Ἐλεύθεροι καί ὑπεύθυνοι

 52836 wallpaper110  Τελείωσε καί τό ἀποκριάτικο ξεφάντωμα. Ἀσφαλῶς ἡ οἰκονομική κρίση δέν ἐπέτρεψε νά ἐπαναληφθοῦν οἱ σπατάλες τοῦ παρελθόντος, δέν σημαίνει ὅμως ὅτι ἔλειψαν αὐτές παντελῶς. Σέ κάθε δῆμο διετέθησαν κονδύλια γιά τίς ἀποκριάτικες ἐκδηλώσεις.
   Ὑποστηρίζουν κάποιοι: «Εἶναι ἀνάγ­κη γιά τούς ἀνθρώπους τό πανηγύρι, πόσο μᾶλλον γιά ἀνθρώπους πού δυσκολεύονται ἤ ἀκόμη καί συνθλίβονται οἰκονομικά. Εἶ­ναι κάποια, ἔστω καί βραχύβια, ἐκτόνω­ση, μετά ἀπό τήν ὁποία ἐπανέρχονται στή σκληρή πραγματικότητα ἀνανεωμένοι. Ἡ μέθεξη στά δρώμενα δρᾶ ἀντικαταθλιπτι­κά».
   Τή θέση αὐτή ὑποστήριξαν στό παρελθόν ξένοι ταξιδιῶτες, οἱ ὁποῖοι συμμετεῖχαν σέ γιορτές τοῦ ὑπόδουλου στούς Τούρκους Γένους. Ἐκεῖνο πού δέν εἶχαν κατανοήσει ἐκεῖνοι ἦταν ὅτι ὁ πανηγυρισμός εἶχε ὡς ἐπίκεντρο τήν Ἐκκλησία καί ὅτι τό πανηγύρι ἦταν πρωτίστως θρησκευτικό. Οἱ πιστοί προσέρχονταν μέ πίστη νά τιμήσουν τόν Θεό καί τούς ἁγίους του καί προσπαθοῦσαν νά δομήσουν τήν προσωπική, οἰκογενειακή καί κοινωνική τους ζωή μέ βάση τίς ἐντολές τοῦ Εὐαγγελίου. Δέν ἦταν τό πανηγύρι φυγή ἀπό τή σκληρή πραγματικότητα τοῦ καθημερινοῦ βίου, ἦταν ἡ ἐνδυνάμωση, γιά νά ἀντέξουν αὐ­τήν. Δέν ἰσχύει τό ἀνάλογο στή μέθεξη τῶν ἀποκριάτικων δρωμένων, ὥστε νά δίδεται ἡ ἴδια ἑρμηνεία ἀπό «γόητες πού προκόβουν στό κακό πλανώντας καί πλανώμενοι» (βλ. Β΄ Τι 3,13).
   Ἡ φυγή ἀπό τήν πραγματικότητα σέ καμιά περίπτωση δέν συνιστᾶ λύση τοῦ προβλήματος. Δέν εἶναι δυνατόν νά ἀντλήσει κάποιος δυνάμεις, γιά τήν ἀντιμετώπιση τῶν σωρευμένων βιοτικῶν προβλη­μάτων μετέχοντας σέ ἐπιχείρηση ἐκχυδαϊσμοῦ καί ἐξαχρείωσης. Βέβαια, πρέπει νά δεχθοῦμε καί κάτι σημαντικό, πού διαφεύγει συνήθως ἀπό τούς ἐλάχιστους ἐπικριτές τῶν δρωμένων: Ὁ ἐκχυδαϊσμός καί ἡ ἐξαχρείωση τῆς καθημερινῆς ζωῆς ἔχει ὑ­περβεῖ πλέον κατά πολύ τά ἀντίστοιχα τῆς περιόδου τῆς ἀποκριᾶς. Μάλιστα ἡ μι­κρή ὀθόνη ἔχει καταστεῖ ὀχετός, πού ἀποβάλλει τά λύματα πνευματικοῦ βορβόρου στό ἐσωτερικό κάθε οἰκίας!
   Ἡ χώρα μας διέρχεται κρίση πρωτίστως ἀξιῶν καί ὄχι οἰκονομική. Ἔχουμε καταστεῖ περίγελως τῶν οἰκονομικά εὐρωστότερων λαῶν τῆς Εὐρώπης καί ἐμμένου­με στήν ἀθλιότητα μή ἔχοντας τήν παρα­μικρή διάθεση αὐτοκριτικῆς. Τό θλιβερό εἶναι ὅτι οἱ πρωταγωνιστές τῶν δρωμένων κατά τήν περίοδο τῆς ἀποκριᾶς τονίζουν κατά κόρον τήν προσήλωση στήν παράδοσή μας. Καί ἐννοοῦν παράδοση κάθε τι πού ἀντιμάχεται τήν Ἐκκλησία, ἀπό τά κατάλοιπα τῆς ἀφροδισιακῆς καί διονυσι­α­κῆς λατρείας μέχρι τήν ἀπαξίωση τοῦ ἐτήσιου θρησκευτικοῦ πανηγυριοῦ, ἐπίκεντρο τοῦ ὁποίου ἔχει καταστεῖ πλέον ἡ ὁλονύκτια δια­σκέδαση κατά τήν παραμονή καί ἡ ἀποκοπή του ἀπό τή θεία Λειτουργία τῆς ἑ­πομένης. Γιά ὅλα αὐτά ἔχουμε ἐθιστεῖ στό ψεῦδος καί τό ἀποδεχόμαστε μέ εὐχαρίστηση, καθώς ἡ ἀλήθεια εἶ­ναι συνήθως πικρή καί μᾶς πονᾶ.
  Τή Μεγάλη Τεσσαρακοστή ἡ Ἐκ­κλη­σία τοῦ Χριστοῦ μᾶς εἰσάγει σέ περίοδο ἑτοιμασίας μέ νηστεία, προσευχή καί ἐγκράτεια. Ἔχοντας, ὅσοι νηστεύ­ουμε, παρεξηγήσει τήν οὐσία τῶν πραγμάτων ἐπιδιώκουμε τήν ἐξεζητημένη νη­στεία τῶν ἐναλλακτικῶν ἀπολαύσεων, πού στηρίζεται στά πανάκριβα θαλασσινά καί σέ ὑποκατάστατα ζωικῶν τροφῶν μέ βάση τή βιομηχανική ἐπεξεργασία τῆς σόγιας, τοῦ συμβόλου τῆς νέας τάξης στό χῶρο τῆς γεωργίας. Χωρίς νά συνειδητοποιοῦμε, ἀναλαμβάνουμε τόν ρόλο τοῦ Φαρισαίου, παρά τήν ἔγ­καιρη ἐπισήμανση τοῦ τρομεροῦ πάθους τῆς ὑπερηφάνειας κατά τήν ἀρχή τοῦ Τριωδίου. Εἴμαστε ἕτοιμοι νά προβάλουμε τήν ὑπεροχή μας ἔναντι τῶν ἄλλων πού δέν εἶναι σάν ἐμᾶς καί νά στηλιτεύσουμε τή σάπια κοινωνία, γιά τό κατάντημα τῆς ὁποίας φταῖνε μόνο οἱ ἄλλοι. Καί ὅμως «πολλά πταίομεν ἅπαντες». Εἶναι καιρός νά συν­ειδητοποιήσουμε τήν κατάντιά μας καί νά ἐπανέλθουμε στήν ὁδό τῆς μετανοίας, ἀπό τήν ὁποία μᾶς ἀπομάκρυνε ἡ ἀλαζονεία μας. Ἡ νύχτα τῶν δεινῶν μας θά εἶναι μα­κρᾶς διαρκείας, παρά τά περί τοῦ ἀντιθέτου διατυμπανιζόμενα. Μέ τή μετάνοια μποροῦμε νά δώσουμε νόημα στά ὅσα συμβαίνουν, ὥστε νά πορευθοῦμε μέ ὑπομονή καί ἀντοχή πρός μιά αἴσια ἔκβαση. Χωρίς νόημα οἱ δοκιμασίες γίνονται ἀφόρητες καί δέν ἀρκοῦν τότε οἱ ὀλιγοήμερες διαφυγές, ἀλλά ἀναζητοῦνται διέξοδοι διαρ­κείας, ὅπως ὁ ἐθισμός σέ ποικίλες οὐσίες πού ἐγγυῶνται τή λήθη, τόν κατευνασμό ἤ τήν ψευδῆ εὐφορία, καί ὁ τερματισμός τοῦ βίου, ὅταν αὐτός μᾶς συντρίβει ἤ ἔχει καταστεῖ χωρίς νόημα.
   Ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἐλεύθερος νά ἐπιλέξει. Ἀλλά ἀ­κριβῶς ἐπειδή εἶναι ἐλεύθερος, εἶναι ὑπεύθυνος.

Ἀπ. Παπαδημητρίου