ΤΑ ΑΠΟΚΡΥΦΑ ΚΕΙΜΕΝΑ

apokryfa c  Εἶναι σύνηθες φαινόμενο κατά τίς μεγάλες ἑορτές, καί ἰδίως τό Πάσχα, νά γίνεται πολύς λόγος ἀπό τίς τηλεοράσεις, καί τώρα πλέον καί ἀπό τό internet, γιά ἀπόκρυφες διηγήσεις σχετικές μέ τήν ζω­ή τοῦ Χριστοῦ, τῆς Θεοτόκου κτλ. Μάλιστα τά ἀπόκρυφα αὐτά θεωρεῖται ὅτι καταγράφουν τήν ἀληθινή ἱστορία, τήν ὁποία προσπάθησε νά ἀποκρύψει τό ἐκ­κλησιαστικό «κατεστημένο». Συμβαί­νει δέ ἀκόμη καί εὐσεβεῖς νά τά μελε­τοῦν μέ εὐλάβεια. Πῶς ὅμως ἔχει ἡ ἀλήθεια;
  Τά ἀπόκρυφα ὀνομάζονται ἔτσι λόγῳ τῆς σκοτεινῆς καταγωγῆς τους. Οἱ συν­τάκτες τους εἶναι ἄγνωστοι. Τά ἴδια ἀ­ποδίδουν τήν συγγραφή τους ψευδῶς σέ πρόσωπα γνωστά ἀπό τήν ἁγία Γραφή. Εἶναι δύο εἰδῶν: α) Εἶναι ὅσα ἐπιχειροῦν νά καλύψουν τά «κενά» τῆς ἁγίας Γρα­φῆς καί νά ἱκανοποιήσουν ἔτσι τήν πε­ρι­έρ­γεια ἀφελῶν πιστῶν. Τέτοια «κενά» εἶ­ναι π.χ. ἡ διαθήκη τοῦ Ἀβραάμ, οἱ δια­θῆ­­κες τῶν δώδεκα πατριαρχῶν, οἱ βίοι τῶν προφητῶν, τά παιδικά χρόνια τοῦ Κυρίου (παιδικό εὐαγγέλιο τοῦ Θωμᾶ), ἡ παιδική ἡλικία τῆς Παναγίας (Πρω­τευ­αγ­γέλιο τοῦ Ἰακώβου), ὁ βίος τοῦ Ἰωσήφ τοῦ προστάτη τῆς Παρθένου (ἱστορία Ἰω­σήφ τοῦ τέκτονος), ἡ κάθοδος τοῦ Χρι­στοῦ στόν Ἅδη καί τά ἐκεῖ συμβάντα (εὐ­αγγέλιο τοῦ Νικοδήμου), ἡ δράση τοῦ Πέ­­τρου ἡ ἄγνωστη ἀπό τήν Καινή Διαθή­κη (Πράξεις Πέτρου) κτλ. β) Εἶναι ὅσα συντάχθηκαν ἀπό αἱρετικούς, κυρίως ἰουδαιο­-χριστιανούς καί γνωστικούς, μέ σκοπό τήν διάδοση καί τήν ὑποστήριξη τῶν αἱρετικῶν τους θέσεων. Τέτοια εἶναι τό καθ᾽ Ἑβραίους εὐαγγέλιο, ἡ ἀπόκρυφη ἐπιστολή τοῦ Ἰακώβου (τοῦ ἀδελφο­θέ­ου), τό εὐαγγέλιο τοῦ Πέτρου, τό εὐαγ­γέλιο τοῦ Βαρθολομαίου, τό εὐαγγέλιο τοῦ Θωμᾶ, τό εὐαγγέλιο τῆς Μαρίας (τῆς Μαγδαληνῆς), τό πασίγνωστο πλέον εὐ­αγγέλιο τοῦ Ἰούδα κ.ἄ.
   Τό περιεχόμενο τῶν ἀποκρύφων εἶ­ναι ὄχι μόνο μυθῶδες, ἀλλά πολλές φο­ρές καί παιδαριῶδες καί βλάσφημο. Λέ­χθηκε σωστά ὅτι τά κείμενα αὐτά μέ τόν τρόπο πού εἶναι γραμμένα καθίστανται ἐξ ἀντιθέτου μάρτυρες τῆς γνησιότητας τῶν κανονικῶν βιβλίων τῆς ἁγίας Γρα­φῆς. Ὁρισμένοι θεολόγοι καί θεολογοῦν­τες ὑποστηρίζουν ὅτι οἱ ἀφηγήσεις τους ἔ­χουν κάποιον ἱστορικό πυρήνα, κανείς ὡστόσο σοβαρός ἐρευνητής δέν τά λαμ­βάνει ὑπ᾽ ὄψιν. Οἱ μόνες ἀξιόπιστες ἱ­στο­ρικές πληροφορίες πού «κομίζουν», κατά τήν γνώμη μου, εἶναι αὐτές πού σφετερίζονται ἀπό τήν Βίβλο. Εἶναι χαρα­κτη­ριστικό ὅτι οἱ συγγραφεῖς τους ἀ­γνο­οῦν τήν γεωγραφία τῆς Παλαιστίνης, ὅπως ἐ­πίσης καί βασικά στοιχεῖα τῆς ζω­ῆς τοῦ ἰσραηλιτικοῦ λαοῦ.
   Παρατηρήθηκε δέ καί τοῦτο τό φαι­νόμενο: Πολλές φορές οἱ συγγραφεῖς τῆς Καινῆς Διαθήκης παραπέμπουν σέ θεό­πνευστους λόγους, οἱ ὁποῖοι δέν ἀνευ­ρίσκονται μέν στήν Παλαιά Διαθήκη, ἀνευ­ρίσκονται ὅμως σέ περί αὐτήν ἀπό­κρυφα. Τέτοια θεωροῦνται τά χωρία Μθ 2,23· 23,37· 27,9-10· Λκ 16,9· 21,28· Ἰω 5,22· Πρξ 7,35· 7,52· 7,53· 20,35· Α΄ Κο 2,9 κ.ἄ. Τό γεγονός αὐτό ἔδωσε «τροφή» σέ θεολόγους τῆς ἀρ­νητικῆς κριτικῆς, οἱ ὁ­ποῖοι θέλοντας νά ὑποσκάψουν τό κῦ­ρος τῆς Καινῆς Διαθήκης ὑποστήριξαν ὅτι τά ἀπόκρυφα αὐτά προϋπῆρξαν αὐ­τῆς καί χρησιμοποιήθηκαν ἀπό τούς ἀ­πο­στό­λους ὡς πηγές. Ὁ ἀείμνηστος καθη­γητής Στ. Σάκ­κος ἀπέδειξε σέ σχετικές με­λέτες του ὅτι τό πρᾶγμα δέν ἔχει ἔτσι. Ὅτι, ἀν­τίθετα, τά ἀπόκρυφα αὐ­τά εἶναι με­τα­γε­νέστερα τῆς Καινῆς Διαθήκης καί οἱ συγγρα­φεῖς τους ἀντλοῦν ἀπ᾽ αὐτήν τά ἐπίμαχα χωρία.
  Τά ἀπόκρυφα καταδικάστηκαν ἀπό πολλούς πατέρες καί ἐκκλησιαστικούς συγγραφεῖς ἤδη σχεδόν ἀπό τήν ἐμφά­νι­σή τους. Ἰδίως ὅμως καταδικάστηκαν ἀ­πό τήν Α΄ Οἰκουμενική Σύνοδο μέσῳ τοῦ ἐν­το­­λο­δό­χου της Μεγάλου Ἀθανασίου. Ὁ Μέγας Ἀθα­νά­σιος, μέ ἐξουσιοδότηση τῆς Συνόδου, ἐκ­θέτει στήν ΛΘ΄ ἑορταστική ἐπιστολή του τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας καί γιά ἄλ­λα θέ­μα­τα ἀλλά καί γιά τό συγκε­κρι­μέ­νο. Λέει χα­ρακτηριστι­κά: «Τά ἀπόκρυ­φα δέν εἶναι ἔργο κανενός ἄλλου παρά αὐ­τῶν… “πού θε­ωροῦν πορισμό πλούτου τήν εὐ­σέβει­α” καί θέλουν νά ἀρέσουν σέ “γυ­ναι­κά­ρι­α”. Προ­εῖπε δέ ὁ Παῦλος γιά τούς τέτοιους στόν μαθη­τή του Τιμόθεο ὅτι “θά ἔρθει καιρός πού οἱ ἄνθρωποι δέν θά ἀνέχονται τήν ὑγιῆ διδασκαλία, ἀλλά θά ἀκολουθοῦν πολλούς διδασκάλους πού θά συμφωνοῦν μέ τίς ἐπιθυμίες τους, γιά ν᾽ ἀκοῦν αὐτά πού τούς ἀρέ­σουν. Θά κλείνουν τ᾽ αὐτιά τους στήν ἀ­λήθεια καί θά στρέφονται στούς μύθους” (βλ. Α΄ Τι 6,5· Β΄ Τι 3,6· 4,3-4). Διότι εἶναι πράγματι μῦθοι τά ἀπό­κρυφα καί μάταιο τό νά τά λαμβάνει κανείς ὑπ᾽ ὄψιν· διότι εἶναι “βέβηλα κούφια λόγια” (Α΄ Τι 6,20)… Λοιπόν μακριά ἀπό τά τέτοια βιβλία. Κι ἄν κάποιος βρεῖ νά ἔχουν κάτι χρήσιμο, καί τότε ἀκόμη εἶναι καλύτερο νά μήν τά πιστεύει».
   Τό πρᾶγμα συνεπῶς εἶναι ξεκάθαρο: Ὅσοι χρησιμοποιοῦν καί διαφημίζουν ἀπόκρυφα μέ ὁποιονδήποτε τρόπο ἐναν­τιώνονται στήν Ἀλήθεια καί προσ­βάλ­λουν τό Εὐαγγέλιο τῆς Ἐκκλησίας.   

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας

Ἀπολύτρωσις, Ἀπρίλιος 2017