Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Σαμουήλ

 Μετά τό βιβλίο τῆς Ρούθ ἀκολουθοῦν τά τέσσερα βιβλία τῶν Βασιλειῶν. Τά δύο πρῶ­τα ἀποτελοῦσαν ἀρχικά ἕνα βιβλίο μέ τό ὄ­νομα «Σαμουήλ», διότι στά 25 πρῶτα κε­φά­λαια τοῦ βιβλίου εἶναι κυριαρχική ἡ μορ­φή τοῦ προφήτη Σαμουήλ. Ὡστόσο, στήν μετά­φραση τῶν Ο´ τό βιβλίο αὐτό ὀ­νο­μά­ζε­ται «Βασιλεῖαι», διότι ἐξιστορεῖ τήν ἐγ­κα­θί­δρυση τοῦ θεσμοῦ τῆς βασι­λείας στόν Ἰ­σραήλ. Ἐξ­άλλου, τά ἱστορικά γεγονότα πού κατα­γρά­φονται συνδέονται ἄ­με­σα μέ τούς βασιλεῖς τοῦ Ἰσραήλ. Ἀργό­τε­ρα γιά λό­γους τεχνι­κούς, ἐπειδή δηλαδή ἦταν δύσ­κο­λο νά χρη­σιμοποιεῖται τό βι­βλί­ο αὐτό ὡς ἕνας τό­μος, χωρίσθηκε σέ δύο τόμους καί ἀπο­τέλε­σε τά Α´ καί Β´ Βασι­λειῶν. 

Γράφτηκε γύρω στό 750 π.Χ., κατά τήν ἐποχή τοῦ βασιλιᾶ Ἐζεκία καί τοῦ προφήτη Ἠσαΐα, ἴσως ἀπό τόν ἴδιο τόν προφήτη ἤ ἀ­πό κάποιον μαθητή του. Ἔ­χει μεγάλη ἱ­στο­ρική ἀξία, διότι κατα­γρά­φει ἀμερόληπτα τά σπουδαιότερα γεγο­νότα ἀπό τό τέλος τῆς ἐποχῆς τῶν Κριτῶν μέχρι τόν θάνατο τοῦ ἔν­δοξου βασιλιᾶ Δα­βίδ. Σέ πολλά ἀπό αὐτά ἀναφέρονται ἐ­πιγραφές τῶν ψαλμῶν (βλ. Ψα 3. 7. 17. 33. 50. 53. 56. 58. 59. 62. 141. 143), διότι ὁ Δαβίδ πού συνέγραψε τούς ψαλμούς εἶναι ἕνα ἀπό τά πρόσωπα πού πρωτα­γω­νι­στοῦν.
Τό Α´ Βασιλειῶν ξεκινᾶ μέ τήν γέννηση τοῦ τελευταίου κριτῆ, τοῦ προφήτη Σα­μου­ήλ. Ἡ μητέρα του Ἄννα τά πρῶτα χρό­νια τοῦ γάμου της δέν μποροῦσε νά συλλάβει παιδί. Ἡ ἀτεκνία γιά τούς Ἰ­σρα­ηλῖτες ἦταν μεγάλο ὄνειδος, ὄχι μόνο διότι δέν θά εἶχε ἡ οἰκογένειά τους παιδιά, ἀλλά κυρίως διότι ἔχαναν τήν ἐλπίδα νά ἔλθει ὁ Μεσσίας ἀπό τήν γενιά τους. Ἐντούτοις, ὅ­πως σχολιάζει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, μο­λονότι ὁ Θεός ἔ­βλε­πε τήν Ἄννα νά θρηνεῖ, νά θλίβεται, δέν ἀ­πομάκρυνε τήν στενο­χώ­ρια σχεδιάζοντας κάτι ἄλλο πολύ μεγα­λύ­τερο.
Κάθε χρόνο ἡ Ἄννα πήγαινε μαζί μέ τόν σύζυγό της Ἑλκανά στήν Σηλώ, 30 χμ. βό­ρεια τῆς Ἰερουσαλήμ, γιά νά προσκυ­νήσει στήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου, ὅπως συνή­θι­ζαν ὅλοι οἱ Ἰσραηλῖτες. Ἐκεῖ, σέ κάποια ἀ­πό τίς τρεῖς μεγάλες γιορτές τῶν Ἰουδαίων, μετά τήν προσφορά τῶν θυσιῶν ἡ Ἄννα πα­ρέ­μει­νε στόν ἱερό χῶρο ὥρα πολλή κάνον­τας τήν προσευχή της.
Προσευχήθηκε ἐπίμονα μέ ψυχή γε­μά­τη ὀδύνη. Ὁ ἀρχιερέας Ἠλί, πού τήν πα­ρακο­λουθοῦσε ἀπό μακριά, ἔβλεπε νά κουνιοῦν­ται τά χείλη της δίχως νά ἀκού­γεται λαλιά. Ἀνησύχησε καί φοβήθηκε μήν εἶναι καμιά μεθυσμένη, ἐπειδή καθη­με­ρι­νά γίνονταν διά­φορες ἀταξίες κατά τήν διάρκεια τῶν θυ­σιῶν. Ἔστειλε, λοιπόν, τό παι­δί πού ὑπηρετοῦσε στήν Σκηνή νά τήν διώ­ξει. Μέ πόνο ἀ­ποκρί­θηκε ἡ Ἄννα ὅτι δέν ἦταν μεθυσμένη ἀλλά περνοῦσε σκληρές μέρες, γι᾿ αὐτό ἄφη­σε τήν καρδιά της νά ξεχυθεῖ μπροστά στόν Κύριο. Συγκινη­μέ­νος ὁ Ἠλί τῆς εὐχήθηκε νά ἐκπλη­ρωθοῦν ὅλα τά αἰτήματά της. Πρα­γμα­τικά, σύν­το­μα ἡ Ἄννα ἀπέκτησε γιό, πού τόν ὀνό­μα­σε Σαμουήλ (=τόν ζήτησα ἀπό τόν Θεό). Ἀπό μικρό τόν ὁδήγησε στήν Σκηνή τοῦ Μαρτυρίου γιά νά ὑπηρετεῖ τόν Θεό.

Α΄ Βασιλειῶν 1,12-17

Κείμενο
12. καὶ ἐγενήθη ὅτε ἐπλήθυνε προσευχομένη ἐνώπιον Κυρίου, καὶ Ἡλὶ ὁ ἱερεὺς ἐ­φύλαξε τὸ στόμα αὐτῆς•
13. καὶ αὕτη ἐλάλει ἐν τῇ καρδίᾳ αὐτῆς καὶ τὰ χείλη αὐτῆς ἐκινεῖτο, καὶ φωνὴ αὐ­τῆς οὐκ ἠκούετο• καὶ ἐλογίσατο αὐτὴν Ἡ­λὶ εἰς μεθύ­ουσαν.
14. Καὶ εἶπεν αὐτῇ τὸ παιδάριον Ἡλί• ἕως πότε μεθυσθήσῃ; περιελοῦ τὸν οἶνόν σου καὶ πορεύου ἐκ προσώπου Κυρίου.

15. Καὶ ἀπεκρίθη Ἄννα καὶ εἶπεν• οὐχί, κύ­ριε• γυνή, ᾗ σκληρά ἡμέρα, ἐγώ εἰμι καὶ οἶ­νον καὶ μέθυσμα οὐ πέπωκα καὶ ἐκχέω τὴν ψυχήν μου ἐνώπιον Κυρίου•

16. μὴ δῷς τὴν δούλην σου εἰς θυγατέρα λοιμήν, ὅτι ἐκ πλήθους ἀδολεσχίας μου ἐκτέτακα ἕως νῦν.
17. Καὶ ἀπεκρίθη Ἡλὶ καὶ εἶπεν αὐτῇ• πορεύου εἰς εἰρήνην• ὁ Θεὸς Ἰσραὴλ δῴη σοι πᾶν αἴτημά σου, ὃ ᾐτήσω παρ᾿ αὐτοῦ.
Μετάφραση
12. Καί καθώς πολλή ὥρα προσευχόταν μπροστά στόν Κύριο, ὁ ἱερέας Ἡλί παρα­τήρησε τό στόμα της.
13. Κι αὐτή μιλοῦσε μέ τήν καρδιά της καί τά χείλη της κινοῦνταν χωρίς ν᾿ ἀκούγεται ἡ φωνή της. Ὁ Ἡλί τή θεώρησε μεθυ­σμέ­νη.

14. Γι᾿ αὐτό τό παιδί πού βοηθοῦσε τόν Ἡλί τῆς εἶπε: «Ὥς πότε θά εἶσαι μεθυσμένη; Ξέ­ρασε τό κρασί καί φύγε ἀπό τά μάτια τοῦ Κυρί­ου!».
15. Ἡ Ἄννα τοῦ ἀποκρίθηκε λέγοντας: «Ὄ­χι, κύριε. Ἐγώ εἶμαι μιά γυναίκα πού περνῶ σκληρές μέρες. Δέν ἔχω πιεῖ κρασί οὔτε με­θυστικά ποτά, ἀλλά ξεχύνω τήν ψυχή μου μπροστά στόν Κύριο.
16. Μή θεωρήσεις τή δούλη σου διε­φθαρ­μένη γυναίκα, διότι ἀπό τήν ἐπιμονή μου στήν προσευχή ἔχω λειώσει ὥς αὐτή τήν ὥ­ρα».
17. Τότε ὁ Ἡλί ἀπάντησε καί εἶπε: «Πή­γαι­νε στό καλό• ὁ Θεός τοῦ Ἰσραήλ νά ἐκ­πλη­ρώ­σει κάθε αἴτημά σου, πού ζήτησες ἀπ᾿ αὐτόν».

Στήν προσωπική μας ζωή, ἡ ἀνάμνηση τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ μᾶς ὠθεῖ σέ προσευχή. Ἐπειδή ὅμως δυστυχῶς ξεχνιόμαστε μέσα στήν καθημερινότητα, ἔρχονται οἱ θλίψεις γιά νά μᾶς ρίξουν αὐτές στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ πατέρα. Ὅπως συνθλίβοντας τούς καρπούς βγάζουμε τό λάδι καί τό κρασί, ἔ­τσι, καθώς συνθλίβεται ὁ ἑαυτός μας ἀπό τήν ἀγωνία καί τόν πόνο, ἡ ψυχή ξεχύνεται ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Τίς ὧρες αὐτές κάνουμε τίς πιό δυνατές καί θερμές προσευχές. Βέβαια, οἱ θλίψεις κάποτε γίνονται δυσβάσταχτες. Μοιάζουν μέ χείμαρρο πού μᾶς κυκλώνει (βλ. Ψα 87,18) καί ἀπειλεῖ νά μᾶς πνίξει· νά σβήσει κάθε φλόγα θεϊκή -τήν πίστη, τήν ἀγάπη- καί νά καταργήσει τήν προσευχή. Μέ τό Πνεῦμα τό ἅγιο ὅμως, ὁ πιστός πού θλίβεται ὄχι μόνο δέν ἀσφυκτιᾶ, ἀλλά παραδίδεται στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ πατέρα καί μαζί μέ τόν ψαλμωδό ὁμολογεῖ· «ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με» (Ψα 4,1).

Στ. Ν. Σάκκος