιμα, ἀνακαλύπτεις τήν «αἰώνια πατρίδα» καί ποθεῖς ν᾽ ἀποτελεῖς ἕναν κρίκο αὐτῆς τῆς ἁλυσίδας πού ὁδηγεῖ ἐκεῖ. Ἄρρηκτο κομμάτι αὐτοῦ τοῦ ἀδιάσπαστου τείχους -μέλος ἀπό αὐτό τό Σῶμα- πού ξεχωρίζει τά παράλογα ἀπ᾽ τά ὑπέρλογα.
Ἐδῶ, στά σύνορα τῆς Πίστης, ἔχοντας πλήρη συναίσθηση ὅτι εἶσαι τό ἄλφα μικρό, ἐπιλέγεις νά παραμένεις σταθερά κι ἀμετακίνητα ὄχι ἀκραῖος ἀλλά ΑΚΡΙΤαΣ.
Μαρτινιανή