Εκτύπωση αυτής της σελίδας

Μέ κλῆρο τοῦ Χριστοῦ τόν Σταυρό

 agios prokopios cΝύχτα καί μέρα ὁ Ἰησοῦς Χριστός ἁ­λιεύει ψυ­χές γιά τόν οὐρανό. Τρεῖς αἰ­ῶ­νες περίπου ἀπό τή λυτρωτική θυσία του στόν Σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ, μέσα στό δυ­νατό φῶς μιᾶς ἀστραπῆς ἀποκα­λύ­φθηκε ἡ ἐσταυρωμένη μορφή του στόν μα­νια­σμέ­νο εἰδωλολάτρη Νεανία, δούκα τῆς Ἀλεξάνδρει­ας.
 Ἦταν μία νύχτα τοῦ 290 ἔξω ἀπό τήν Ἀπάμεια τῆς Συρίας. Μέ αὐστηρή ἐντολή τοῦ αὐτοκράτορα Διο­κλητιανοῦ ὁ δού­κας ἔσπευδε νά συλ­λά­βει ὅ­λους τούς πιστούς ὀπαδούς τοῦ Ἐ­σταυρωμένου, νά ἁρπάξει τά ὑπάρ­χον­τά τους, νά τούς βασανίσει, νά τούς ὁδη­γήσει σέ ἐπώδυνο θάνατο.
 Ὁρμητικός καί ἀσταμάτητος ὁ διώ­κτης τῶν χρι­στια­νῶν. Εὐγενής ὁ με­γά­λος ἀντίπαλός του. Τόν ἀνέκοψε μέ σεισμό καί κεραυνούς. Ἔσκυψε μέ συμ­πάθεια πάνω του: «Νε­α­νία, ποῦ θέλεις νά πᾶς καί ἐναντίον ποιανοῦ μάχεσαι;». «Ποιός εἶσαι, Κύριε; Δέν μπορῶ νά σέ κα­ταλάβω». Φάνηκε τότε ἕνας κρυ­στάλ­λι­νος Σταυρός κι ἀ­κούστηκε καί πά­λι ἡ φωνή: «Ἐγώ εἶμαι ὁ Ἰησοῦς ὁ ἐσταυ­ρω­μέ­νος, ὁ Υἱός τοῦ Θε­οῦ». Ἡ τρίτη ὥρα τῆς νύχτας ἔγινε ἡ εὐ­λογημένη «δεκάτη ὥ­ρα» τῆς μετα­στρο­φῆς, τῆς ἀλλοίωσης, τῆς ἀγαλλίασης. Εὐ­φρόσυνη ἡ συγκα­τά­θεση τοῦ Νεανία στήν κλήση τοῦ οὐράνιου Νυμφίου. Και­νούργια ζωή μέ ἕνα τρόπαιο καί ἕναν κλῆρο μαζί: τόν Σταυ­ρό τοῦ Χριστοῦ.
 Στή Σκυθόπολη ἕνας χρυσοχόος, ὁ Μᾶρκος, τοῦ φιλοτέχνησε κρυφά ἕνα Σταυρό. Ὅπλο του ἔγινε στήν Ἀλε­ξάν­δρεια ὅπου βάρβαροι Ἀγαρηνοί ἔμ­παιναν ἐχθρικά μέσα στήν πόλη καί ἀτίμαζαν τά κορίτσια. Νίκησε ὁ Σταυρός. Ἔγινε ἡ ἀ­σπίδα πού ἀσφάλισε ὅλες τίς νεαρές κο­πέλες καί ὁ κρα­ταιός φρουρός πού χά­ρισε τή νίκη στόν στρα­τό τοῦ, χρι­στια­νοῦ πιά, δούκα. Ἔμειναν ὅλοι ἀβλα­βεῖς.
 Δοξάζει ὁ Νεανίας τόν ἕνα Βασιλιά καί Δεσ­πό­τη του γιά τή νίκη. Μέσα στό περίτεχνο παλάτι του γκρεμίζει τά μικρά ξόανα μπροστά στά ἔκ­πλη­κτα μάτια τῆς εἰδωλολάτρισσας μητέρας του. Ἐ­ξ­ορ­γι­σμένη ἡ συγκλητική Θεοδοσία τόν κα­τήγγειλε στόν αὐτοκράτορα Διοκλη­τιανό.
 Ἀπεσταλμένος τοῦ αὐτοκράτορα ὁ ἀ­γριότατος ἡγεμόνας τῆς Παλαιστίνης Οὐ­λίωνας ἐπισκέφτηκε τόν δούκα στό πα­­λάτι του καί τοῦ παρέδωσε τά βασι­λικά γράμματα μέ τιμή καί σεβασμό. Μέ ἀν­δρεία ὁ Νεανίας, μόλις εἶδε τό πε­ρι­ε­χόμενό τους, τά ξέσχισε. Ἦταν ἡ ὥρα τῆς ὁμολογίας. «Εἶμαι χριστιανός. Πράξε ὅ­πως σέ πρόσταξαν». «Εὐλαβοῦμαι τήν εὐ­γένειά σου», τόν καλόπιασε ὁ ἡγε­μό­νας, «σέ συμβουλεύω νά κάνεις ὅτι θυσι­άζεις, γιά νά φανεῖ ὅτι τέλεσες τό πρό­σ­ταγμα τοῦ βασιλιᾶ». Μεγαλόπρεπα ἀπέ­θεσε τό διάσημο τῆς ζώνης του ὁ θεό­φρων Νεα­νίας: «Εἶμαι δοῦλος τοῦ Ἐ­σταυ­­ρωμένου. Τόν προσκυνῶ ὡς Θεό ἀ­ληθινό. Δέν θά θυσιάσω, θά θυσιαστῶ».
 Δεμένος ὁδηγήθηκε στήν Καισάρεια τοῦ Φιλίππου. Τόν κρέμασαν μπροστά στά μάτια τοῦ λαοῦ καί τοῦ καταξέσχιζαν τίς σάρκες. Ἡ δοξολογία τοῦ μάρτυρα συν­­εχής: «Εὐλογητὸς εἶ ὁ Θεός μου!». Μέ­σα στή φυ­λακή λαμ­­πρός, καρτερικός. Τό μεσονύκτιο τόν ἐπισκέφθηκε ὁ Βα­σι­λεύς τῶν οὐρανίων δυνάμεων. Ἀ­πρό­ο­πτα τοῦ χάρισε ἕνα καινούργιο ὄ­νομα, ἀφοῦ τόν ράντισε μέ νερό: «Προ­­κόπιος θέ­λω νά ὀνομάζεσαι, γιά νά προ­κόβεις προσφέροντας ποίμνιο στόν Πα­τέρα μου. Ἀνδρίζου! Ἔχε δύναμη!». Τά δεσμά ἔ­πε­σαν καί οἱ πληγές θερα­πεύ­θη­καν.
 Μέ τήν ἀνατολή τῆς ἡμέρας, ὡς «ἄ­στρον λελαμπρυσμένον» τόν ἀντί­κρυ­σαν οἱ διῶκτες του. «Τόν θεράπευσαν οἱ θε­οί», εἶπαν καί τόν ὁδήγησαν στόν εἰ­δω­λολατρικό ναό μέ τήν ἐλπίδα νά τούς προσκυνήσει. Ἔμεινε μόνος του στόν να­ό νά προσεύχεται. Ὅλα τά εἴδωλα κα­τα­θρυμματίστηκαν μπροστά στόν τύπο τοῦ νικοποιοῦ Σταυροῦ. Ἄρχισαν νά λειώ­νουν καί σάν νερό χύθηκαν ἔξω ἀπό τόν ναό. Τά «θράση τῶν ἐχθρῶν» κατα­τρο­πώθη­καν. Οἱ παρόντες γεμάτοι ἔκπληξη κραύ­γαζαν: «Θεέ τῶν χριστιανῶν, βοή­θησέ μας». Οἱ δύο δικαστές καί οἱ στρα­τιῶ­τες ἔγιναν χριστιανοί. Μαζί τους καί δώ­­δεκα συγκλητικές γυναῖκες καί ἡ μη­τέρα τοῦ μάρτυρα πῆραν τό στεφάνι τοῦ μαρ­τυ­ρί­ου καί ἔσπευσαν νά τόν προ­ϋ­παν­­τή­σουν στή χαρά τοῦ Παρα­δεί­σου.
 Μπροστά στόν νέο ἔπαρχο Φλαβιανό μέ θάρρος συνέχιζε νά ὁμολογεῖ ὁ Προκόπιος ὑπομέ­νοντας φρικτά βασανι­στή­ρια. Παρέμεινε ἀήττητος, ὥσπου μέ ἐντολή τοῦ ἐπάρχου ἔκοψαν τή μακαρία κεφαλή του ἔξω ἀπό τήν πόλη. Ἀ­θλο­φό­ρε ἅγιε τοῦ Θεοῦ, «ὡς προκόπτων ἐν Θε­ῷ, πάντας πρέσ­βευε προκόπτειν... ἐν θεαρέστοις ὁδοῖς καὶ θείαις πράξεσιν εὐ­αρεστοῦντας Αὐ­τῷ».
 Ὁ ἅγιος Προκόπιος δέν ἔρχεται στό προσκήνιο τῆς ἐκκλησιαστικῆς μας ζωῆς μόνο στίς 8 τοῦ Ἰουλίου πού εἶναι ἡ ἡ­μέ­ρα τῆς μνήμης του. Τό ὄνομά του ἀκού­γεται στήν ἱερολογία τοῦ Μυστη­ρί­ου τοῦ Γάμου, ὅπου ἡ Ἐκκλησία μας εὐ­λογεῖ τούς νεονύμφους καί εὔχεται ἡ Ἁγία Τρι­άδα νά τούς παράσχει «προ­κο­πήν βίου καὶ πίστεως».
 Στούς δίσεκτους καιρούς μας πού κά­θε οἰκογένεια ἀποζητᾶ θεμέλιο καί στέ­γη, ἄς τήν προστατεύει ἀθόρυβα ὁ ἅ­γιος Προκόπιος. Ἀρχοντικός καί γεν­ναῖ­ος, ὅ­πως ἔζησε, νά ἐνισχύει στήν πίστη καί στήν ὑπομονή ὅσους ὁ Κύριος ἑνώνει μέ τό μυστήριο τοῦ Γάμου. Μέ τήν εὐχή του ὁ κοινός ζυγός τοῦ Σταυροῦ νά ὁ­δηγεῖ στήν αἰώνια ἀνάσταση.

Οὐρανοδρόμος

"Ἀπολύτρωσις", Ἰούν.-Ἰούλ. 2017